Μπορεί τα τελευταία πολλά χρόνια η Χριστιάνα να είχε αποτραβηχτεί από τα φώτα τής δημοσιότητας, όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο κόσμος την είχε ξεχάσει. Ίσα-ίσα... Τα τραγούδια της ακούγονταν συχνά-πυκνά στο ραδιόφωνο, με τους fans να ποστάρουν συνέχεια παλαιές και πιο νέες επιτυχίες της, με τις θεάσεις στο YouTube να εμφανίζονται μόνιμα ακμαίες και με τα σχόλια να αποδεικνύουν, απλά, την διαχρονική λατρεία, που έτρεφε για ’κείνην ο κόσμος.
Δεν ήταν, περαιτέρω, λίγες οι φορές όπου κάποιο από τα τραγούδια της θα διασκευαζόταν από νεότερους καλλιτέχνες, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτή την μοναδική φωνή, που έφτασε πολύ ψηλά με τελείως αθόρυβο τρόπο. Χωρίς το αναίτιο σπρώξιμο από τα μίντια, τον Τύπο κ.λπ., με μόνο εφόδιο τα καταπληκτικά φωνητικά προσόντα της και βεβαίως την διάθεσή της να προβάρει το καινούριο και να ανανεώνεται.
Το «Μίλα μου» αυτό το τέλειο τραγούδι του Robert Williams, που είπε (σε δεύτερη εκτέλεση) η Χριστιάνα με τον Δάκη το 1977, και που ήταν μεγάλη επιτυχία τότε, καθώς έπαιζε ανελλιπώς σε ραδιόφωνα και τζουκ-μποξ, ξαναήρθε στην επικαιρότητα το 2003-04, όταν το είπαν οι νεότεροι Μάρω Λύτρα και Κώστας Καραφώτης, ενώ και ο Μιθριδάτης το 2013 δεν αμέλησε να ραπάρει πάνω στο «Εσύ που μ’ αγαπάς» (των Κώστα Χαριτοδιπλωμένου-Φίλιππου Γράψα), που είχε πει η Χριστιάνα το 1986. Αφορμές πάντα υπήρχαν...
Φυσικά, πίσω απ’ όλα αυτά στέκεται η φωνή της, που είναι εκπληκτική, που δεν έχει φθαρεί από τα νυχτοκάματα των σέβεντις και που βρίσκεται στην εκφραστική ωριμότητά της – αλλά τώρα η Χριστιάνα δεν είναι μόνο φωνή, είναι και «εικόνα» μαζί, και βεβαίως κίνηση.
Μεγαλωμένη σε καλλιτεχνική οικογένεια, με αδελφή (Βασιλική Λαβίνα) και εξαδέλφη (Ελένη Βιτάλη) σημαντικότατες τραγουδίστριες, η Χριστιάνα ξεκινά δειλά την πορεία της στα πράγματα, νωρίς στην δεκαετία του ’70, όταν ήταν ακόμη κάτω από τα 20! Στην αρχή κάνει σεγόντα σε άλλους τραγουδιστές, πριν αρχίσει να χτίζει σιγά-σιγά ένα λαϊκό / ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο (τραγουδώντας βασικά συνθέσεις του Νάκη Πετρίδη).
Το 1973 θα συμμετάσχει στον δίσκο των Γιώργου Κατσαρού-Πυθαγόρα «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» [Philips], τραγουδώντας μαζί με τον Δημήτρη Μητροπάνο το κλασικό πια «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε», αλλά ο πολύς κόσμος θα συνειδητοποιήσει την φωνή της για πρώτη φορά, την επόμενη χρονιά, όταν η Χριστιάνα θα πει (μόνη της) το «Έβγα τελάλη μου» (των Νίκου Ιγνατιάδη-Φίλιππου Νικολάου), ένα περίεργο τραγούδι, με φολκλορικές αναφορές (ήταν της μόδας τότε), που ακούστηκε πολύ, πάρα πολύ.
Τότε εμφανίζεται μάλιστα και σ’ έναν δίσκο του Απόστολου Καλδάρα και της Σώτιας Τσώτου, που είχε τίτλο «Σκόρπια Φύλλα» [Philips, 1975], τραγουδώντας ξανά μαζί με τον Δημήτρη Μητροπάνο, χωρίς όμως να επαναλάβουν οι δυο τους την επιτυχία των «Κυθήρων», παρότι ο δίσκος είχε καλά τραγούδια (με ευγενή πολιτικά μηνύματα).
