Όταν το Royal College of Art έφτασε στο Battersea το 1991, δημιούργησε μια περίεργη συμβίωση με το βιομηχανικό περιβάλλον της περιοχής, που από τοπος παραγωγής και κατασκευής μεταμορφωνόταν στη νέα εποχή σε τόπο πολυτελών παραποτάμιων κατοικιών και αρχιτεκτονικών γραφείων.
Ο χώρος ήταν τόσο βιομηχανικός όσο και δημιουργικός, και εξακολουθούσε να «εξευγενίζεται». Αλλά οι αρχιτέκτονες της Tate Modern, Herzog & de Meuron, προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τη «γλώσσα» της πλίνθινης τοπογραφίας που εφάρμοσαν και στην προέκταση της διάσημης γκαλερί, από το να δημιουργήσουν ένα ακόμα πολυτελές γυάλινο κτίριο. Αντίθετα, εδώ, στην καρδιά της διάσπαρτης πανεπιστημιούπολης του κολεγίου, πάνω από μια δομή με τούβλα υψώνεται σαν βράχος ένα ραβδωτό κτίριο, δίνοντας στο κολέγιο μια αίσθηση βαρύτητας, μια δύναμη που το κρατάει ενωμένο.
Ο Paul Thompson, αντιπρύτανης του RCA, λέει ότι το σχέδιο των Herzog & de Meuron επιλέχθηκε επειδή ήταν το μόνο που έδενε το ίδρυμα με τους γύρω δρόμους, αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος και δημιουργώντας μια αίσθηση ενσωμάτωσης στην πόλη και όχι εκείνη ενός αυτοτελούς αντικειμένου. Παρόλο που είναι σαφώς συνυφασμένο με τον ιστό της πόλης, είναι τόσο μεγάλο που δημιουργεί το δικό του οδικό τοπίο, επιτρέποντας στην πόλη να το διατρέχει.
Ο Paul Thompson, αντιπρύτανης του RCA, λέει ότι το σχέδιο των Herzog & de Meuron επιλέχθηκε επειδή ήταν το μόνο που έδενε το ίδρυμα με τους γύρω δρόμους, αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος και δημιουργώντας μια αίσθηση ενσωμάτωσης στην πόλη και όχι εκείνη ενός αυτοτελούς αντικειμένου.
Στο κέντρο του βρίσκεται ένας τεράστιος όγκος, τον οποίο οι αρχιτέκτονες και το προσωπικό αποκαλούν «Υπόστεγο». Το δάπεδό του είναι από γυαλιστερή άσφαλτο και μοιάζει παράξενα πολυτελές, παρόλο που είναι ακριβώς το ίδιο υλικό με αυτό που υπάρχει στον δρόμο, απλώς σχολαστικά γυαλισμένο. Με αυτή την επιλογή δίνεται η αίσθηση ότι πρόκειται για μια συνέχεια του δρόμου, για έναν διφορούμενο ημι-δημόσιο χώρο στην κλίμακα και την υφή της πόλης και όχι του εσωτερικού του κτιρίου.
Το «Υπόστεγο» προορίζεται για εκδηλώσεις, εκθέσεις και την παραγωγή και έκθεση έργων τέχνης μεγάλης κλίμακας, εγκαταστάσεων ή των οχημάτων που σχεδιάζονται στα εργαστήρια αυτοκινήτων και οι γυάλινοι τοίχοι στα δύο άκρα του ανοίγουν πλήρως για να δημιουργήσουν ένα δραματικό πέρασμα μέσα από την κατασκευή.
Ένα μικρότερο υπόστεγο βρίσκεται ως διακριτή μονάδα μέσα στο κτίριο. Στεγάζει το τμήμα ρομποτικής και κατοικείται από μηχανικούς βραχίονες, ένα δίχτυ για τη συγκράτηση ιπτάμενων μη επανδρωμένων αεροσκαφών και μια δεξαμενή για τη δοκιμή υδρόβιων drones. Είναι ένας χώρος που προκαλεί ερωτήματα σχετικά με το τι ακριβώς συμβαίνει σε μια σχολή «τεχνών».
