Το Black Chapel του Theaster Gates άνοιξε στις 10 Ιουνίου και η κατασκευή θα παραμείνει στους κήπους του Κένσινγκτον έως τις 16 Οκτωβρίου, δημιουργώντας έναν θρησκευτικό χώρο, με την καμπάνα να χτυπά και να συνοδεύει τους ήχους της πόλης και της φύσης. Ο Theaster Gates, του οποίου τα κεραμικά μεγάλης κλίμακας είδαμε πριν από λίγους μήνες στις αίθουσες των προϊστορικών, κλασικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Μουσείου Ελληνικού Πολιτισμού του Μουσείου Μπενάκη, επιχειρεί εκ νέου έναν διάλογο πάνω στο υλικό, την ιστορία, τη χρήση και την έννοιά του.
Το φετινό περίπτερο Serpentine, ένας μαύρος περίκλειστος κύλινδρος, από τις πιο «εσωστρεφείς» εγκαταστάσεις που έχουν τοποθετηθεί ποτέ σε αυτούς τους δημοφιλείς χώρους του Λονδίνου, σχεδιάστηκε ως χώρος για περισυλλογή και διαλογισμό. Αποτελεί φόρο τιμής στην αγγειοπλαστική. Ο Theaster Gates είναι ο πρώτος μη αρχιτέκτονας που υπογράφει το περίπτερο στην ιστορία του θεσμού και το έργο αποτελεί μια υπενθύμιση του Stoke-on-Trent, του τέως κραταιού κέντρου της βιομηχανίας αγγειοπλαστικής στην Αγγλία, γνωστού και ως Potteries – οι ντόπιοι είναι γνωστοί ως Potters. Το ονομάζει Black Chapel τιμώντας τη βρετανική τέχνη και τη «σημασία των μεγάλων κλιβάνων που χρησιμοποιήθηκαν για το ψήσιμο αγγείων».
Υπάρχει πάντα η αίσθηση της ιερότητας στο έργο του Gates, είτε πρόκειται για εγκατάσταση ή για έργα από πηλό, είτε για ακτιβιστική δράση, μελέτη συλλογών, αναβάθμιση περιοχών, κατάρτιση αρχείων.
Όπως συμβαίνει με πολλά από τα έργα του Gates, την έμπνευση για το περίπτερο του την έδωσε η κεραμική. Η υλοποίησή του καθυστέρησε έναν χρόνο, ώστε να συμπέσει με το ευρύτερο πρότζεκτ του «The question of clay» που θα πραγματοποιηθεί στο V&A, στη Whitechapel Gallery και στο White Cube και διερευνά την ιστορία, την τέχνη και τη φυλετική διάσταση της κεραμικής. Ο ίδιος βλέπει το περίπτερο ως σκεύος από το οποίο προέκυψαν τα υπόλοιπα: «Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν μπορούσα να κάνω ένα μικρό δοχείο μεγαλύτερο», είπε.
Ο Gates φαντάστηκε αρχικά μια μεγάλη θολωτή κατασκευή από τούβλα, αλλά ο προσωρινός χαρακτήρας του έργου απέκλεισε αυτή την εκδοχή. Στη συνέχεια εξετάστηκε το ενδεχόμενο του χάλυβα, αλλά απορρίφθηκε επίσης λόγω του ενσωματωμένου άνθρακα και της ταχύτητας που απαιτούσε η κατασκευή.