Είναι η εποχή όπου η Χριστιάνα αρχίζει να γίνεται «όνομα». Μπορεί να είναι νωρίς ακόμη για να ξεδιπλώσει το ταλέντο της στην πίστα, στο πάλκο, αλλά η επιτυχία είναι τέτοια, που την φέρνει να συνεργάζεται στα μεγάλα μαγαζιά της εποχής, όπως την Φαντασία, σαν ίση προς ίση με τους Σταμάτη Κόκοτα, Δούκισσα, Μιχάλη Μενιδιάτη, Δάκη κ.ά.
Οι δίσκοι, τα LP, αρχίζουν κι αυτά να έρχονται ένα-ένα περιέχοντας συχνά, σπουδαία ελαφρολαϊκά, τα οποία η Χριστιάνα, νεαρότατη ακόμη, ερμηνεύει με απίστευτη σιγουριά και με την στόφα της φτασμένης τραγουδίστριας.
Πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια της γίνονται επιτυχίες, καθώς ακούγονται συνεχώς στο ραδιόφωνο πρώτα-πρώτα, μα και στα μουσικά προγράμματα της τότε κρατικής τηλεόρασης.
Τέτοια τραγούδια ήταν τα «Γιαρέμ» (Γιώργου Χατζηνάσιου-Νίκου Γκάτσου), «Ξέχασέ με» (Λέο Λέανδρου – Σέβης Τηλιακού), «Όλο λέει, λέει» (Νίκου Ιγνατιάδη – Φίλιππου Νικολάου), «Μην ακούς που τραγουδώ» (Γιώργου Μανίκα – Σώτιας Τσώτου), «Τελειώσαμε λοιπόν...» (Θανάση Πολυκανδριώτη – Γιάννη Πάριου) και άλλα διάφορα.
Μην ακούς που τραγουδάω
Η αλήθεια είναι πως η πορεία της Χριστιάνας είναι συνεχώς ανοδική, καθώς πρωταγωνιστεί παντού – και όχι μόνο στην δισκογραφία και στα διάφορα κοσμικά μαγαζιά, μα ακόμη και στα εξώφυλλα των κοριτσίστικων, λαϊκών και οικογενειακών περιοδικών της εποχής, που έχουν τεράστια κυκλοφορία, μεταφέροντας την (έντυπη) πληροφορία παντού, ακόμη κι εκεί όπου δεν φθάνουν ακόμη τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά σήματα.
Συνήθως ο καλλιτέχνης επαναπαύεται σε μια μανιέρα που του έχει βγει, περιμένοντας πρώτα να την εξαντλήσει προκειμένου να κάνει –αν κάνει– ένα βήμα παρακάτω. Με την Χριστιάνα δεν συνέβη αυτό. Είναι πολύ νέα ακόμη, στα τέλη του ’70 και στις αρχές του ’80, κάτω από τα τριάντα της, έχει όρεξη για δουλειά και πάνω απ’ όλα έχει όραμα – και για το τραγούδι που πρόκειται να ερμηνεύσει, αλλά και για τον τρόπο, που θα το παρουσιάσει, ζωντανά, πάνω στην πίστα. Μετατοπίζεται έτσι από μία λαϊκή / ελαφρολαϊκή τραγουδίστρια προς μία μοντέρνα.
Η εποχή το σηκώνει. Έχει έλθει η ντίσκο στην χώρα, η οποία επηρεάζει σφόδρα και τα λαϊκά προγράμματα, όπως και την ανάλογη δισκογραφία (Γιάννης Φλωρινιώτης, Περικλής Περάκης κ.ά.).
Ο χορός και η εμφάνιση πάνω στη σκηνή αποκτούν άλλο νόημα. Το σώμα απενοχοποιείται και για τους άντρες (τραγουδιστές και σόουμαν), μα και για τις γυναίκες.
Η μοντέρνα τραγουδίστρια, πρέπει να ξέρει να «στέκεται» στην πίστα, να ξέρει να ντύνεται, να ξέρει να αλλάζει στυλ, και βεβαίως να ξέρει να κινείται και να χορεύει – και γιατί όχι και να υποκρίνεται ακόμη, να ενδύεται ρόλους.
