Στο Παρίσι, ο οίκος Christie's εγκαινίασε την έκθεση «L'Enragé: Hommage à Jean Fautrier» και ξεκίνησε να πουλά έργα του Fautrier, με αφορμή τη δημοσίευση του catalogue raisonné του έργου του καλλιτέχνη, μετά από περίπου 40 χρόνια προετοιμασίας. Καθώς ο Fautrier ήταν λιγότερο γνωστός από άλλους ζωγράφους της εποχής του, σχεδόν παραγνωρισμένος, η πρώτη αναδρομική έκθεση του έργου του έγινε στο Musée d’Art Moderne de la Ville de Paris λίγο μετά τον θάνατό του το 1964.
Στην πιο «διάσημη» σειρά έργων του, που έχει τον τίτλο «Όμηροι» («Otages»), ο Fautrier εκφράζει τον θυμό, τον φόβο, το μίσος, την ανικανότητα, την τρυφερότητα και την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Οι φιγούρες μεταδίδουν μια ανησυχητική αίσθηση μοναξιάς, είναι κατηφείς και τα πρόσωπά τους αναδύονται σαν φαντάσματα από το σκοτάδι. Τα συγκεκριμένα έργα επηρέασαν, περισσότερο από τους Γάλλους νεότερους ομότεχνούς του, μια ομάδα νέων Γερμανών μεταπολεμικών καλλιτεχνών –ανάμεσά τους ο Gerhardt Richter, ο Anselm Kiefer και ο Georg Baselitz–, που διέκριναν στα χαρακωμένα στρώματα και τις σκληρές μάζες παχιάς χρωστικής ουσίας του Fautrier έναν τρόπο να αναμετρηθούν με το βίαιο παρελθόν της χώρας τους.
Ο μοναχικός, παράξενος, γαλήνιος, αυστηρός Γάλλος ζωγράφος υπήρξε ένα εμπνευσμένο παράδειγμα καλλιτέχνη που αγνοεί πολλούς από τους συνήθεις και περιττούς «κανόνες» της ζωγραφικής και που μέσα από αυτή την απόρριψη βρίσκει τη δική του εικαστική ευαισθησία.
Οι αδρές, πηγμένες, σκληρές σαν πέτρα επιφάνειες του Fautrier θύμιζαν τις ακατέργαστες υφές της καθημερινής ζωής. Ο André Malraux περιέγραψε αυτά τα έργα ως «ιερογλυφικά του πόνου», λέγοντας ότι αποδίδουν τα βάθη των ανθρώπινων συναισθημάτων με χρώματα. Σήμερα αυτό το στυλ είναι γνωστό ως Art Informel, προϊόν ενός κινήματος που αναδύθηκε στη Γαλλία μέσα από το χάος και την καταστροφή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υποστηρικτές του ήταν μια ομάδα από άτομα που είχαν υποφέρει από τη μάχη και έφεραν τα σημάδια και τα τραύματα της επιβίωσης, όπως ο Hans Hartung, ο Wols, ο Jean-Paul Riopelle και ο Jean Dubuffet.
Αν και εξέθετε θαρραλέα τα συναισθήματά του στον καμβά, ο Fautrier ήταν ένα αινιγματικό άτομο που σπάνια έδινε συνεντεύξεις και άφησε πίσω του ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του.
Η ζωή και η καριέρα του Fautrier ήταν παράλληλη με τις πολιτικές αναταραχές στη γενέτειρά του, τη Γαλλία. Γεννημένος στο Παρίσι το 1898, μετακόμισε στην Αγγλία με τη μητέρα του μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1908 και γράφτηκε στη Βασιλική Ακαδημία σε ηλικία 14 ετών. Στο Λονδίνο ανακάλυψε τους πίνακες του J.M.W. Turner, τα χρώματα των οποίων επρόκειτο να τον επηρεάσουν βαθιά.
