Ο Φράνσις Μπέικον πίστευε ότι μπορεί οι άνθρωποι να φορούν κοστούμια, αλλά το ένστικτο του κτήνους μέσα τους παραμένει πολύ ισχυρό. Όπως ο φόβος, η λαγνεία και η οργή. Έτσι λέει ο Michael Peppiatt, βιογράφος και έμπιστος φίλος του Βρετανού ζωγράφου που επιμελείται την έκθεση «Francis Bacon: Man and Beast» στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών, που ξεκινά στις 29 Ιανουαρίου και θα διαρκέσει έως τις 17 Απριλίου του 2022.
Η γραμμή ανάμεσα στον άνθρωπο και το κτήνος είναι διαρκώς θολή. Ο Μπέικον με τους πίνακές του μας υπενθυμίζει ότι τα πρωταρχικά μας ένστικτα βρίσκονται ακριβώς κάτω από την επιφάνεια και ο Peppiatt, όπως είπε, εξέτασε ξανά προσεκτικά το έργο του, συνειδητοποιώντας ότι αυτή ήταν μια ολόκληρη πτυχή του ενδιαφέροντος και της φαντασίας του ζωγράφου η οποία δεν είχε διερευνηθεί πραγματικά στο παρελθόν.
Στην έκθεση παρουσιάζονται η σειρά ταυρομαχιών του Μπέικον του 1969, οι πιο εμβληματικές μορφές ποικιλοτρόπως παραμορφωμένων και βασανισμένων ανθρώπων, όπως ο Πάπας που ουρλιάζει (Head VI, 1949), καθώς και τα παράξενα, υβριδικά πλάσματα που περιέχονται τόσο στους πρώιμους πίνακές του με θέμα τη Σταύρωση όσο και στο έργο του της δεκαετίας του 1980, εμπνευσμένο από την κλασική ελληνική τραγωδία.
Φίλος του από τη δεκαετία του '60, ο επιμελητής της έκθεσης υποστηρίζει ότι ο Μπέικον, αν και ζούσε μια αστική και παρακμιακή ζωή που τον έκανε διαβόητο στους καλλιτεχνικούς κύκλους και τους κύκλους της νυχτερινής ζωής, στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο έβγαζε ένα κομμάτι της άγριας, αγροτικής παιδικής του ηλικίας –ως γιος ενός πρώην αξιωματικού του στρατού που είχε μετακομίσει στην Ιρλανδία για να εκπαιδεύει άλογα κούρσας– την οποία ομολογούσε συχνά ότι απεχθανόταν στη μετέπειτα ζωή του.
«Μπορεί να απέρριπτε την παιδική του ηλικία, αλλά δεν γεννήθηκε σε ένα μπαρ στο Σόχο, γεννήθηκε στην άγρια φύση της Ιρλανδίας, περιτριγυρισμένος από τη φύση» λέει ο Peppiatt. «Μπορεί να ήταν αλλεργικός στα άλογα και τα σκυλιά, αλλά καταλάβαινε τη συμπεριφορά των ζώων, την αντίδρασή τους και έβλεπε τη ζωή μέσα από το φάσμα της ζωώδους συμπεριφοράς».
Όλοι όσοι αφηγούνται ιστορίες για τον Μπέικον δεν μπορούν παρά να μιλήσουν για την ανυπέρβλητη γοητεία του. Ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ού αιώνα, ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη.
Οι ταυρομαχίες, όπως και τον Πικάσο, τον οποίο ο Μπέικον θαύμαζε αλλά δεν θέλησε ποτέ να συναντήσει, συγκινούσαν και αναστάτωναν βαθιά ως θέαμα τον Μπέικον και οι εικόνες που δημιούργησε είναι από τις πιο άμεσες και δυνατές συναντήσεις μεταξύ ανθρώπου και ζώου στο έργο του. Τον ενθουσίαζε ο κίνδυνος, το αίμα, το θάρρος, μάλιστα τις αποκαλούσε «θαυμάσιο απεριτίφ για το σεξ».
Παράλληλα με την έκθεση στη Βασιλική Ακαδημία, ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Bacon in Moscow», γραμμένο από τον Άγγλο γκαλερίστα, επιμελητή και έμπορο τέχνης Τζέιμς Μπιρτς, αφηγείται την ταραχώδη και τολμηρή προσπάθειά του να οργανώσει μια πρωτοποριακή αναδρομή του έργου του Φράνσις Μπέικον στο πρόσφατα ανακαινισμένο Central House of Artists, στη Μόσχα, το 1988.