Η Χριστιάνα το ψυλλιάζεται αυτό εγκαίρως, πριν απ’ όλες, ή εν πάση περιπτώσει πριν από πολλές συναδέλφισσές της και επενδύει πάνω του. Αρχίζει να διδάσκεται χορό και κίνηση – παράλληλα με τις αθλητικές δραστηριότητές της. Και μαζί μ’ αυτά έρχεται και μια ανανέωση στο ντύσιμό της, στο χτένισμά της, στην εμφάνισή της.
Μέσα σε λίγα χρόνια η Χριστιάνα αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας ντίβας. Μοντέρνας, βέβαια, και ευρωπαϊκής, όχι αμιγώς «λαϊκής», αλλά λαϊκής, δηλαδή αγαπητής από το πλατύ κοινό στο έπακρο. Μαθαίνει, οπωσδήποτε, από την παρουσία της δίπλα στον Γιώργο Μαρίνο στην Μέδουσα –τον μοναδικό σόουμαν, εξάλλου, που αναγνωρίζει– αρχίζοντας να προβάλλει στα προγράμματά της vamp χαρακτηριστικά, ου μην αλλά και camp μαζί.
Χρησιμοποιεί την φυσική γοητεία της, την οποία τονίζει με φανταχτερά ντυσίματα και «περίεργα» χτενίσματα, προκειμένου να επιβληθεί και μέσω αυτών πάνω στο πάλκο. Υπάρχει, δηλαδή, μία καλώς εννοούμενη αυτοπροβολή, σε συνδυασμό με συγκινησιακή ένταση, που διαβαθμίζεται έως τα όρια της υπερβολής και που στοιχειοθετεί επάνω της το camp επιστέγασμα. Μετασχηματίζει, με άλλα λόγια, την ουσία του λόγου της σε θέαμα, προσαρμοσμένο σε μία σχεδόν ανδρόγυνη φιγούρα.
Φυσικά, πίσω απ’ όλα αυτά στέκεται η φωνή της, που είναι εκπληκτική, που δεν έχει φθαρεί από τα νυχτοκάματα των σέβεντις και που βρίσκεται στην εκφραστική ωριμότητά της – αλλά τώρα η Χριστιάνα δεν είναι μόνο φωνή, είναι και «εικόνα» μαζί, και βεβαίως κίνηση.
Τραγουδάει με άνεση και κάνει επιτυχία ακόμη και disco tracks, όπως ήταν η διασκευή της στο “Doctor kiss kiss” των 5000 Volts, ως «Φώτα κι άλλα φώτα» και η ανάλογη στο “Disco tango” του Tommy Seebach («Χόρεψέ με ένα τανγκό») ή και (περίπου) ντίσκο σαν το «Τα μάτια σου» (Δάφνης Ζούννη – Τάκη Καρνάτσου) ή (περίπου) ρέγκε, σαν το «Τι να μας κάνει η νύχτα» του Κώστα Τουρνά.
Τι να μας κάνει η νύχτα
Και κάπου εκεί γνωρίζεται με τον όχι και τόσο γνωστό ακόμη Σταμάτη Κραουνάκη, ο οποίος έχει κάνει ήδη τα «Σκουριασμένα Χείλια» με την Βίκυ Μοσχολιού και που ψάχνει, και αυτός, κάτι νέο για να προτείνει.
Η Χριστιάνα είναι εκείνη η ξεχωριστή προσωπικότητα, που μπορεί να πάρει επάνω της το φορτίο των καινούριων τραγουδιών του (λαϊκά, ελαφρά και ενδιάμεσα), βασισμένα σε λόγια δικά του και της Λίνας Νικολακοπούλου (η πρώτη εκτεταμένη συνεργασία των δύο) και κάπως έτσι θα προκύψει το άλμπουμ «Σαριμπιντάμ... Θα Πει Τρελλαίνομαι» [Polydor, 1982].