Τα παράθυρα στα νέα εργαστήρια αφήνουν να ρίξουμε μια ματιά σε αυτό που συνήθως είναι ένας κλειστός κόσμος εργασίας και μελέτης, υποδηλώνοντας ότι αυτά τα εργαλεία και οι διαδικασίες συνεχίζουν τις ρίζες του κολεγίου σε αυτόν τον βικτωριανό συνδυασμό τέχνης και βιομηχανίας, την εφαρμογή της δημιουργικότητας.
Οι πριονωτές οροφές εργοστασιακού τύπου του κτιρίου απηχούν εκείνες της υπάρχουσας πανεπιστημιούπολης (σχεδιασμένες από τους αρχιτέκτονες Haworth Tompkins) και οι χώροι των στούντιο είναι φωτεινοί, ευρύχωροι και περιτριγυρισμένοι από μεγάλες τούβλινες βεράντες.
Στην κατασκευή κυριαρχεί το τούβλο σε διάφορους χρωματικούς τόνους, που δημιουργούνται από τους βαθμούς ψησίματος. Τα διακριτικά μεταβαλλόμενα μοτίβα στην τοιχοποιία δημιουργούν διαφορετικές υφές και σκιάσεις. Το Λονδίνο είναι η πόλη του τούβλου και αυτό το ελβετικό γραφείο που βραβεύτηκε για την Elbphilharmonie στο Αμβούργο επαναφέρει στο προσκήνιο μια σοβαρή προσέγγιση του υλικού – κάτι πολύ διαφορετικό από τις προσόψεις από αυτοκόλλητα τούβλα, τη στάνταρ επιλογή των νέων πολυκατοικιών της πόλης.
Ο αρχιτέκτονας του έργου John O'Mara λέει ότι η έμπνευση ήταν το Darwin Building του RCA, ο πύργος από τούβλα στο Kensington Gore που σχεδιάστηκε από τους Hugh Casson και HT Cadbury-Brown (1960-63), χτίστηκε με περιορισμένο προϋπολογισμό και αγνοήθηκε για πολύ καιρό, αλλά τώρα εκτιμάται λίγο περισσότερο. Έχει αντέξει καλά, ένα σοβαρό, μοντέρνο, στιβαρό κτίριο που ευνοεί την έντονη δημιουργικότητα. Το νέο κτίριο των Herzog & de Meuron είναι σε εντελώς διαφορετική κλίμακα, αλλά και αυτό, επίσης, κάνει το κολέγιο να μοιάζει ότι ανήκει σε αναπάντεχη γειτονιά.
Ενώ η μία άκρη του Battersea φαίνεται να έχει σκοπό να κρύψει τον τεράστιο πλινθόκτιστο σταθμό ηλεκτροπαραγωγής του πίσω από οικοδομικά τετράγωνα φτιαγμένα από αρχιτέκτονες σταρ, οι Herzog & de Meuron έχουν αναστήσει το τούβλο ως αντικείμενο στιβαρό, με αρχιτεκτονική ομορφιά.
Εδώ και 185 χρόνια το Royal College of Art (RCA) είναι ένα δημόσιο ερευνητικό πανεπιστήμιο στο Λονδίνο, με πανεπιστημιουπόλεις στο South Kensington, το Battersea και το White City. Είναι η μοναδική εξ ολοκλήρου μεταπτυχιακή σχολήτέχνης και σχεδιασμού στο Ηνωμένο Βασίλειο και προσφέρει μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών στην τέχνη και τον σχεδιασμό σε φοιτητές από περισσότερες από 60 χώρες.
Ιδρύθηκε στο Somerset House το 1837 ως Government School of Design ή Metropolitan School of Design. Το 1853 επεκτάθηκε και μεταφέρθηκε στο Marlborough House και στη συνέχεια στο South Kensington, στην ίδια τοποθεσία με το South Kensington Museum. Μετονομάστηκε σε Normal Training School of Art το 1857 και σε National Art Training School το 1863. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν κατά κύριο λόγο ένα κολέγιο εκπαίδευσης δασκάλων.
Τον Σεπτέμβριο του 1896 η σχολή έλαβε την ονομασία Royal College of Art και η έμφαση της διδασκαλίας εκεί μετατοπίστηκε στην εφαρμοσμένη τέχνη και τον σχεδιασμό. Η διδασκαλία του γραφιστικού σχεδιασμού, του βιομηχανικού σχεδιασμού και του σχεδιασμού προϊόντων ξεκίνησε στα μέσα του 20ού αιώνα.