Όταν η συλλέκτρια Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ αγόρασε για το σπίτι της και μετέπειτα μουσείο στη Βοστώνη το 1896 την «Αρπαγή της Ευρώπης», το έκανε με το αλάθητο ένστικτο βάσει του οποίου συγκρότησε μία από τις σημαντικότερες συλλογές τέχνης παγκοσμίως.
Πλήρωσε ένα μυθικό για την εποχή ποσό για να αποκτήσει το έργο ενός Παλαιού Δασκάλου. Με την αγορά του έργου του Τιτσιάνο, το μουσείο σήμερα κατέχει έναν από τους σημαντικότερους πίνακες στην ιστορία της δυτικής τέχνης και τον σημαντικότερο αναγεννησιακό πίνακα που υπάρχει σήμερα στις ΗΠΑ.
Ο διάσημος αυτός πίνακας, μετά τη συντήρησή του, επανενώνεται με άλλους πέντε, αποτελώντας ένα σύνολο έξι έργων που βρίσκονται στον ίδιο χώρο για πρώτη φορά από τότε που δημιουργήθηκαν, τον δέκατο έκτο αιώνα. Πρόκειται για ένα μοναδικό γεγονός, με την έκθεση «Titian: Women, Myth & Power» που φιλοξενεί τα έργα να θεωρείται η πιο σημαντική που συμβαίνει στην Αμερική αυτό το φθινόπωρο.
Η ιστορία των έξι μνημειακών έργων ξεκινά, όταν, το 1548, ο Τιτσιάνο γνωρίζει τον πρίγκιπα Φίλιππο, που αργότερα έγινε βασιλιάς της Ισπανίας. Ο Φίλιππος, που ήταν τότε ήδη 60 ετών, έγινε ένας από τους κύριους προστάτες του ζωγράφου. Ως μανιώδης συλλέκτης που αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του Τιτσιάνο, ήθελε να δώσει στον ζωγράφο την ελευθερία να δημιουργήσει έναν κύκλο μεγάλων έργων ζωγραφικής για το παλάτι του.
Πρόκειται για πίνακες-ορόσημα που παρουσιάζονται στην έκθεση όχι μόνο ως αριστουργήματα αλλά και ως αντικείμενο διερεύνησης των δραματικών σκηνών και της απήχησής τους σε έναν κόσμο που τον απασχολούν ζητήματα φύλου, εξουσίας και σεξουαλικής βίας, τόσο επίκαιρα σήμερα όσο και την περίοδο της Αναγέννησης.
Μεταξύ των έργων που φιλοτέχνησε εκείνη την περίοδο, ανάμεσα σε αυτά και ένα εξαιρετικό πορτρέτο του ίδιου του Φίλιππου Β’, ολοκλήρωσε μια σειρά μυθολογικών πινάκων υπό τον τίτλο «Poesie» και με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Σε αυτήν ανήκουν τα έργα «Δανάη», 1553 (Μαδρίτη, Μουσείο ντελ Πράδο), «Αφροδίτη και Άδωνις», 1554 (Μαδρίτη, Μουσείο ντελ Πράδο), «Περσέας και Ανδρομέδα», 1553-62 (Συλλογή Wallace), «Η αρπαγή της Ευρώπης» (Μουσείο Γκάρντνερ, Βοστώνη), «Άρτεμις και Ακταίων, Άρτεμις και Καλλιστώ» (Συλλογή Ellesmere) και «Ο θάνατος του Ακταίονα» (Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου).
Οι συνθέσεις αυτές παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με παλαιότερα έργα του και έχουν θέματα δανεισμένα από τη μυθολογία, ωστόσο διακρίνονται για το ύφος τους, τα χρώματά τους και τις μεγαλύτερες διαστάσεις των απεικονιζόμενων μορφών. Ο Τιτσιάνο οραματίστηκε σε αυτά τα έργα επικές ιστορίες από την κλασική αρχαιότητα και τα ζωγράφισε με τρόπο που διαμόρφωσε το μέλλον της δυτικής τέχνης.
Πρόκειται για πίνακες-ορόσημα που παρουσιάζονται στην έκθεση όχι μόνο ως αριστουργήματα αλλά και ως αντικείμενο διερεύνησης των δραματικών σκηνών και της απήχησής τους σε έναν κόσμο που τον απασχολούν ζητήματα φύλου, εξουσίας και σεξουαλικής βίας, τόσο επίκαιρα σήμερα όσο και την περίοδο της Αναγέννησης. Μάλιστα, το μουσείο προσκάλεσε καλλιτέχνες, όπως η Μπάρμπαρα Κρούγκερ, προκειμένου να «συνομιλήσουν» με τα έργα του Τιτσιάνο και, χρησιμοποιώντας τους μύθους ή λεπτομέρειες των έργων, να δώσουν τη δική τους εκδοχή για το τι σημαίνει «ποίηση» στη δική τους εποχή και πώς αντηχούν τώρα αυτά τα μηνύματα, αμφισβητώντας ακόμα και τη δυναμική του φύλου και της δύναμης.
Με έμπνευση από τους μύθους όπως αναφέρονται στις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, ο Τιτσιάνο δραματοποιεί αρκετές ιστορίες βιασμών: η Ευρώπη, που απήχθη και βιάστηκε από τον Δία, βασιλιά των θεών, ο οποίος αποπλάνησε τη Δανάη, μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή, και την Καλλιστώ, που η Άρτεμις τιμώρησε, μεταμορφώνοντάς τη σε αρκούδα.
