Κρατάω από το Λιτόχωρο της Πιερίας, στους πρόποδες του Ολύμπου, αλλά εδώ, στην Αθήνα, μεγάλωσα, σπούδασα, έκανα καριέρα και ολοκληρώθηκα ως άνθρωπος και δημιουργός. Ήμουν η μικρότερη από τις δύο κόρες μιας αγροτικής οικογένειας και από τις πρώτες μου αναμνήσεις ήταν να βοηθάω τον πατέρα μου που ήταν ψαράς, πότε με τα δίχτυα, πότε με το καθάρισμα κ.λπ., να δουλεύω μόλις μεγάλωσα λίγο τα καλοκαίρια στα κάμπινγκ και στα μαγαζιά της περιοχής, κάτι που από μικρή με κοινωνικοποίησε και άνοιξε τους ορίζοντές μου, καθώς συναναστρεφόμουν νέους ανθρώπους από κάθε γωνιά της Ευρώπης.
Ήμουν βέβαια κι εγώ ανήσυχο κορίτσι, «βαρεμένο», που άκουγε indie μουσικές και ρουφούσε από έφηβη βιβλία, από Αρτό –η Γη των Ταραχουμάρα με είχε σημαδέψει−, Καμί και Ζενέ μέχρι Κούντερα, Έκο και Άρθουρ Κλαρκ. Που του άρεσε να κάνει παρέα με μεγαλύτερους, που ήθελε να ανοίξει τους ορίζοντές του και που μόλις έκλεισε τα 18 ο τόπος δεν το χώραγε – την ημέρα που αποφοίτησα από το λύκειο έφυγα με μια βαλίτσα που είχα ετοιμάσει από την προηγούμενη, για Θεσσαλονίκη αρχικά. Έμεινα εκεί μια διετία, ψάχνοντας να δω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, αλλά δεν το βρήκα, κατηφόρισα λοιπόν στην Αθήνα.
Αγάπησα την Αθήνα σαν δεύτερη πατρίδα μου γιατί μου έδωσε πολλές ευκαιρίες, δυνατότητες και προπαντός ελευθερίες. Αποτέλεσε, επίσης, το εφαλτήριο για να γίνω αυτό που είμαι, κάτι που θα ήταν ακατόρθωτο αν παρέμενα στην επαρχία – «καριέρα» εκεί για μια γυναίκα θεωρείται μόνο ο γάμος και η τεκνοποίηση και δεν ξέρω πόσο έχει αλλάξει πραγματικά αυτό!
• Τον πρώτο χρόνο έμενα σε καταλήψεις κι έκανα μεροκάματα από δω κι από κει για τα προς το ζην. Έκανα και ραδιόφωνο για κάποιους μήνες, μια εκπομπή για το ελληνικό ροκ στην ΕΡΤ – δύσκολα έβρισκες τότε κοπέλα να κάνει ροκ εκπομπή! Το εργασιακό με προβλημάτιζε, ήθελα να κάνω κάτι που να με γεμίζει σαν άνθρωπο και να μου αρέσει πραγματικά, να μην είναι μόνο κατάρα και βούρδουλας η δουλειά. Ξεκίνησα λοιπόν να σπουδάζω φωτογραφία στου Σταυράκου – η φωτογραφία είναι από μόνη της τρόπος ζωής, σε βάζει σε διαδικασία να προσεγγίζεις το θέμα σου σε διάφορα επίπεδα, από το καθαρά τεχνικό μέχρι το συναισθηματικό, που συμπληρώνει και νοηματοδοτεί το πρώτο.