Από ’κει θα γίνουν επιτυχίες ή εν πάση περιπτώσει θα ακουστούν περισσότερο τα τραγούδια «Το καλοκαίρι θα ’ρθει», «Σαραμπιντάμ», «Η νύχτα θέλει», «Κάθε βράδυ που θα φεύγεις» και «Μεσ’ στη ζωή σου θα μπω», αλλά υπήρχαν και άλλα καλά τραγούδια στον δίσκο, ή και καλύτερα ακόμη, όπως το «Να μην μπορώ να σ’ αγαπήσω» και το «Αίνιγμα».
Το 1985 η Χριστιάνα εμφανίζεται στον κινηματογράφο, καθώς την βλέπουμε στην ταινία του Ντίνου Μαυροειδή «Σενάριο» (πρωταγωνιστούσαν οι Μάρω Κοντού, Μάρθα Βούρτση, Νίκος Δημητράτος, Λάκης Λαζόπουλος κ.ά.), στην οποία τραγουδά, χορεύει και παίζει τελείως φυσικά, σαν να πρόκειται για μία αναγνωρισμένη πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ, ενώ την ίδια χρονιά ηχογραφεί κι ένα δίσκο με παλιά τραγούδια (ελαφρά βασικά) των Μίμη Πλέσσα, Μάνου Χατζιδάκι, Λυκούργου Μαρκέα κ.ά., που είχε τίτλο «Στα Μεσαία Κύματα» [Polydor].
Η πορεία της Χριστιάνας στην Polydor θα ολοκληρωθεί μ’ ένα μοντέρνο ποπ-ροκ άλμπουμ, αυτή την φορά, που είχε τίτλο «Η Νύχτα το Απαιτεί» (1986) και που περιλάμβανε στην πρώτη πλευρά του κομμάτια των Λάκη Παπαδόπουλου, Κώστα Χαριτοδιπλωμένου κ.ά. και στην δεύτερη των Δημήτρη Λέκκα-Δημήτρη Βενιζέλου. Πολύ καλός δίσκος –θα τολμούσαμε να πούμε ο ωραιότερός της–, με πολλά καλά τραγούδια, ερωτικά βασικά, τα οποία η Χριστιάνα ερμηνεύει εκπληκτικά!
Είτε αυτά είναι αργά, μπαλάντες, είτε γρήγορα και χορευτικά στα όρια του italo, η απόδοσή της είναι τέλεια. Είναι ολοφάνερο πως η τραγουδίστρια επιλέγει προσεκτικά το ρεπερτόριό της, λέγοντας πάντα τραγούδια που «της πάνε», χωρίς να καταφεύγει σε άσκοπα πειράματα.
Ακούστηκαν περισσότερο τα «Κάποιος να βάλει μουσική», «Εσύ που μ’ αγαπάς» και «Μα εγώ σε θέλω τόσο», αλλά το φοβερό είναι το «Την ώρα που το χάδι σου ζυγώνει» (Λάκης Παπαδόπουλος-Τάκης Καρνάτσος), ενώ σε υψηλά επίπεδα κινείται και η δεύτερη πλευρά του δίσκου (με τα τραγούδια των Λέκκα-Βενιζέλου).
Εσύ που μ' αγαπάς
Θα περάσουν τρία χρόνια για να ξανακάνει δίσκο η Χριστιάνα, με την μετακίνησή της σε μια νέα εταιρεία (μετά από πολλά χρόνια στην Polydor) να μην αλλάζει τα δεδομένα. Το άλμπουμ έχει τίτλο «Σ’ Απόσταση Αναπνοής» [Columbia, 1989] και διακρίνεται από τις πάντα υψηλές επιλογές τραγουδιών, που αυτή τη φορά είναι γραμμένα κυρίως από νέους συνθέτες (Θανάσης Καργίδης, Λάκης Καραβασιλίδης, Βασίλης Κελαϊδής).
Εντύπωση κάνει, για μία ακόμη φορά, το επίπεδο της φωνής της Χριστιάνας, που μετά από 20 χρόνια στο χώρο, στη νύχτα, δεν έχει χάσει ούτε ίχνος από τη δύναμη, την έκταση και το χρώμα της. Απ’ αυτό τον δίσκο ακούστηκε πολύ η «Κάρμεν» (Θ. Καργίδης-Λίνα Νικολακοπούλου), αλλά υπάρχουν κι άλλα –πολλά– ενδιαφέροντα τραγούδια («Άσε με λοιπόν» κ.λπ.).