Τα αστεία περιστατικά αλλά και το χρονικό της γνωριμίας του Μπέικον με τον Μπιρτς κάνουν το αφήγημα απολαυστικό, καθώς συνέβαιναν ιστορίες κατασκοπείας, μια παρέλαση σοβιετικών αξιωματούχων, ακολούθων και πολιτικών και το πανταχού παρόν μάτι της KGB την εποχή του «Glasnost» λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ο Μπιρτς πάλεψε, αποφασισμένος, με την πεποίθησή του ότι η τέχνη μπορούσε να αλλάξει τις καρδιές και τα μυαλά, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος ξεψυχούσε.
Η γνωριμία του Μπιρτς με τον Μπέικον κράτησε δεκαετίες. Ήταν φίλος της οικογένειάς του και γνώρισε τον Μπέικον όταν ήταν επτά ετών και εκείνος πενήντα πέντε. Ο Μπιρτς θυμάται ότι ο Μπέικον ήταν κοινωνικός, με παρουσία μαγνητική, χαρισματικός, και μπορούσε να υποτάξει οποιονδήποτε απέναντί του, μέσω ενός συνδυασμού γοητείας και εξαιρετικών τρόπων, κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνιας στο χέρι.
Όταν ο Μπιρτς έγινε 15 ετών ο Μπέικον έπαψε να είναι απλώς ο γοητευτικός άντρας στα πάρτι και έγινε ένας καλλιτέχνης του οποίου η δουλειά τον ενδιέφερε βαθύτατα. Αγόρασε ένα αντίγραφο έργου του με το χαρτζιλίκι του και μαγεύτηκε με τους πίνακες που δεν μπορούσε να κατανοήσει πλήρως, αλλά συνειδητοποιούσε ότι αυτές οι εικόνες ήταν σαν να αντανακλούν ένα κομμάτι της αίσθησης της παραμόρφωσης που ένιωθε για τον εαυτό του.
Ο Μπέικον γνώρισε στον Μπιρτς το Colony Room, το διάσημο μπαρ της Muriel Belcher, ένα καταφύγιο ισότητας σε έναν άνισο κόσμο, όπως το περιγράφει ο Μπιρτς, με τοίχους γεμάτους έργα και φωτογραφίες και θαμώνες την Τέα Πόρτερ, τον Ντένις Χόπερ, τον Ντον Μακ Κόλιν, ανάμεσα σε άλλους πότες, καλλιτέχνες και πρόσωπα της νυχτερινής ζωής του Λονδίνου. Ο Μπέικον ήταν ο βασιλιάς, θυμάται ο Μπιρτς. Γενναιόδωρος, πάντα κρατούσε τα ποτήρια γεμάτα, πάντα με σαμπάνια και πάντα πληρώνοντας με μετρητά.
«Όταν ο Φράνσις κι εγώ μιλούσαμε, με καθήλωνε με το έντονο βλέμμα του και με έκανε να νιώθω ότι η απάντησή μου ήταν η μόνη απάντηση που τον ενδιέφερε – μια άλλη πτυχή του απέραντου καταναγκασμού του να αιχμαλωτίσει την καρδιά και την ψυχή κάποιου. Σπάνια μιλούσε για τη δική του τέχνη, αλλά στις λίγες περιπτώσεις που την ανέφερε, εστίαζε λιγότερο στην καλλιτεχνική του πρακτική και περισσότερο σε αυτό που ένιωθε ότι είχε να κάνει ακόμα. Ήταν θαυμαστής των ταινιών του Άντι Γουόρχολ και ήθελε να κάνει και αυτός ταινίες».
Ο Μπιρτς αποφάσισε να οργανώσει μια έκθεση με έργα του Μπέικον στη Μόσχα όταν την επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1986. «Κάθε καλλιτέχνης που συνάντησα, είτε σε βρόμικα στούντιο χρηματοδοτούμενα από το κράτος είτε σε άθλια διαμερίσματα, ανέφερε τον Φράνσις ως τον μοναδικό συνάδελφο καλλιτέχνη του οποίου το έργο σέβονταν.
