Τον Φεβρουάριο του 2019, ο Stéphane Breitwieser, ο πιο διάσημος κατά συρροήν κλέφτης έργων τέχνης που έδρασε κυρίως στη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες από το 2004 έως το 2011, συνελήφθη για ακόμα μια φορά στην πατρίδα του, στην Αλσατία.
Ενώ ζούσε με περιοριστικά μέτρα, από το 2016, προσπάθησε να πουλήσει στο e-Bay ένα κρυστάλλινο πρες παπιέ του 19ου αιώνα από το διάσημο εργοστάσιο κατασκευής κρυστάλλων και μουσείο Saint Louis που ανήκε στον οίκο Hermés. Στο σπίτι του στην πόλη Marmoutier, η αστυνομία ανακάλυψε επίσης ρωμαϊκά νομίσματα προερχόμενα από ένα αρχαιολογικό μουσείο και άλλα κομμάτια από τοπικές και γερμανικές γκαλερί, ενώ 163.000 ευρώ βρέθηκαν σε κουβάδες στο σπίτι της μητέρας του. Όπως φαίνεται ο 50χρονος «εραστής της τέχνης» δύσκολα θα άλλαζε συνήθειες, γιατί όπως περιγράφει και στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Confessions d'un Voleur d'art, που δημοσιεύθηκε το 2006, δεν έχει σημασία η αξία του έργου, σημασία έχει να μιλήσει το έργο «στην καρδιά του», γιατί τότε νιώθει ακατανίκητη έλξη και θέλει να το αποκτήσει.
Ο Breitwieser ήταν λίγο παραπάνω από 20 ετών όταν άρχισε να κλέβει, πρώτα υπαίθρια παζάρια με μεταχειρισμένα και αντίκες και στη συνέχεια μουσεία. Εκείνη την εποχή ο γάμος των γονιών του είχε μόλις λήξει επεισοδιακά, με τον πατέρα του να εγκαταλείπει την μητέρα του και αυτόν, και ως αποτέλεσμα η εγκαταλελειμμένη οικογένεια άρχισε να αντικαθιστά τις αντίκες με έπιπλα από το ΙΚΕΑ, κατρακυλώντας κοινωνικά, κάτι που του ήταν αφόρητο.
Η ικανότητα που ανέπτυξε στις υπαίθριες αγορές να περνά απαρατήρητος τον έκαναν να χτυπάει κάθε μέρα σχεδόν και σε ένα άλλο σημείο, κάνοντας «περιοδεία» σε μικρά μουσεία της Γαλλίας.
«Κοιτάζοντας κάτι όμορφο», εξηγεί, «δεν μπορώ παρά να κλαίω. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το καταλαβαίνουν, αλλά μπορώ να κλαίω για αντικείμενα».
Ο νεαρός άντρας γνώρισε εκείνη την εποχή, τη συνομήλική του Anne-Catherine Kleinklaus, μια εσωστρεφής κοπέλα με την οποία μοιραζόταν το ίδιο πάθος για την τέχνη και την περιπέτεια. Είναι το μοναδικό πρόσωπο που ο Breitwieser ερωτεύθηκε εκτός από τα έργα τέχνης που έκλεβε. Και έγινε συνεργός του.
Η πρώτη κλοπή έγινε όταν το ζευγάρι επισκέφθηκε ένα μουσείο στο γαλλικό χωριό Thann, στην Αλσατία. Όπως έχει γράψει η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν να το αποκτήσει και αυτό του θύμισε τη συλλογή όπλων του πατέρα του που πήρε μαζί του όταν έφυγε από το σπίτι. Ήταν ένα όπλο του 1730 σκαλισμένο στο χέρι, σε μια γυάλινη προθήκη. Το μουσείο ήταν μικρό, χωρίς φρουρό ή σύστημα συναγερμού, με έναν εθελοντή στο περίπτερο της εισόδου. Ο Breitwieser είχε στην πλάτη ένα σακίδιο και μπορούσε εύκολα να κρύψει το πιστόλι εκεί. Και το έκανε. Αργότερα είπε ότι δε μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Όταν μετά από χρόνια αποκαλύφθηκαν οι κλοπές του αποκάλυψε και την μέθοδό του. Εκείνος έφτανε στο στόχο του με τη φίλη του να παρακολουθεί. Πρόσεχαν αν το πάτωμα είχε σανίδες, οπότε άκουγαν βήματα ή μοκέτα, οπότε εκείνη καθόταν και έβηχε απαλά αν κάποιος πλησίαζε. Οι ομολογίες του πυροδότησαν μια έντονη συζήτηση για την έλλειψη πόρων και την ελλιπή ασφάλεια στα μικρά μουσεία.