Το επόμενο άλμπουμ είναι το «Σπασμένα Κομμάτια Φιλιά» [Virgin, 1992], σε νέα εταιρεία. Τα δεδομένα μπορεί να αλλάζουν άρδην στην δισκογραφία, αλλά οι επιλογές της Χριστιάνας είναι πάντοτε αυτές που πρέπει να είναι, καθώς τα καλά τραγούδια περισσεύουν κι εδώ – κάτι που δείχνει, πρώτον απ’ όλα, το δικό της αλάνθαστο αισθητήριο. Όλα τα κομμάτια «κουμπώνουν» στη φωνή της, ενώ οι ερμηνείες της είναι για μιαν ακόμη φορά φανταστικές («Σκεπάστε τα ραδιόφωνα», «Να ζήσω κι εγώ μια σταλιά», «Αυγουστιάτικο φεγγάρι», «Έφυγες» και ανάμεσα το «Οι καμάρες, που με κοιμήσανε» των Θανάση Καργίδη-Χρύσας Ρώπα).
Το «Φύλλο και Φτερό» [Lyra, 1994] σε μουσικές-στίχους των Νίκου Παραστατίδη-Γιώργου Κρητικού (δύο νέων δημιουργών) είναι ουσιαστικά το τελευταίο άλμπουμ της Χριστιάνας – η οποία βρίσκεται λίγο επάνω από τα 40 χρόνια της.
Σ’ αυτή την ηλικία πολλοί καλλιτέχνες είναι συνήθως στη μέση της διαδρομής τους και όχι στο τέλος της, ετοιμάζοντας νέα σχέδια και κατακτήσεις. Για την Χριστιάνα όμως οι αποφάσεις ήταν διαφορετικές και αυστηρά προσωπικές. Δεν σχετίζονταν εννοούμε ούτε με την ποιότητα της φωνής της, που πατούσε ακόμη κορυφή, ούτε με την έλλειψη ρεπερτορίου – καθότι η προσωπικότητά της ήταν τέτοια, που «εξανάγκαζε» το καλό τραγούδι να πέφτει... από μόνο του επάνω της. Φαίνεται εξάλλου τούτο και στο «Φύλλο και Φτερό», εκεί όπου το ένα διαμάντι διαδέχεται το άλλο!
Το ύφος είναι πιο λαϊκό εδώ, αλλά όχι λαϊκό του συρμού ή της πίστας. Είναι λαϊκό, έντεχνο, με τα μέτρα του ’90, με τα μπουζούκια και τους τζουράδες του Δημήτρη Μαργιολά να πρωταγωνιστούν, μαζί με τα πνευστά, που ήταν τότε στη μόδα (λόγω βαλκανικών επιρροών), τα ούτια, το ακορντεόν κ.λπ. Έχει κι ένα ethnic χρώμα το άλμπουμ, εννοούμε, βγάζοντας κι αυτό επιτυχίες, όπως το «Καθρέφτη, καθρεφτάκι» και «Το καπώ».
Από ’κει κάτω το όνομα της Χριστιάνας ακούστηκε ελάχιστες φορές, καθώς τραγούδησε σ’ ένα αφιέρωμα του Μπάμπη Γκολέ στον Σταύρο Τζουανάκο [Lyra, 1995], όπως και σ’ ένα ανάλογο του Παντελή Αμπαζή στον Γιώργο Ζαμπέτα [Nitro Music, 2001].
Τα χρόνια περνούσαν... και ο κόσμος, που ποτέ δεν ξέχασε την Χριστιάνα, αναζητούσε συνεχώς την παρουσία της, τη φωνή της, την προσωπικότητά της πάνω στην πίστα, στο πάλκο ή μπροστά από την κάμερα. Από την άλλη μεριά, όμως, σιωπή...
Μέχρι προχθές, όταν η σιωπή προς στιγμήν κατακυρίευσε τα πάντα, λίγο πριν μετατραπεί σ’ ένα απτόητο μπαράζ τραγουδιών και φωτογραφιών της στα μίντια, στο δίκτυο, παντού, που φανέρωσε μεμιάς, και δια παντός, την αληθινή λατρεία του κόσμου γι’ αυτήν τη σπάνια καλλιτέχνιδα.
Σκεπάστε τα ραδιόφωνα