ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ; Όταν ο Έντβαρτ Μουνκ ζωγράφισε το 1893 τη σκηνή που αποτυπώνεται στον πίνακα που σήμερα αποκαλούμε «Βαμπίρ», ο συσχετισμός της με τα δαιμονικά, αιμοβόρα πλάσματα της λαϊκής παράδοσης δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό.
Ο Μουνκ ονόμασε το έργο «Αγάπη και Πόνος», ένας λιγότερο βίαιος, πιο τρυφερός τίτλος για την εικόνα μιας γυμνής γυναίκας που σκύβει να φιλήσει τον αυχένα ενός απελπισμένου άνδρα. Κρατάει το κεφάλι του στην αγκαλιά της, με τις φλεγόμενες τούφες των μαλλιών της να τρέχουν στο πρόσωπό του, σαν φλέβες.
Μόλις όμως ο Νορβηγός καλλιτέχνης παρουσίασε τον πίνακα στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1890, ο φίλος του, κριτικός και λάτρης του αποκρυφισμού Στάνισλαβ Πριμπισέβσκι, είδε κάτι πιο δυσοίωνο: μια γυναίκα που ρουφάει τη ζωή από τον εραστή της. Εκείνος ήταν, και όχι ο Μουνκ, που έδωσε στον πίνακα τον τίτλο που έμεινε μέχρι σήμερα.
Ο Μπραμ Στόκερ δεν είχε ακόμη δημοσιεύσει τον «Δράκουλα» (1897). Όμως οι αιμοβόροι και απέθαντοι ήταν ευρέως διαδεδομένοι στη λαϊκή ευρωπαϊκή παράδοση. Ακόμα και ο Μουνκ έπιασε την αναλογία.
«Ένας συντετριμμένος άνδρας και το πρόσωπο ενός βαμπίρ που τον δαγκώνει στο λαιμό... Υπάρχει κάτι τρομερά ήρεμο και απαθές σ’ αυτή την εικόνα: μια απροσμέτρητη, μοιραία παραίτηση», είχε γράψει ο Πριμπισέβσκι. «... Η γυναίκα θα βρίσκεται πάντα εκεί, δαγκώνοντας αιωνίως με χίλιες γλώσσες οχιάς, με χίλιους δηλητηριώδεις κυνόδοντες».
Τον επόμενο μήνα, μία από τις πρώτες και πιο αναγνωρίσιμες εκδοχές του πίνακα θα επιστρέψει στο Μουσείο Μουνκ στο Όσλο, μετά από την αποκατάστασή του έργου από τους συντηρητές του μουσείου. Όπως πάντα, θα φέρει την ετικέτα «Βαμπίρ».
«Ήταν η χρονιά που αναδυόταν στο Βερολίνο η νέα γυναίκα», λέει η Sue Prideaux, συγγραφέας της βιογραφίας “Edvard Munch: Behind the Scream”. «Ο Ίψεν είχε γράψει την "Έντα Γκάμπλερ" [το 1890]. Ο Στρίντμπεργκ είχε έρθει στο Βερολίνο για να ανεβάσει τη "Δεσποινίδα Τζούλια". Η ιδέα της θανάσιμης γυναίκας στροβιλιζόταν στον αέρα».
Το ίδιο και η ιδέα των βαμπίρ. Σε μια παλαιότερη επιστολή του, λέει η Prideaux, έγραφε για την αγάπη του για τη Milly Thaulow, την (παντρεμένη) ερωμένη του, περιγράφοντάς την ως γυναίκα-βαμπίρ που υιοθετούσε τον ελεύθερο έρωτα. Ο Μπραμ Στόκερ δεν είχε ακόμη δημοσιεύσει τον «Δράκουλα» (1897). Όμως οι αιμοβόροι και απέθαντοι ήταν ευρέως διαδεδομένοι στη λαϊκή ευρωπαϊκή παράδοση. Ακόμα και ο Μουνκ έπιασε την αναλογία.
Ο Μουνκ ήταν 30 ετών όταν ζωγράφισε για πρώτη φορά τη σύνθεση, ένα από τα περίπου 15 μοτίβα στα οποία θα επέστρεφε σχεδόν ψυχαναγκαστικά (ένα άλλο είναι η διάσημη «Κραυγή», που ζωγραφίστηκε την ίδια χρονιά).