Η πρώτη κλοπή έργου τέχνης έγινε τον Μάρτιο του 1995 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης σε ένα μεσαιωνικό κάστρο στη Βόννη. Εντυπωσιάστηκε από ένα έργο του Christian Wilhelm Dietrich και κατάφερε να βγάλει το έργο από το πλαίσιό του και να το κρύψει στο σακάκι του. Θα επαναλάμβανε την ίδια μέθοδο σε τουλάχιστον 170 άλλα μουσεία τα επόμενα χρόνια. Επισκεπτόταν περιφερειακά μουσεία και μικρές συλλογές όπου τα μέτρα ασφαλείας ήταν χαλαρά και έβγαζε τα έργα τέχνης από τα πλαίσιά τους.
Έκλεβε για χρόνια ανενόχλητος. Οι Breitwieser και Kleinklauss συνελήφθησαν για πρώτη φορά το 1997 με ένα τοπίο του William van Aelst που έκλεψαν από μια γκαλερί και ανήκε σε ιδιωτική συλλογή. Ο ιδιοκτήτης τους αναγνώρισε και τους απαγορεύτηκε η είσοδος στην Ελβετία μέχρι το 2000. Ωστόσο, συνέχισαν τις κλοπές τους εκτός Ελβετίας επιστρέφοντας μάλιστα πολλές φορές σε μουσεία και γκαλερί που είχαν κλέψει ξανά.
Τον Νοέμβριο του 2001 πιάστηκε να κλέβει ένα έργο του 1584, από το μουσείο Richard Wagner στη Λουκέρνη της Ελβετίας. Είχε αποτύχει να το κάνει την πρώτη φορά, επέστρεψε μετά από δυο μέρες αλλά τον υποψιάστηκε ένας δημοσιογράφος που ήταν και αυτός επισκέπτης της έκθεσης που ειδοποίησε τους φρουρούς και τον συνέλαβαν.
Ο Breitwieser πέρασε δύο χρόνια σε φυλακές στην Ελβετία πριν εκδοθεί στη Γαλλία. Εντούτοις, χρειάστηκε να περάσουν 19 ημέρες μέχρι να εκδώσουν οι ελβετικές αρχές το διεθνές ένταλμα έρευνας που απαιτείται για την αναζήτηση της μητέρας του. Μετά τη σύλληψή του στην Ελβετία, παραδέχτηκε ότι είχε κλέψει από το 1995 έως το 2001, 239 έργα τέχνης και άλλα εκθέματα αξίας 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων από 172 μουσεία και υπολογίστηκε πως έκανε μια κλοπή κάθε 15 μέρες. Οι κλοπές που έκανε ανέρχονται σε 250. Στην έρευνα που έγινε δε βρέθηκε κανένα έργο και ο ίδιος ομολόγησε μήνες αργότερα τις κλοπές, ενώ η μητέρα του Marielle Schwengel που ομολόγησε μήνες αργότερα την καταστροφή των έργων που είχε κλέψει ο γιος της είπε ότι δεν την πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό ότι τα έργα είχαν κλαπεί και πώς νόμιζε ότι είχαν αγοραστεί νόμιμα.
Σε ένα από τα πολλά δικαστήρια στα οποία παρέστη ως κατηγορούμενος είπε στον δικαστή «Μου αρέσει η τέχνη, αγαπώ όλα τα έργα τέχνης, τα έχω συλλέξει και τα κρατούσα στο σπίτι». Σε αντίθεση από άλλους κλέφτες δεν υπήρχε κανένα κίνητρο κέρδους. Από τις κλοπές συγκρότησε μια τεράστια προσωπική συλλογή, ιδιαίτερα με έργα του 16ου και 17ου αιώνα και ήταν σε θέση να θυμηθεί κάθε κομμάτι που έκλεψε. Μάλιστα, στη διάρκεια της δίκης έκανε και διορθώσεις στις περιγραφές των έργων.
Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, περίπου 110 έργα τα κρατούσε στην κρεβατοκάμαρά του και στο σπίτι της μητέρας του στο Mulhouse της Γαλλίας. Όταν συνελήφθη, η μητέρα του κατέστρεψε και πέταξε δεκάδες πίνακες και σχέδια, των Cranach, Bruegel, Boucher και Watteau, ανάμεσα σε άλλους, ρίχνοντας πάνω από εκατό έργα σε ένα κανάλι. Σαν καλή καθολική δεν κατέστρεψε ένα μεσαιωνικό γλυπτό μιας παναγίας που άφησε έξω από μια εκκλησία.
Από το δωμάτιό του, που ήταν πάντα σε ημίφως, ώστε το φως του ήλιου να μην αποχρωματίζει τα έργα ζωγραφικής μερικά από τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής τέχνης βρέθηκαν στο βυθό του καναλιού και από αυτά ανακτήθηκαν περίπου 100 κομμάτια ενώ άλλα 60 δεν έχουν βρεθεί με πολλούς να υποστηρίζουν ότι καταστράφηκαν. Η μητέρα του έβγαζε τα έργα από τις κορνίζες που τις πετούσε σε κάδους σκουπιδιών, με τους αστυνομικούς να μένουν έκπληκτοι με την αδιαφορία της μπροστά σε τόσο σημαντικά έργα τέχνης. Η ίδια ομολόγησε ότι είχε πετάξει εκτός από τους πίνακες αγγεία, κοσμήματα, κεραμικά και αγαλματίδια κάποια από τα οποία βρέθηκαν αργότερα. Στην αστυνομία είπε ότι ήταν θυμωμένη με το γιό της, ωστόσο η αστυνομία πιστεύει ότι ήθελε να καταστρέψει τα ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του.
Ο Breitwieser πέρασε δύο χρόνια φυλάκισης στην Ελβετία πριν εκδοθεί στη Γαλλία. Στις 7 Ιανουαρίου 2005 καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών από δικαστήριο στο Στρασβούργο. Έκτοτε, συνελήφθη δύο φορές για κλοπές σε τοπικά μουσεία. Τον Απρίλιο του 2011, η αστυνομία ανακάλυψε 30 ακόμη κλεμμένα έργα κατά τη διάρκεια έρευνας στο σπίτι του. Του επιβλήθηκε άλλη μια ποινή φυλάκισης τριών ετών το 2013.
Το πολυτιμότερο έργο που έκλεψε ήταν η Σύβιλλα, η πριγκίπισσα του του Cleves του Lucas Cranach the Elder από ένα κάστρο στο Baden-Baden το 1995, με εκτιμώμενη αξία 5-6 εκατομμύρια. Το έκοψε από μια έκθεση του οίκου Σόθμπι’ς λίγο πριν δημοπρατηθεί.
Ο Stéphane Breitwieser στο βιβλίο του έγραψε αναλυτικά τη μέθοδό του που είναι αξιοσημείωτη αφού είναι ένας από τους πιο παραγωγικούς και επιτυχημένους κλέφτες τέχνης που έδρασαν ποτέ. Σε καμία περίπτωση δε χρησιμοποίησε βία και τις κλοπές τις έκανε πάντα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Δούλευε σαν ταχυδακτυλουργός, μερικές φορές ήταν και οι φύλακες στην ίδια αίθουσα. Δίνοντας το dress code του επίδοξου κλέφτη συμβουλεύει να φορά φαρδύ σακάκι και να έχει έναν ελβετικό σουγιά μαζί του. «Να είστε φιλικοί στην ρεσεψιόν», συμβουλεύει. Σημειώστε τη ροή της επισκεψιμότητας και απομνημονεύστε τις εξόδους. Μετρήστε τους φρουρούς. Κάθονται ή περιπολούν; Ελέγξτε τις κάμερες ασφαλείας και δείτε αν καθεμιά από αυτές έχει καλώδιο - μερικές φορές είναι πλαστές».
«Η κλοπή έργων τέχνης για χρήματα είναι ανόητη». Χρήματα μπορεί να αποκτήσει κάποιος με πολύ λιγότερο κίνδυνο. Οι δικές του κλοπές είναι από αγάπη, από εμμονή, όταν αγαπά κάτι δε μπορεί να κοιμηθεί μέχρι να το αποκτήσει, δεν υπάρχει ανάπαυση μέχρι το αντικείμενο να γίνει δικό του. Τα άψυχα αντικείμενα του τρυπούν την καρδιά σαν βέλη, τον αποπλανούν. «Κοιτάζοντας κάτι όμορφο», εξηγεί, «δεν μπορώ παρά να κλαίω. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το καταλαβαίνουν, αλλά μπορώ να κλαίω για αντικείμενα».