Η country μουσική ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη στην Αμερική. Θεωρείται, άλλωστε, η εθνική μουσική των «λευκών» Αμερικανών.
Έχει τη βάση της στα λαϊκά άσματα Ιρλανδών μεταναστών που στις αρχές του 20ού αιώνα κατέβηκαν από τα Απαλάχια Όρη για να βρουν δουλειά στις αγροτικές εκτάσεις της νέας τους πατρίδας και στις βαμβακοκαλλιέργειες σφύριζαν μελαγχολικά τραγούδια ξενιτιάς και εκπατρισμού που αργότερα έμελλε να αξιοποιηθούν εμπορικά και να εξελιχθούν στο μουσικό ιδίωμα που ονομάστηκε «country».
Περίπου 100 χρόνια μετά την πρώτη επίσημη ηχογράφηση, αυτή η μουσική παράδοση έχει εμπλουτιστεί και «νοθευτεί» από πολλά άλλα ηχητικά παρακλάδια, ενώ, ακόμα κι αν στην πορεία εκθρονίστηκε από τη θέση του δημοφιλέστερου και πιο κερδοφόρου μουσικού είδους των ΗΠΑ, παραμένει σταθερά στις υψηλότερες θέσεις προτίμησης του μέσου Αμερικανού ακροατή.
Αρκεί μια ματιά στα charts του Billboard των τελευταίων εβδομάδων για να βγει το παραπάνω συμπέρασμα. Στην κορυφαία δεκάδα υπάρχει σχεδόν πάντα τουλάχιστον ένας country δίσκος με πολύ υψηλές πωλήσεις, ενώ σε χαμηλότερες θέσεις θα συναντήσει κανείς κι άλλους.
Η αφήγηση του πώς έφτασε μέχρι εδώ είναι ένα συναρπαστικό παραμύθι στη χώρα όπου οι λέξεις «ελπίδα» και «όνειρο» φαίνεται να μην εγκαταλείπουν ποτέ ακόμη και τους φαινομενικά πιο παραιτημένους από τη ζωή ανθρώπους.
Βέβαια, τις περισσότερες φορές πρόκειται για πολύ μέτριους δίσκους εμπορικής country. Είτε πρόκειται για εύπεπτη country pop είτε για «γραφική» παρεΐστικη country επίδοξων καουμπόηδων που τραγουδάνε για μπίρες, γκόμενες και κυνήγι, είναι άλμπουμ που βασίζονται στην ενστικτώδη οικειότητα που δημιουργεί ο country ήχος για να φτιάξουν τελικά κάτι που ελάχιστη σχέση έχει με την αυθεντική του πτυχή.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια γενιά ταλαντούχων μουσικών που έχουν ασχοληθεί την country κληρονομιά και την έχουν εξελίξει με σεβασμό προς τις πηγές της, αλλά φυσικά βρίσκονται εκτός του mainstream τοπίου και παίζονται ελάχιστα στο country ραδιόφωνο της χώρας τους, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί το επιδραστικότερο μέσο διαμόρφωσης των τάσεων στον συγκεκριμένο χώρο.
Όπως όμως συμβαίνει με όλες τις ωραίες ιστορίες, υπάρχει κι εδώ μια λαμπρή εξαίρεση στον κανόνα. Ονομάζεται Chris Stapleton και από πολλούς θεωρείται ο τελευταίος γνήσιος θεματοφύλακας της country παράδοσης. Η vintage country του συνδυάζει τον εμπορικό με τον αυθεντικό ήχο και ακούγεται σαν να προέρχεται κατευθείαν από τα ένδοξα για το είδος '70s, ενώ από το μείγμα δεν λείπουν οι southern rock, soul και blues επιρροές.
Το εντυπωσιακότερο στοιχείο απ' όλα, ωστόσο, είναι η μαζική αποδοχή της. Ο Αμερικανός τροβαδούρος έχει πουλήσει πάνω από δύο εκατομμύρια δίσκους τα τελευταία δύο χρόνια, έχει φτάσει έναν δίσκο του στην κορυφή του Billboard, έχει κερδίσει δύο Grammys και τα τραγούδια του παίζονται ασταμάτητα στα ραδιόφωνα της πατρίδας του.
Η αφήγηση του πώς έφτασε μέχρι εδώ είναι ένα συναρπαστικό παραμύθι στη χώρα όπου οι λέξεις «ελπίδα» και «όνειρο» φαίνεται να μην εγκαταλείπουν ποτέ ακόμη και τους φαινομενικά πιο παραιτημένους από τη ζωή ανθρώπους.
Chris Stapleton - Millionaire (Live From Jimmy Kimmel Live!)
O Stapleton γεννήθηκε το 1978 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη μικρή επαρχιακή πόλη Staffοrdsvile του Kεντάκι. Προερχόμενος από μια λαϊκή εργατική οικογένεια ανθρακωρύχων, αποφάσισε πως δεν ήθελε να καταλήξει κι αυτός στα ορυχεία κι έτσι ξεκίνησε να σπουδάζει μηχανικός. Γρήγορα, όμως, εγκατέλειψε τις σπουδές του και ακολούθησε το όνειρό του να γίνει μουσικός, φεύγοντας τελικά το 2001 για το Nάσβιλ, την πρωτεύουσα του country ήχου.