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Fautrier επέστρεψε στη Γαλλία για να καταταγεί. Αποστρατεύτηκε το 1921 λόγω κακής υγείας και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συναναστρεφόταν μια ομάδα μποέμ συγγραφέων μεταξύ των οποίων οι René Char, Paul Eluard, André Malraux και Georges Bataille. Πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση στην Galerie Visconti το 1924.
Τα πρώιμα έργα του είναι σκοτεινά ιμπρεσιονιστικά: θολές νεκρές φύσεις και μοναχικά γυμνά. Επηρεασμένος από το σκοτάδι του Rembrandt και την ομίχλη του J. M. W. Turner, ξεκίνησε μια εκκεντρική σειρά μαύρων πινάκων με χαραγμένες γραμμές που διαλύονται στο φόντο. Για αυτή την période noire, όρο που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο καλλιτέχνης για τους πίνακές του, ο Malraux έγραψε ότι «αν και πρόκειται για λουλούδια και τοπία από έναν έντονο, λυρικό κόσμο, όταν τους βλέπω σκέφτομαι τα χαρακτικά του Goya».
Το 1928 ο André Malraux του πρότεινε να εικονογραφήσει ένα κείμενο της επιλογής του. Αποφάσισε να κάνει σχέδια για την «Κόλαση» του Δάντη. Μετά την υπογραφή του συμβολαίου με τον εκδοτικό Gallimard το 1930, τα έργα θεωρήθηκαν μη δημοσιεύσιμα λόγω της ενοχλητικής καινοτομίας τους, και μέχρι το 1945 το σχέδιο είχε εγκαταλειφθεί. Μια σειρά λιθογραφιών κατασκευάστηκε, ωστόσο, και παρουσιάστηκε το 1933 στην γκαλερί της Nouvelle Revue Française. Ο Fautrier εικονογράφησε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων το «L'Alleluiah» του Georges Bataille. Υπήρξε εξαιρετικός εικονογράφος και άφησε πίσω του σχέδια θαυμαστής τεχνικής και επιδεξιότητας.
Μετά από μια σύντομη περίοδο αναγνώρισης, η οικονομική ύφεση έβαλε τέλος στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία: αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και έζησε στις Άλπεις για αρκετά χρόνια, εργαζόμενος ως δάσκαλος του σκι και διευθυντής ενός ξενοδοχείου. Το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 τον κατέστρεψε, αφού ο έμπορος τέχνης Paul Guillaume έλυσε το συμβόλαιο που είχε μαζί του, το οποίο του είχε εξασφαλίσει ένα σταθερό εισόδημα.
Ο Fautrier δεν επέστρεψε στο Παρίσι παρά μόνο το 1940, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν άρχισε να ζωγραφίζει ξανά, εφευρίσκοντας μια φόρμουλα για να μπορεί να δουλέψει με τα πάντα, αναμειγνύοντας λάδι, ακουαρέλες, σκόνες, οτιδήποτε είχε στη διάθεσή του. Από αυτόν τον ριζοσπαστικό πειραματισμό προέκυψε ένα νέο, ημι-αφηρημένο ύφος, στο οποίο οι μορφές περιορίζονταν σε μια σειρά από σβησμένα, χωρίς άκρα σχήματα. Αυτές οι παραμορφωμένες φιγούρες έμοιαζαν να ενσαρκώνουν την τερατογένεση της εποχής του. Το 1941, τρεις πίνακες του Fautrier δωρίστηκαν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Οι «Όμηροι» («Otages») είναι μια σειρά που δημιουργήθηκε μεταξύ 1943 και 1945, όταν ο καλλιτέχνης διέμενε στο Maison de Santé στο Vallée-aux-Loups, ένα ψυχιατρείο στα προάστια του Παρισιού. Ο Fautrier είχε αποσυρθεί εκεί αφού συνελήφθη και κρατήθηκε για τέσσερις ημέρες ως μέλος της Αντίστασης τον Ιανουάριο του 1943. Από το δωμάτιό του άκουγε τους κρατούμενους να εκτελούνται από την Γκεστάπο στο κοντινό δάσος και η αγωνία που ένιωσε, σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης Sarah Wilson, ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα για τους πίνακες. Ακολούθησε η σειρά έργων «Traps», τα οποία εκφράζουν το τραύμα μέσα από ραγισμένες, σημαδεμένες και στιλβωμένες επιφάνειες. Αργότερα, το 1956, εξέφρασε την οργή του για τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία σε μια σειρά από κεφάλια με τίτλο «Partisans», στα οποία οι γραμμές κόκκινου χρώματος μοιάζουν με ξεραμένο αίμα.
