Ανοίγοντας την πόρτα του εργαστηρίου του Ηλία Καφούρου, στη γειτονιά των Ελληνορώσων, αντικρίζω έναν γοητευτικό και ήρεμο νέο με καταγάλανα μάτια και ευγενικό βλέμμα και έναν χώρο που είναι όπως περιμένει κανείς πως θα είναι, πάνω-κάτω, το εργαστήριο ενός εικαστικού.
Γεμάτος με εργαλεία, μελάνια, μισοτελειωμένα έργα και άλλα έτοιμα, τυλιγμένα με πλαστικά να στέκονται γερμένα στους τοίχους, άπειρες σημειώσεις. Τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτές του κοιτάνε σε ακάλυπτους πολυκατοικιών, στα διαμερίσματα απέναντι.
Ο Ηλίας έρχεται στο εργαστήριό του καθημερινά. «Αισθάνομαι την τέχνη μου συνδεδεμένη με την Αθήνα. Ίσως να μην την άντεχα χωρίς αυτό. Έρχομαι εδώ και δουλεύω από νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι και την υπόλοιπη μέρα την περνώ με την οικογένειά μου» μου λέει, εξηγώντας ότι πριν από δύο χρόνια έγινε και πατέρας.
Ένα μεγάλο κομμάτι του συστήματος της σύγχρονης τέχνης δεν με αφορά. Με αφορά οτιδήποτε προσανατολίζεται στην κατεύθυνση ενός πλαισίου που διευκολύνει την παραγωγή και επικοινωνία του έργου των καλλιτεχνών.
Όμως είχε μείνει μακριά απ' όλο αυτό για αρκετά χρόνια. Ένα ταξίδι στην Ινδία, στην ηλικία περίπου των 18 χρόνων, στάθηκε καθοριστικό για την εξέλιξή του. «Πριν από την εισαγωγή μου στην Καλών Τεχνών, ταξίδεψα με τον πατέρα μου στην Πούνα της Ινδίας. Ο ίδιος είχε επισκεφθεί λίγα χρόνια πριν το Άσραμ του Όσο και είχε έρθει σε επαφή με τον διαλογισμό και τις ενεργειακές θεραπείες.
Έτσι, πήγα με περιέργεια σε ένα πολύ εκκεντρικό και μυστήριο μέρος και άρχισα να βιώνω την εμπειρία του. Εκεί, σε μια μεγάλη οβάλ αίθουσα με μαλακό μαρμάρινο πάτωμα και συστάδες δέντρων για τοίχους, ξεκίνησα να εξασκώ κάποια τεχνική διαλογισμού από αυτές που διδάσκονταν στο καθημερινό πρόγραμμα και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα σε κατάσταση έκστασης. Αυτή η εμπειρία με συγκλόνισε και άλλαξε την αντίληψή μου για τα πράγματα. Δεν πήγα πουθενά αλλού στην Ινδία.
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, άρχισα να εκνευρίζω τους φίλους μου, κάνοντάς τους κατήχηση για τον διαλογισμό, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κινήσω το ενδιαφέρον τους προς αυτή την κατεύθυνση, ελπίζοντας πως θα βίωναν και εκείνοι την εμπειρία του θαυμαστού αυτού αόρατου κόσμου που είχα ανακαλύψει» μου λέει χαμογελώντας.
Όταν πέρασε στην Καλών Τεχνών της Αθήνας, τις πρώτες εβδομάδες ένιωθε τέλεια, μου λέει. Έπειτα όμως το συναίσθημα της επιτυχίας ξέφτισε και αναρωτιόταν τι έκανε εκεί. Αν και αγαπούσε τη σπουδή της ζωγραφικής, δεν μπορούσε, σε μεγάλο βαθμό, να συνδεθεί με τη σύγχρονη τέχνη και τη σημασία της. Είχε την πεποίθηση πως ήταν υπερεκτιμημένη και πως η ουσία της ζωής τής διαφεύγει.
Η Κόστα Ρίκα αποτελεί άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του Ηλία Καφούρου, που άρχισε να ξεδιπλώνεται όταν αποφάσισε να ταξιδέψει εκεί μαζί με κάποιους Έλληνες φίλους που είχε γνωρίσει στο Άσραμ του Όσο.
«Εκεί ζούσαμε στο τροπικό δάσος, αρχικά σε σκηνές, παρέα με την εξωτική πανίδα της περιοχής, μέσα σε μια τεράστια έκταση που είχαν αγοράσει δωρητές και μέτοχοι του εγχειρήματος. Κάναμε διαλογισμό, θεραπείες και σεμινάρια, όπως και στην Ινδία, και ταυτόχρονα κατασκευάζαμε σιγά-σιγά την απαραίτητη υποδομή για τη λειτουργία της κοινότητας.