Το ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία και τις ιδιότητες του φωτός είχε καλλιεργηθεί από εκείνο το τόσο ιδιαίτερο φως του Ολύμπου που κάθε μέρα ήταν διαφορετικό, είχα έπειτα, ξέρεις, μάθει από τα νυχτερινά ψαρέματα με τον πατέρα χειμώνα καιρό να διακρίνω πράγματα στο σκοτάδι, να βλέπω στη θάλασσα σημάδια αόρατα σε ένα άπειρο βλέμμα και να βρίσκω έτσι τον δρόμο προς την ακτή. Ήμουν δηλαδή ήδη εξασκημένη να χρησιμοποιώ το βλέμμα μου δημιουργικά σε ακραίες συνθήκες, με εξίταρε επιπλέον το γεγονός ότι έτσι μπορούσα να αφηγηθώ μια ιστορία χωρίς λέξεις, να εκφραστώ σε μια οπτική γλώσσα που έκρινα ότι μου ταίριαζε καλύτερα.
• Ήδη από τον δεύτερο χρόνο φοίτησης στου Σταυράκου άρχισα να εργάζομαι ως βοηθός παραγωγής και το ευτύχημα για τη δική μου γενιά ήταν ότι η εποχή εκείνη, τέλη δεκαετίας ’80, συνέπεσε με την ελεύθερη τηλεόραση. Αυτό σήμαινε περισσότερες παραγωγές, περισσότερα διαφημιστικά πρότζεκτ επίσης και άρα μεγαλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης. Εμένα πάλι, όσο και να μου άρεσε η φωτογραφία, δεν θα την ακολουθούσα αν δεν μπορούσα να βιοποριστώ από αυτή, δεν είχα δηλαδή κανένα ψώνιο με την τέχνη για την τέχνη, όσο κι αν με γοήτευε.
Ξεκίνησα με τα διαφημιστικά, έκανα κι έναν χρόνο σε αποθήκη ενοικίασης καμερών. Εκεί έμαθα να γεμίζω σασί και βγήκα στην αγορά αρχικά ως loader, ύστερα έγινα με τη σειρά γ’ βοηθός, β΄ βοηθός, α΄ βοηθός, focus puller και οπερατέρ. Το ’00 έκανα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία ως διευθύντρια φωτογραφίας, ήταν το «17 στα 18» των Μίμη Κουγιουμτζή και Αλέξανδρου Γραμματόπουλου. Η ταινία δεν πήγε καλά στις αίθουσες, αλλά έσκισε στα βιντεοκλάμπ! Το ’02 έκανα το «Αύριο θα ’ναι αργά» της Γιούργου και το ’09 ήρθε η Στρέλλα του Κούτρα, που σίγουρα υπήρξε σταθμός και για τη δική μου καριέρα.
• Το «αστείο» είναι ότι δεν ήμουν η πρώτη επιλογή για εκείνη τη θέση, αλλά δεν βρισκόταν άνδρας συνάδελφος να την αναλάβει, το έντονο queer στοιχείο της Στρέλλας τούς προκαλούσε αμηχανία και θεωρούσαν σίγουρη την αποτυχία. Εγώ πάλι πίστεψα από την πρώτη στιγμή σε αυτή την ταινία και το ένστικτό μου αποδείχθηκε σωστό. Το φυσάγανε μετά κάποιοι και δεν κρύωνε! Η ταινία έκανε τεράστια αίσθηση, κέρδισε πολλά βραβεία, συμμετείχε στο Panorama της Berlinale, έγινε cult και είμαι περήφανη που έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου.
• Με τον Πάνο ξανασυνεργαστήκαμε για το Dodo μέσα στις καραντίνες και φτάσαμε μέχρι τις Κάννες. Μια άλλη έξοχη ταινία που έκανα ήταν οπωσδήποτε το Miss Violence με τον Αλέξανδρο Αβρανά το 2013, από τα «διαμάντια» του νέου ελληνικού σινεμά. Ήμουν παρούσα στη Βενετία όταν κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα, το βραβείο καλύτερου ηθοποιού και το βραβείο κοινού, χάρηκα πολύ τόσο με αυτές όσο και με τις άλλες, εγχώριες και διεθνείς διακρίσεις που αποσπάσαμε, ανάμεσά τους το Gianni Di Venanzo International Prize for Cinematography για τη δική μου δουλειά.