Εκεί υπέγραψε συμβόλαιο με μια μικρή, ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, αλλά δεν κυκλοφόρησε ποτέ κάποιο προσωπικό άλμπουμ με αυτήν. Για μια ολόκληρη δεκαετία παρέμενε αφανής ήρωας: έγραψε έξι τραγούδια που έδωσε σε άλλους μουσικούς κι έφτασαν στο Νο 1 των charts, χάρισε τις συνθέσεις του σε μεγάλους καλλιτέχνες, όπως η Adele και ο Peter Frampton, ενώ ο ίδιος πάλευε μάταια για την αναγνώριση με τις δύο άσημες μπάντες του, τους Steeldrivers και τους Jompson Brothers.
Το 2013 ήταν μια κομβική χρονιά για εκείνον. Υπέγραψε ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο στη Mercury Nashville, μια θυγατρική της Universal, αλλά το single «What are you listening to?» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο εκείνου του έτους πήγε τόσο άσχημα εμπορικά, που τον αποθάρρυνε κι έτσι δεν κυκλοφόρησε ολόκληρο το άλμπουμ που είχε γράψει.
Μαζί με την πίστη του στη μουσική του έχασε και τον πατέρα του εκείνη την περίοδο. Ο Stapleton πέρασε μια δύσκολη περίοδο ενδοσκόπησης, απομόνωσης και αλκοολισμού. Ευτυχώς, όμως, είχε τη γυναίκα του, την επίσης country μουσικό Morgane Haynes, η οποία τον αφύπνισε, πείθοντάς τον να ταξιδέψουν μέχρι το Φίνιξ, να αγοράσουν ένα παλιό τζιπ και να επιστρέψουν στο Nάσβιλ μέσω της ερήμου, κάνοντας ένα ταξίδι ψυχικής αναζήτησης και εξιλέωσης.
«Σκεφτόμουν πολύ τη μουσική και τον πατέρα μου, όλα τα πράγματα που θα του άρεσαν αν τα άκουγε και τα έβλεπε μπροστά του» είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του ο Αμερικανός μουσικός πριν από δύο χρόνια.
Σε αυτό το road trip, λοιπόν, εμπνεύστηκε το «Traveller», τον δίσκο που έμελλε να του αλλάξει ολόκληρη τη ζωή. Επεξεργάστηκε τις καλύτερες ιδέες των πιο επιτυχημένων συνθέσεών του, πάνω στις οποίες ξαναέγραψε στίχους προσαρμοσμένους στη νέα πραγματικότητα που βίωνε, συγκέντρωσε μια φοβερή ομάδα μουσικών και προσέλαβε ως παραγωγό τον Dave Cobb, τον άνθρωπο που θεωρείται πως με τις δουλειές του δίπλα στον Sturgill Simpson και στον Jason Isbell έχει αναβιώσει τον αυθεντικό, country ήχο.
Τελικά, το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2015 και γνώρισε αρχικά σχετικά χλιαρή αποδοχή, φτάνοντας ως το νούμερο 14 του Billboard με 27.000 πωλήσεις.
Όλα άλλαξαν στις 4 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου κατά τη διάρκεια της τελετής των CMA, δηλαδή των country μουσικών βραβείων της χρονιάς. Δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι κέρδισε το βραβείο του country δίσκου της χρονιάς όσο η εμφάνισή του δίπλα στον Justin Timberlake και η ερμηνεία τους στο τραγούδι «Tennessee Whiskey» του Allan Coe που υπάρχει και στο «Traveller».
Justin Timberlake & Chris Stapleton - CMA 2015 Performance
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν την εμφάνισή τους το άλμπουμ επανήλθε στο Billboard, παραμένοντας δύο εβδομάδες στην κορυφή του, με τις πωλήσεις να αυξάνονται κατά 6.000%. Η αξία του δίσκου όσον αφορά τη διαφύλαξη της country κληρονομιάς αναγνωρίστηκε από τους πάντες και αποτυπώθηκε στις ετεροχρονισμένες επανεκτιμήσεις τους.
Το άλμπουμ έχει αποσπάσει αμέτρητα βραβεία, με σημαντικότερο αυτό του Grammy του καλύτερου country άλμπουμ στην απονομή του 2016, ενώ μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από δύο εκατομμύριο αντίτυπα μόνο στη χώρα του, νούμερο ρεκόρ για τις δυσμενείς δισκογραφικά εποχές που ζούμε.
Φέτος, ο Chris Stapleton κυκλοφόρησε δύο δίσκους εν είδει ανθολογίας, τους «From a room: Volume 1» και «From a room: Volume 2». Και οι δύο έφτασαν ως το Νο 2 του Billboard, αποδεικνύοντας την καθιέρωση του Αμερικανού στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη.
Σε αυτές τις δύο κυκλοφορίες ρίχνει τους τόνους, πραγματοποιεί μια ακόμα πιο ποιοτική στροφή στις ρίζες της γηγενούς τραγουδοποιίας και δοκιμάζει το γούστο του μέσου Αμερικανού ακροατή.
Απ' ό,τι φαίνεται, ο Stapleton είναι ένας άνθρωπος που δεν πρόκειται ποτέ να προσαρμοστεί στο ραδιόφωνο της χώρας του για να πουλήσει περισσότερους δίσκους, μάλλον το country ραδιόφωνο είναι αυτό που αρχίζει να προσαρμόζεται στα μέτρα του για να ανεβάσει την ακροαματικότητά του.
Επιπλέον, ο Αμερικανός μουσικός αποτελεί υπόδειγμα ανθρώπου που δεν άφησε ποτέ το πάθος του για τη μουσική να σβήσει και να γίνει έρμαιο της μοίρας του. Μπροστά στο κύμα κακογουστιάς και role models προϊόντων του lifestyle που κυριαρχούν στα αμερικανικά charts, η ύπαρξη προσωπικοτήτων σαν του Chris Stapleton φαντάζει ανακουφιστική.
σχόλια