Πριν από αυτό, η πρώιμη ζωή του ως γιου στρατιωτικού γιατρού στο Όσλο (τότε Κριστιάνια) είχε στιγματιστεί από τον θάνατο, τη θλίψη και την απελπισία. Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση λίγες εβδομάδες μετά τα πέμπτα γενέθλιά του. Το 1877, η μεγαλύτερη, αγαπημένη του αδελφή Σόφι υπέστη την ίδια μοίρα – ο Μουνκ ήταν 14 ετών.
Ο καταθλιπτικός πατέρας του Μουνκ δεν υποστήριζε τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του και η εκπαίδευσή του υπήρξε κυρίως άτυπη. Ο νεαρός Έντβαρντ δραπέτευσε στο Παρίσι το 1889, όπου γνώρισε τον μετα-ιμπρεσιονισμό: τη γλαφυρή ενέργεια του Τουλούζ-Λωτρέκ, τη συναισθηματική πινελιά του Βαν Γκογκ – επιρροές που εμπλούτισε με σκανδιναβική μελαγχολία, αναπτύσσοντας ένα ύφος εκφραστικό της εσωτερικής ζωής, απομακρυνόμενος από την απλή, άμεση αναπαράσταση.
Θα αναπτύξει περαιτέρω τις ιδέες του στο μποέμ Βερολίνο, ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας όπου κατάφερε να βρει κάποια αποδοχή. (Ο άνδρας στο «Βαμπίρ» είχε ως πρότυπο τον φίλο του Μουνκ στο Βερολίνο, Σουηδό συγγραφέα Άντολφ – η ταυτότητα του γυναικείου μοντέλου παραμένει άγνωστη).
Το έργο, που γνώρισε αμέτρητες επεξεργασίες, ήταν μέρος μιας ομάδας 21 πινάκων που θα γινόταν αργότερα γνωστή ως «Η ζωφόρος της ζωής», μια αλληλουχία σκηνών που παρακολουθούν τη συναισθηματική εξέλιξη του ανθρώπου: άνθιση, πάθος, αγωνία και θάνατος (μια εκδοχή της Ζωφόρου, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης «Κραυγής», κρέμεται σε δική της αίθουσα στο Εθνικό Μουσείο της Νορβηγίας).
Το 2008 μια έκδοση του έργου πωλήθηκε στη Νέα Υόρκη για 38,1 εκατομμύρια δολάρια. Το 1988 ο πίνακας κλάπηκε από τον Πολ Ένγκερ, πρώην επαγγελματία ποδοσφαιριστή και μέλος συμμορίας. Αργότερα, το 1994, ο ίδιος έκλεψε την «Κραυγή» από την Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας. Ο Ένγκερ ήταν ένας αδέξιος, σχεδόν ερασιτέχνης κλέφτης. Και τις δύο φορές συνελήφθη και οι πίνακες επιστράφηκαν, αλλά το «Βαμπίρ» έμεινε με αρκετές γρατζουνιές.
Ο Μουνκ μπορεί να μην είχε αρχικά την πρόθεση η φλογερή γυναίκα του να θυμίζει βαμπίρ – τουλάχιστον όχι συνειδητά. «Αργότερα, περίπου το 1933, ο Μουνκ θα έλεγε ότι επρόκειτο απλώς για μια γυναίκα που φιλάει έναν άνδρα στο λαιμό», λέει η Prideaux. «Οι τίτλοι δεν είχαν πραγματικά σημασία γι' αυτόν, οπότε μερικές φορές άλλαζαν με την πάροδο των χρόνων».
Οι άνθρωποι γύρω του την έβλεπαν ως βαμπίρ, οπότε έγινε βαμπίρ. Οι πίνακές του συνδέουν το σεξ με τον θάνατο και την απελπισία, οπότε είναι ένας ταιριαστός τίτλος. Αλλά το παράδοξο είναι πάντα παρόν στο έργο του Μουνκ.
Σε μια ομιλία της στον οίκο Sotheby's φέτος, η φανατική θαυμάστρια του Μουνκ, Τρέισι Έμιν είπε ότι βλέπει τη γυναίκα όχι ως δαιμονική, αλλά αντιθέτως σα «να λικνίζεται και να προστατεύει – δεν βλέπω κάποιον να μπαίνει στον λαιμό κάποιου». «Ο πίνακας είναι ταυτόχρονα δυσοίωνος και τρυφερός», λέει η Prideaux. «Εξαρτάται από το πότε τον κοιτάς».
Με στοιχεία από The Telegraph