Συνέβαινε μάλιστα στην Μπιενάλε της Βενετίας τον ίδιο καιρό να προβάλλεται στο ελληνικό περίπτερο το video art History Zero του Στέφανου Τσιβόπουλου όπου επίσης συμμετείχα. Η Στρέλλα με καθιέρωσε στην Ελλάδα και η Miss Violence στο εξωτερικό. Με τον Αλέξανδρο συνεργαζόμαστε και στην προσεχή ταινία του, το Apathy, και πιστεύω πως θα πάει πολύ καλά. Γενικά μιλώντας, το ελληνικό σινεμά έχει προχωρήσει πολύ από όταν ξεκίνησα, παρά τη μεγάλη κρίση του ‘09 που μας τσάκισε οικονομικά αλλά που έδωσε κι ερεθίσματα.
• Διεύθυνση φωτογραφίας είναι το φως, το κάδρο, η αίσθηση της κίνησης, η αποτύπωση της πραγματικότητας ή του παραμυθιού σε εικόνες. Την έμπνευση τη βρίσκω παντού, μαζεύω ερεθίσματα, εμπειρίες, αφορμές, τα κάνω ένα ωραίο δέμα και το πετάω να πάει παρακάτω. Έχω κάνει μέχρι σήμερα δώδεκα ταινίες μεγάλου μήκους, πενήντα μικρού μήκους, δώδεκα ντοκιμαντέρ και αρκετά art projects, δούλεψα επίσης ένα διάστημα στο θέατρο με τον Αβρανά, τη Γιολάντα Μαρκοπούλου και την Έλλη Παπακωνσταντίνου. Ενδιαφέρουσα εμπειρία, προτιμώ όμως σαφώς το σινεμά από το θέατρο και την τηλεόραση, τα σίριαλ εννοώ, που τα βαριέμαι.
Άλλες αξιόλογες δουλειές μου ήταν η ταινία «Ακόμα κρύβομαι για να καπνίσω» της Γαλλοαλγερινής Ριάνα Ομπενμάιερ, το «Jackson’s David is dying» του Stephen Lloyd που απέσπασε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Μαύρου Κινηματογράφου των ΗΠΑ το ’11, τα «Δολάρια του αγίου» της Αύρας Γεωργίου για το γαλλικό Arte TV και το προσφυγικό ντοκιμαντέρ του Ταλάλ Ντερκί «Ωδή στη Λέσβο» που χρηματοδότησε το Johnnie Walker. Μου αρέσει το πολιτικό σινεμά και ό,τι σχετίζεται με δικαιώματα, αγώνες και διεκδικήσεις, το σινεμά που έχει κάτι να πει.
• Ήμουν από νεαρή ηλικία πολιτικοποιημένη γιατί το άδικο δεν το άντεχα. Ειδικά το φεμινιστικό το είχα σχεδόν ανέκαθεν – δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι υπήρχαν πράγματα που προορίζονταν μόνο για άνδρες, στις αγροτικές οικογένειες όλα τα μέλη καλούνται να συνεισφέρουν ισότιμα στις δουλειές και αυτό μου καλλιέργησε από νωρίς ένα αίσθημα ανεξαρτησίας και αυτάρκειας. Αποτέλεσε μάλιστα η εμπειρία αυτή σημαντικό εφόδιο και όταν πια βρέθηκα να ζω και να εργάζομαι στην πόλη. Άσε που κι εδώ χρειάστηκε να διεκδικήσω αξιοπρέπεια, σεβασμό και ισότιμη αντιμετώπιση ακόμα και σε χώρους που θεωρούνταν εξ ορισμού προοδευτικοί.