Τα εμπόδια για να πάει το έργο ενός διάσημου δυτικού καλλιτέχνη πέρα από το Σιδηρούν Παραπέτασμα ήταν προφανώς ανυπέρβλητα. Ήταν σχεδόν αδύνατο για έναν δυτικό καλλιτέχνη να παρουσιαστεί στη Μόσχα από τη δεκαετία του 1920. Τη δεκαετία του 1980 βρισκόμασταν στη μέση του Ψυχρού Πολέμου, που είχε πυροδοτήσει έναν αγώνα πυρηνικών εξοπλισμών, αλλά ο πρόσφατα διορισμένος γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, είχε μόλις ψιθυρίσει τις λέξεις "γκλάσνοστ" και "περεστρόικα"».
Ο Μπέικον μπήκε σε αυτή την περιπέτεια απολαμβάνοντας τον κίνδυνο και την αβεβαιότητα. Ωστόσο, ενώ οι πίνακές του πήγαν στη Μόσχα με τη βοήθεια της Γκαλερί Marlborough και του Βρετανικού Συμβουλίου και υπό θωρακισμένη συνοδεία, αποφάσισε να μην κάνει το ταξίδι.
Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην κακή του υγεία και στο γεγονός ότι το Βρετανικό Συμβούλιο για λόγους προπαγάνδας ήθελε να κάνει ο ζωγράφος έναν εξαντλητικό γύρο δημοσίων εκδηλώσεων στη Μόσχα. Ο ίδιος το μόνο που ήθελε πραγματικά ήταν να πάρει το νυχτερινό τρένο για την Αγία Πετρούπολη και να δει τους Ρέμπραντ στο Ερμιτάζ. Για αυτόν, η έκθεση ήταν ένα μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Όταν άνοιξε η αναδρομική έκθεση του έργου του στο The Central House of Artists στις 22 Σεπτεμβρίου του 1988, 400.000 άτομα την επισκέφτηκαν σε διάρκεια έξι εβδομάδων, κάνοντας ουρές γύρω από το τετράγωνο μέρα και νύχτα για να μπορέσουν να μπουν μέσα.
Όλοι όσοι αφηγούνται ιστορίες για τον Μπέικον δεν μπορούν παρά να μιλήσουν για την ανυπέρβλητη γοητεία του. Ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ού αιώνα, ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη και εκδιώχθηκε από το συντηρητικό οικογενειακό του σπίτι, από τον πατέρα του, στα 16 του. Μετά από αυτό, διέσχισε το Βερολίνο και το Παρίσι πριν εγκατασταθεί στο Λονδίνο, με τα χρόνια της εκπαίδευσής του να τρέχουν παράλληλα με μερικά τα πιο βαθιά ανησυχητικά γεγονότα του 20ού αιώνα.
Ο Μπέικον προσέγγισε ανθρώπους και ζώα με μοναδικό και αλάνθαστο ένστικτο. Προσέγγισε το ανθρώπινο σώμα και το παραμόρφωσε, ενώ οι φιγούρες του, πιασμένες στις πιο ακραίες στιγμές της ύπαρξης, μόλις και μετά βίας είναι αναγνωρίσιμες είτε ως άνθρωποι είτε ως θηρία. Έφερε τα ζώα και την κίνησή τους που είχε παρατηρήσει στη φύση κατά τη διάρκεια ταξιδιών στη Νότια Αφρική μέσα στο λονδρέζικο στούντιό του, ενώ πάντα τον συντρόφευαν βιβλία άγριας ζωής και ειδικά αυτά με φωτογραφίες του Eadweard Muybridge του 19ου αιώνα με ανθρώπους και ζώα σε κίνηση.
Είτε επρόκειτο για χιμπατζήδες, ταύρους, σκύλους ή αρπακτικά πουλιά, ο Μπέικον ένιωσε ότι μπορούσε να πλησιάσει στην κατανόηση της αληθινής φύσης της ανθρωπότητας παρακολουθώντας την απρόσκοπτη συμπεριφορά των ζώων.
Στα πενήντα χρόνια της καριέρας του ο Μπέικον δεν έπαψε να εξερευνά το σεξ, την αγάπη, τον πόνο, την κρίση και την αναζήτηση της πνευματικότητας, σε έναν κόσμο που δεν είχε νόημα και να τα μεταφέρει στον καμβά του με τους πιο ισχυρούς προσωπικούς κώδικες. Κάθε του εικόνα μεταφέρει την υπαρξιακή αίσθηση του εαυτού και της αγάπης και της φυσικής αίσθησης του να είσαι ζωντανός.
Francis Bacon: Man and Beast