Ο Fautrier άρχισε να ζωγραφίζει ξανά νεκρές φύσεις, που ο ένθερμος υποστηρικτής του, Γάλλος συγγραφέας Jean Paulhan περιέγραψε ότι απεικονίζουν έναν «υπερβολικό και τερατώδη κόσμο, βίαιο και καταχρηστικό, όπου τα αχλάδια είναι μεγαλύτερα και όπου τα λουλούδια σπάζουν. Βλέποντάς τα, ξεχνάει κανείς ότι τα φρούτα είναι φτιαγμένα για να τρώγονται, τα λουλούδια για να μυρίζουν και τα τοπία για να μας ηρεμούν», ενώ κάποιοι τίτλοι έργων του θυμίζουν παλιά τραγούδια της τζαζ όπως το «Sweet Baby» και το «I'm Falling in Love».
Εμπνευσμένος από τις πυρετώδεις χειρονομίες του Fautrier, ο Michel Tapié δημοσίευσε το «Un Art Autre» («Τέχνη άλλου είδους») το 1952. Αυτό το μανιφέστο πρότεινε μια μορφή τέχνης που έδινε έμφαση στα υλικά και το χρώμα έναντι των εικόνων, μια ενασχόληση με τα ακατέργαστα υλικά μέσα στον καμβά που θα αποτελούσε τον Tachisme, το ευρωπαϊκό ισοδύναμο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού που κυριαρχούσε στην Αμερική. Αυτή η μορφή τέχνης έγινε γνωστή ως Art Informel και χαρακτήρισε το έργο μιας ομάδας κυρίως Ευρωπαίων καλλιτεχνών, όπως ο Pierre Soulages, ο Antoni Tàpies και ο Dubuffet.
Ο Fautrier αρνήθηκε να κατηγοριοποιηθεί και απέρριψε την ιδέα ότι το έργο του ήταν απλή αφαίρεση. «Καμία μορφή τέχνης δεν μπορεί να δημιουργήσει συναίσθημα αν δεν φέρει κάποιο ίχνος του πραγματικού. Όσο μικροσκοπικό και αν είναι αυτό, όσο άυλο και αν είναι, αυτός ο υπαινιγμός, αυτό το μη αναγώγιμο θραύσμα, είναι το κλειδί του έργου. Το καθιστά κατανοητό – αποσαφηνίζει το νόημα, ανοίγει τη βαθιά βασική πραγματικότητά του στην ευαισθησία της νοημοσύνης. Επανεφευρίσκουμε μόνο αυτό που είναι, αναδημιουργώντας με αποχρώσεις του συναισθήματος την πραγματικότητα που ενσωματώνεται στην ύλη, τη μορφή, το χρώμα, προϊόντα της στιγμής που αλλάζουν σε αυτό που δεν μπορεί πλέον να αλλάξει», δήλωσε το 1957.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπεσε στην αφάνεια. Ο κόσμος ήθελε να ξεχάσει τα τραύματά του και τον πόλεμο και το έργο του θάφτηκε από τη λαμπερή αισιοδοξία της ποπ αρτ, αν και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Ζωγραφικής στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1960 και στην Μπιενάλε του Τόκιο το 1961.