• Δεν είχα, ξέρεις, να αντιμετωπίσω μόνο τις σκληρές απαιτήσεις της δουλειάς μου, από το τεχνικό κομμάτι μέχρι το χαμαλίκι, τις συνεννοήσεις, τα εξαντλητικά ωράρια, τις αναποδιές που μπορεί να τύχουν ανά πάσα στιγμή κ.λπ. Ήταν επίσης η απαξίωση που έτρωγα συχνά λόγω του φύλου μου και βέβαια ο ανταγωνισμός που είναι εξαιρετικά έντονος ακόμα και μεταξύ ανδρών σε αυτόν τον έτσι κι αλλιώς άκρως ανδροκρατούμενο ακόμα και σήμερα χώρο – ειδικά στη διαφήμιση οι γυναίκες είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ήμουν από τις ελάχιστες διευθύντριες φωτογραφίας στο σινεμά και σίγουρα από τις πρώτες στον χώρο της διαφήμισης.
Ακόμα και σήμερα ζήτημα να είμαστε τρεις, οι άνδρες είναι πάνω από διακόσιοι. Παλιότεροι συνάδελφοι με αποθάρρυναν, μου λέγανε ότι αυτές δεν είναι γυναικείες ασχολίες και καλύτερα να αρκεστώ στο μέικαπ και το styling. Έπρεπε κάθε φορά να προσπαθώ διπλά για να αποδείξω ότι αξίζω όσο ένας άνδρας, ότι μπορώ να σταθώ άνετα μόνη μου στο πλατό. Ευτύχησα να μου κάτσουν μερικά πολύ καλά σενάρια μαζεμένα που μου δώσανε ώθηση – γιατί χρειάζεται, όσο να ’ναι, και λίγη ρέντα για να πας μπροστά.
• Ναι, πέρα από την έμφυλη διάκριση υπήρξαν και περιστατικά παρενοχλήσεων, αν και όχι κάτι ιδιαίτερο. Καθώς ήμουνα «μαγκάκι», αγοροκόριτσο και ροκού, δεν άφηνα πολλά περιθώρια, έτυχε έπειτα να γνωρίσω από νωρίς τον σύντροφο της ζωής μου. Με τον οποίο κιόλας αναπτύξαμε μια σχέση αμοιβαίας αλληλοκατανόησης, αλληλοσεβασμού και απόλυτης ελευθερίας. Μου έδωσε μια ασφάλεια, μια σιγουριά και ουδέποτε μου έβαλε εμπόδια, ούτε παραπονέθηκε ή ζήλεψε όταν χρειάστηκε να λείψω ακόμα και μήνες από το σπίτι λόγω δουλειάς.
Εργάζεται μεν κι αυτός πολλά χρόνια στην παραγωγή ταινιών, όμως αυτό δεν σήμαινε από μόνο του κάτι – ομολογώ ότι στάθηκα τυχερή σε αυτό το κομμάτι. Με ενθάρρυνε και με στήριξε άνευ όρων και του οφείλω πολλά. Συμφωνήσαμε δε εξαρχής ότι, με τη ζωή που διαλέξαμε, τα παιδιά δεν ήταν για μας, παρότι τα αγαπούσαμε. Κάτι ακόμα που μας «έδεσε» είναι η κοινή μας αγάπη για τη μουσική, από την πανκ μέχρι την ηλεκτρονική.
• Μετά την κρίση του ’08 εγκατέλειψα τη διαφήμιση θέλοντας και μη – μου λέγανε ότι οι δουλειές λιγόστεψαν κι ότι δεν έχω ανάγκη όσο άλλοι γιατί και άντρα έχω να με βιοπορίσει και ούτε καν παιδιά να αναθρέψω! Δεν είναι βέβαια και μια ασχολία εφ’ όρου ζωής, γρήγορα σε πετάει έξω γιατί θέλει καινούργια πρόσωπα. Μου έδωσε όμως την ευκαιρία, όπως και σε πολύ κόσμο ακόμα, να εξελιχθώ, γιατί οι προϋπολογισμοί και ο τεχνικός εξοπλισμός που παίζουν στα διαφημιστικά γυρίσματα δεν συγκρίνονται με τη συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών. Πλέον με ενδιαφέρει μόνο το καλλιτεχνικό κομμάτι γιατί μόνο μέσα από αυτό ολοκληρώνεσαι ως δημιουργός.