Το μουσείο, σε μια δήλωσή του σχετικά με την έκθεση, αναφέρει ότι «οι εικόνες του Τιτσιάνο για τη βία κατά των γυναικών απηχούσαν διαφορετικά τον δέκατο έκτο αιώνα σε σχέση με σήμερα. Το να εξετάζουμε αυτούς τους πίνακες δεν σημαίνει ότι συγχωρούμε τη βία αλλά ότι προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σημαίνουν για εμάς τώρα και πώς αντιμετωπίζουμε εμείς οι ίδιοι το επίμονο ζήτημα της σεξουαλικής επίθεσης».
Η χρήση του βιασμού ως εργαλείου πολέμου και κατάκτησης και η θέση των γυναικών στην κοινωνία της Αναγέννησης γίνονται ξανά θέμα συζήτησης με αφορμή την έκθεση για μια περίοδο της ιστορίας που ο πρωταρχικός στόχος του νομικού συστήματος και η Δικαιοσύνη είχαν διαμορφωθεί με όρους οικογενειακής τιμής και δεν ήταν λίγες οι φορές που το θύμα ήταν αναγκασμένο να συνάψει γάμο με τον επιτιθέμενο.
Ο ερωτισμός και η δύναμη που αποπνέουν οι πίνακες του Τιτσιάνο και κόσμησαν το παλάτι του Ισπανού μονάρχη αντανακλούν την περίοδο που ο ζωγράφος αφήνει πίσω του, ενώ βρίσκεται σε πλήρη ακμή, τα σκληρά περιγράμματα των έργων του και προσεγγίζει την ανθρώπινη φιγούρα με ένα απαλό περίγραμμα, σχεδόν ιμπρεσιονιστικά, επηρεάζοντας γενιές ολόκληρες ζωγράφων που ακολούθησαν.
Ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητα των έργων, η βασιλική συλλογή άρχισε να διασκορπίζεται, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ζωής του Φιλίππου, και τα έργα της ενότητας «Poesie» βρίσκονται σε όλη την Ευρώπη. Οι πίνακες ανήκαν στην ισπανική βασιλική συλλογή μέχρι το 1704, οπότε δόθηκαν στους Γάλλους. Αργότερα προστέθηκαν στη διάσημη συλλογή έργων τέχνης του Φιλίππου Β', δούκα της Ορλεάνης, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, όταν διασκορπίστηκαν και πουλήθηκαν.
Η Ισαβέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ αγόρασε το μόνο έργο της σειράς που βρίσκεται σε αμερικανικό έδαφος, όταν μετά τη Γαλλική Επανάσταση πέρασε από τη γαλλική βασιλική συλλογή στην Αγγλία. Ωστόσο δεν είναι ο μόνος πίνακας που είχε περιπετειώδη διαδρομή. Ο «Περσέας και η Ανδρομέδα» ανήκαν στον Φλαμανδό ζωγράφο Άντονι βαν Ντάικ, ο πίνακας της Δανάης ανήκε στον Ναπολέοντα και τον πήρε ο δούκας του Ουέλιγκτον, καθώς ο Ναπολέων υποχωρούσε.
Μόνο ένας πίνακας παραμένει σήμερα στην Ισπανία, στο Πράδο. Δύο ανήκουν από κοινού στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο και στην Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας στο Εδιμβούργο, που τα αγόρασαν πριν από δέκα χρόνια για περίπου 130 εκατομμύρια δολάρια. Τα άλλα ανήκουν στη συλλογή Wallace και στη συλλογή Wellington, στο Λονδίνο.
Το εγχείρημα της επανένωσης των έργων ήταν σχεδόν αδιανόητο. Τα έργα είναι εξαιρετικά εύθραυστα, τα ασφάλιστρα υψηλά και έπρεπε να επέμβει η βρετανική κυβέρνηση και να επιτρέψει τον δανεισμό του έργου από τη συλλογή Wallace, καθώς ο ιδρυτής της δεν επιτρέπει με τη διαθήκη του δάνεια, ενώ, εκτός από τα πολύπλοκα logistics, η πανδημία του κορωνοϊού έφερε κι άλλες καθυστερήσεις.
Ο Τιτσιάνο ξεκίνησε να ζωγραφίζει τα πιο τολμηρά, τα πιο όμορφα έργα του με δύο θέματα που είχε ζωγραφίσει και νωρίτερα, τη Δανάη, και την Αφροδίτη και τον Άδωνι. Ήταν ήδη πολύ διάσημος, γνωστός σε όλη την Ευρώπη στα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα ως ζωγράφος ενός «παλλόμενου νατουραλισμού που αναπήδησε από τη νέα σχέση μεταξύ της μορφής και του περιβάλλοντος».
Τα ονομάζει «ποίηση» σαν να θέλει να ανταγωνιστεί μια άλλη μεγάλη τέχνη σε κύρος. Οι ποιητικές φαντασιώσεις των μύθων περιστρέφονται γύρω από δύο μεγάλα ζητήματα, αυτά του ερωτικού πάθους και του θανάτου. Τα τολμηρά ζωγραφισμένα, γεμάτα αισθησιασμό γυναικεία σώματα «κλέβουν» την παράσταση από την αίσθηση του κινδύνου και της βίας που ελλοχεύουν, με πεδίο μάχης μεταξύ θνητών και θεών τον έρωτα αλλά και τις συνέπειες της επαφής θνητών και θεών.
Ο Τιτσιάνο σφράγισε με την τέχνη του τη ζωγραφική της Αναγέννησης. Πρωταγωνιστική καλλιτεχνική φυσιογνωμία της Βενετίας, χαρακτηρίστηκε ως ο «μεγαλύτερος τεχνίτης της ζωγραφικής» και πειραματίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του με μια τεχνική που χαρακτηρίστηκε πρωτοϊμπρεσιονιστική και επηρέασε κορυφαίες προσωπικότητες της τέχνης, από τον Θεοτοκόπουλο και τον Τιντορέντο μέχρι τον Ρενουάρ και τον Μπονάρ.