Υπάρχει πάντα η αίσθηση της ιερότητας στο έργο του Gates, είτε πρόκειται για εγκατάσταση ή έργα από πηλό, είτε για ακτιβιστική δράση, μελέτη συλλογών, αναβάθμιση περιοχών, κατάρτιση αρχείων. Ο πηλός και η θρησκεία είναι θεμελιώδεις στην καλλιτεχνική του πρακτική, η σχέση μεταξύ Θεού και ανθρωπότητας είναι ανάλογη με αυτήν του αγγειοπλάστη με τα πήλινα που φτιάχνει και αυτό το συνειδητοποίησε όταν έκανε τις πρώτες του γλάστρες. Η χρήση του πηλού τον αφορά και σε φυλετικό επίπεδο, κυρίως η οικοδόμηση κοινοτήτων γνώσης, όπως και ο ρόλος του στην αποικιοκρατία και το παγκόσμιο εμπόριο. «Ως αγγειοπλάστης μαθαίνεις πολύ γρήγορα πώς να φτιάχνεις σπουδαία πράγματα από το τίποτα. Σαν να μαθαίνεις πώς να διαμορφώνεις τον κόσμο», λέει.
Ο στενός διάδρομος επάνω στο γκαζόν των κήπων οδηγεί στην κατασκευή, ενώ μια χάλκινη καμπάνα που βρίσκεται απ' έξω και τη βρήκε σε μια μάντρα στο Σικάγο, έχει στηθεί δίπλα στο περίπτερο και χτυπά, προσκαλώντας τους επισκέπτες-πιστούς, ενώ το φως μπαίνει από μια τρύπα στην οροφή, έναν ομφαλό, δημιουργώντας ένα τοπίο βιομηχανικό και απόκοσμο. Η κατασκευή είναι από κόντρα πλακέ, αφού ο Gates δεν μπόρεσε τελικά να χρησιμοποιήσει τούβλα σε αυτή την προσωρινή εγκατάσταση. Η τελευταία προσθήκη που έκανε ήταν μερικοί πίνακες από πίσσα, ένα υλικό που χρησιμοποιείται για να μονώσει στέγες, αποτίνοντας φόρο τιμής στον πατέρα του που ήταν «στεγάς» και έφυγε από τη ζωή πριν από λίγο καιρό.
Ο καλλιτέχνης είπε ότι το περίπτερο είναι ουσιαστικά μια μεγάλη στέγη και ότι σήμερα αισθάνεται τυχερός που μπορεί να χρησιμοποιεί στη δουλειά του τις τεχνικές που έμαθε από τον πατέρα του όταν ήταν μικρός και δούλευε μαζί του.
Ο Gates δημιούργησε μια απλή κατασκευή, την οποία εκτέλεσαν οι αρχιτέκτονες του γραφείου του βραβευμένου Ντέιβιντ Ατζάγιε. Τα έργα του, π.χ. τα κτίρια που έχει επανασχεδιάσει στη νότια πλευρά του Σικάγου ή ο χώρος Sanctum που συν-σχεδίασε στο Μπρίστολ το 2015 και είναι κατασκευασμένος από ανακυκλωμένα υλικά που βρέθηκαν σε χώρους εργασίας και θρησκευτικής πρακτικής, συνήθως έχουν υλικά λιγότερο επεξεργασμένα. Εν προκειμένω, βέβαια, ήταν δύσκολο να βρει ανακυκλωμένα υλικά στις διαστάσεις του περιπτέρου στο Κένσιγκτον. Υπήρχε και ένα τεχνικό πρόβλημα, γιατί κανένα περίπτερο δεν κατασκευάζεται in situ, όλα δημιουργούνται στο Γιορκσάιρ από τους κατασκευαστές σκηνικών Stage One και μεταφέρονται στο Serpentine, υπακούοντας στην πρακτική και τους κανόνες του Serpentine. Όσο για την πιθανότητα επιτυχίας του περιπτέρου και της απήχησής του στο κοινό, ο Oliver Wainright γράφει στην «Guardian» ότι δύσκολα θα συναγωνιστεί το περσινό περίπτερο της νεότερης αρχιτέκτονος που έχει πάρει ποτέ μέρος στην ανάθεση αυτή, της Sumayya Vally του Counterspace, σημειώνοντας ότι το Serpentine καλά θα έκανε να αναζητήσει λιγότερο γνωστούς και πολυάσχολους σούπερ σταρ εικαστικούς ή αρχιτέκτονες, για τους οποίους το pop-up περίπτερο δεν είναι προτεραιότητα.