• Για να κάνεις σινεμά θα πρέπει να αφήσεις στην άκρη το εγώ σου και να μάθεις να δουλεύεις συλλογικά γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Πρέπει να μπορείς να ανταποκρίνεσαι ταυτόχρονα σε πολλαπλά καθήκοντα, χρειάζεται επίσης να είσαι διαρκώς ενήμερος για τις τεχνολογικές εξελίξεις γιατί είναι συνεχείς και καταιγιστικές – όταν ξεκίνησα τυπώναμε ακόμα σε σκοτεινό θάλαμο, τώρα γίνονται όλα ψηφιακά. Ένα άλλο «συν» της δουλειάς αυτής είναι τα πολλά ταξίδια που έκανα και κάνω εξαιτίας της, και μέσα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό – έχω ταξιδέψει πολύ στην Ευρώπη καθώς επίσης στην Αφρική. Και ναι, έφτιαξα όνομα, έγινα μέλος της Ένωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών, της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, πήρα βραβεία, ανάμεσά τους κι από το Hollywood Blood Horror Festival για το After Party του Αλέξανδρου Ζαρμπή, απέκτησα fans, αν όμως μιλήσουμε για χρήματα όχι, δεν έκανα, ακόμα στο νοίκι μένω.
Είναι, έπειτα, τέτοια και η φύση του επαγγέλματός μας, μπορεί να πληρωθείς καλά για μια συνεργασία, αλλά όταν τελειώσει και μέχρι να ξεκινήσεις μια άλλη τρως τα έτοιμα. Υπήρχαν παλιότερα εργοδότες που απέφευγαν να μου βάλουν ένσημα, άλλοι πάλι με πλήρωναν «μαύρα». Όμως είναι δύσκολο να αρνηθείς επαγγελματική πρόταση, δεν ξέρεις αύριο τι σου ξημερώνει. Υπάρχει φυσικά στον χώρο και εκμετάλλευση και δουλειές κακοπληρωμένες, ειδικά αν δεν είσαι πρόσωπο γνωστό. Χρειάζεται σίγουρα να αλλάξουν κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες στον κλάδο, να αναγνωρίζεται και να γίνεται η δουλειά όλων σεβαστή από όλους.
• Αγάπησα την Αθήνα σαν δεύτερη πατρίδα μου γιατί μου έδωσε πολλές ευκαιρίες, δυνατότητες και προπαντός ελευθερίες. Αποτέλεσε, επίσης, το εφαλτήριο για να γίνω αυτό που είμαι, κάτι που θα ήταν ακατόρθωτο αν παρέμενα στην επαρχία – «καριέρα» εκεί για μια γυναίκα θεωρείται μόνο ο γάμος και η τεκνοποίηση και δεν ξέρω πόσο έχει αλλάξει πραγματικά αυτό! Έζησα στα Άνω Πετράλωνα και στο Γκάζι πολύ προτού γίνουν του συρμού, στην Κυψέλη έπειτα, όπου επίσης μου άρεσε, αλλά εδώ και πολλά χρόνια έχω εγκατασταθεί στο Κάτω Χαλάνδρι. Διαθέτει περισσότερο πράσινο, μεγαλύτερη ησυχία, καλύτερο βιοτικό επίπεδο, εύκολη πρόσβαση προς και από το κέντρο, δεν βλέπω τον λόγο να μετακινηθώ ξανά στο άμεσο μέλλον. Το σπίτι μας αυτό όπως και όλα τα προηγούμενα ήταν και παραμένει ανοικτό και φιλόξενο σε όλους, ακόμα και σε όσους μας ξέχασαν στα δύσκολα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.