Σήμερα το έργο του έρχεται πάλι στο προσκήνιο προκειμένου να μελετηθεί και δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Εκτός του ότι επηρέασε καθοριστικά τους νεότερους καλλιτέχνες, δημιούργησε ένα απολύτως πρωτότυπο και ανεξάρτητο έργο. Στο πλαίσιο των σημερινών κοινωνικών ανησυχιών και αισθητικών προτιμήσεων, είναι επίκαιρο το ιδιόρρυθμο, ημι-αφηρημένο, παραστατικό έργο του από τη δεκαετία του 1920.
Ο μοναχικός, παράξενος, γαλήνιος, αυστηρός Γάλλος ζωγράφος υπήρξε ένα εμπνευσμένο παράδειγμα καλλιτέχνη που αγνοεί πολλούς από τους συνήθεις και περιττούς «κανόνες» της ζωγραφικής και που μέσα από αυτή την απόρριψη βρίσκει τη δική του εικαστική ευαισθησία. Το ίδιο το χρώμα απέκτησε στο έργο του σταθερά αυξανόμενο ρόλο στην αναπαράσταση αντικειμένων, τοπίων και σωμάτων. Ο Fautrier δημιούργησε περίπλοκες, φωτεινές συνθέσεις, των οποίων οι εμφάσεις και οι υφές προκαλούσαν πάντα κάτι το ανησυχητικό.
Ο Γάλλος κριτικός Francis Ponge, ένας από τους πρώτους υποστηρικτές του Fautrier, γράφει: «Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να εκφράσουμε με τη γλώσσα, με επίθετα, αυτό που ο Fautrier εξέφρασε με τη ζωγραφική του».
«Ο Fautrier έχει πολλά κοινά με τον Giacometti: υπερέβαλε το μέσο του με τρόπο που ήταν ταυτόχρονα παρωδιακός και ευλαβικός, κιτς και αρχαϊκός» γράφει στους ΝΥΤ η Ρομπέρτα Σμιθ. «Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο Giacometti λέπταινε τα γλυπτά του σε κλίμακα σπιρτόκουτου στην Ελβετία, ο Fautrier βρισκόταν στο Παρίσι και ζωγράφιζε παχιά στρώματα, χρησιμοποιώντας γύψο και γκέσο. Έφτασε την τεχνική του impasto σε ακραίο σημείο, παραπέμποντας πότε στα πετρώδη ανάγλυφα των απολιθωμάτων, πότε σε γλάσο για κέικ. Κονιορτοποίησε τόσο τη διαδικασία όσο και τις επιρροές του σε επίπεδες θολές μορφές που μετέτρεπαν τα παραδοσιακά θέματα της νεκρής φύσης και του γυμνού σε υπέροχες σκιές του προηγούμενου εαυτού τους. Ο Chardin, ο Matisse, ο Dufy, ο Turner, ο Redon, ο Modigliani και ο Lascaux μοιάζουν να ενσωματώνονται σε αυτές τις σβησμένες, συμπιεσμένες επιφάνειες. Οι λίγες σκοτεινές κηλίδες και γραμμές του πίνακα "Κρεμασμένο πρόβατο" μετατρέπουν ένα γδαρμένο κουφάρι σε μια φασματική, αναπάντεχα ριζοσπαστική παρουσία».
«Στην τέχνη μετράει μόνο η ποιότητα της ευαισθησίας του καλλιτέχνη και η τέχνη είναι μόνο το μέσο εξωτερίκευσης, έστω και ένα τρελό μέσο, χωρίς κανόνες και υπολογισμούς. Η ζωγραφική είναι κάτι που μπορεί μόνο να αυτοκαταστραφεί, που πρέπει να αυτοκαταστραφεί για να επανεφεύρει τον εαυτό της» έλεγε το 1958 ο Fautrier.