»Το φυσικό περιβάλλον ήταν μαγικό: οι ήχοι από τα πουλιά και τα ζώα, η θεραπευτική ενέργεια του τροπικού δάσους, το οξυγόνο. Ήμουν στον παράδεισο. Στήναμε επικά πάρτι στη μέση του πουθενά και απολαμβάναμε τις τροπικές παραλίες που βρίσκονταν εκεί κοντά. Αυτά, για λίγους μήνες τον χρόνο».
Μου λέει ότι η μεγαλύτερη επιρροή στην τέχνη του προέρχεται από τη μουσική. «Η προσπάθειά μου να κατασκευάσω ένα εικαστικό σχήμα για τον τρόπο που λειτουργεί η ενέργεια εικονοποιήθηκε για πρώτη φορά στο μυαλό μου μέσα από ένα κομμάτι ψυχεδελικής τρανς μουσικής σε ένα πάρτι στην Κόστα Ρίκα, όπου είχα απορροφηθεί πλήρως από τους ήχους του κομματιού που κατέφθαναν ογκώδεις και γεμάτοι υφές από την ένταση των ηχείων και το μπάσο και έμοιαζαν με έπιπλα στα οποία είχα αναπαυθεί απολαυστικά, ώσπου τελείωσε το κομμάτι και εξαφανίστηκα μαζί με τον τελευταίο ήχο που σταδιακά χάθηκε στη σιωπή».
Με υποτροφία του ιδρύματος Fulbright, ο Ηλίας Καφούρος έζησε για λίγο και στη Νέα Υόρκη. Τον Ιούνιο του '14 βρισκόταν στον τελευταίο μήνα της υποτροφίας, όταν έλαβε ένα e-mail από τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Hermès, Pierre-Alexis Dumas, όπου του έγραφε ότι είδε τη δουλειά του στην ιστοσελίδα του και του άρεσε πολύ.
«Έπειτα με ρώτησε αν θα ήμουν διατεθειμένος να επισκεφθώ την Hermès στο Παρίσι, να με ξεναγήσουν στο μουσείο του οίκου, να γνωρίσω τους ανθρώπους και τη φιλοσοφία της εταιρείας και να συζητήσουμε πάνω στην πιθανότητα δημιουργίας ενός σχεδίου για μαντίλι. Φυσικά συμφώνησα με ενθουσιασμό και ορίσαμε το ραντεβού μας για το φθινόπωρο».
Έναν μήνα αργότερα έστειλε προσχέδια με τις προτάσεις του και του απάντησαν πως ήθελαν να προχωρήσουν με τρία από αυτά. «Από την πρώτη μας συνάντηση, τη συνεχή επικοινωνία και την παράδοση των τελικών σχεδίων μέχρι τις επισκέψεις για την παρουσίαση των ολοκληρωμένων πλέον μαντιλιών, η συνεργασία μας με γέμιζε χαρά και έμπνευση.
»Η αγάπη των ανθρώπων της Hermès για τη διαδικασία της δημιουργίας και τη λεπτομέρεια, ο σεβασμός τους προς τον δημιουργό και ο ενθουσιασμός τους για τις νέες ιδέες ήταν στοιχεία που με εντυπωσίασαν βαθιά».
Όμως ο Ηλίας Καφούρος παραμένει προσγειωμένος και συνεχίζει το έργο του στην Αθήνα. «Ένα μεγάλο κομμάτι του συστήματος της σύγχρονης τέχνης δεν με αφορά. Με αφορά οτιδήποτε προσανατολίζεται στην κατεύθυνση ενός πλαισίου που διευκολύνει την παραγωγή και επικοινωνία του έργου των καλλιτεχνών.
»Την παρούσα στιγμή αισθάνομαι σύγχυση. Θα ήθελα να επιστρέψω κάποια στιγμή στην Κόστα Ρίκα, να συναντήσω τους φίλους που έχω να δω χρόνια και να περάσω μερικές βδομάδες μαζί με την οικογένειά μου μέσα στο τροπικό δάσος. Επίσης, θα ήθελα να επαναλάβουμε το ταξίδι που είχαμε κάνει με αυτοκινούμενο τροχόσπιτο με τους φίλους μου στην Αμερική. Τα υπόλοιπα ταξίδια που θέλω να κάνω έχουν να κάνουν με την τέχνη».