Για την συνεργασία Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994) και Πάνου Τζανετή (1940-2009) –έζησαν και οι δύο 69 χρόνια, όπως φαίνεται από τις χρονολογίες–, είχαμε ακούσει και διαβάσει από παλαιά τα σχετικά, χωρίς να θυμόμαστε ιδιαίτερες λεπτομέρειες, αυτές, εννοούμε, με τις οποίες θα καταπιαστούμε τώρα. Γενικώς, επρόκειτο για μια συνεργασία του πάλκου, της σκηνής, ας την πούμε έτσι, που δεν ευτύχησε, τελικώς, να καταγραφεί και στην δισκογραφία.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που είχα δει στο σπίτι ενός συλλέκτη το σπάνιο εξώφυλλο από τον δίσκο 45 στροφών τού Μάνου Χατζιδάκι «Χαμένα Όνειρα» (1961), στην εταιρεία Ιλισός, με το σάουντρακ από την γνωστή, δραματική ταινία τού Αλέκου Σακελλάριου, με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Αντιγόνη Βαλάκου. Σ’ εκείνο το εξώφυλλο, στο πίσω μέρος του, αναγραφόταν το εξής: «Τραγουδούν αποκλειστικά στον Ιλισό: Νάνα Μούσχουρη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Παναγιώτης Τζανετής».
Αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε, γιατί εκείνη την εποχή, περί τα μέσα του ’90, δεν είχα ακούσει ποτέ, ή διαβάσει, κάτι σχετικό. Πως ο θαυμάσιος λαϊκός τραγουδιστής Πάνος Τζανετής είχε ηχογραφήσει(;) με τον Μάνο Χατζιδάκι! Ούτε φυσικά είχα δει ποτέ κάποιο σχετικό δίσκο ή μάλλον δισκάκι, όλα τα επόμενα χρόνια – αν και σ’ αυτά τα θέματα, γενικώς, δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ τι θα μπορούσε να πέσει κάποια στιγμή στα μάτια ή τ’ αυτιά σου. Συνεχώς ανακαλύπτονται ηχογραφήσεις από το παρελθόν, συνεχώς μαθαίνουμε καινούρια-παλιά πράγματα και συνεχώς πέφτουμε από τα σύννεφα – ιδίως με εκδόσεις του εξωτερικού, εκεί όπου το αρχειακό υλικό ήταν και είναι, πάντα, καλύτερα φυλαγμένο.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που είχα δει στο σπίτι ενός συλλέκτη το σπάνιο εξώφυλλο από τον δίσκο 45 στροφών τού Μάνου Χατζιδάκι «Χαμένα Όνειρα» (1961), στην εταιρεία Ιλισός, με το σάουντρακ από την γνωστή, δραματική ταινία τού Αλέκου Σακελλάριου, με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Αντιγόνη Βαλάκου. Σ’ εκείνο το εξώφυλλο, στο πίσω μέρος του, αναγραφόταν το εξής: «Τραγουδούν αποκλειστικά στον Ιλισό: Νάνα Μούσχουρη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Παναγιώτης Τζανετής».
Να ήταν «μύθος» λοιπόν η συνεργασία Μάνου Χατζιδάκι – Πάνου Τζανετή; Όχι βέβαια. Συνεργασία υπήρξε στη σκηνή κατ’ αρχάς, ενώ πριν από λίγο καιρό ο Δημήτρης Βασιλειάδης, της B-Other Side Records, ανάρτησε στο facebook το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του δίσκου, της εταιρείας Ιλισός, που ετοίμαζε ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Παναγιώτη (Πάνο) Τζανετή. Ένα εξώφυλλο απίστευτα σπάνιο προφανώς, κι ένα από τα λίγα που έχουν διασωθεί έως τις μέρες μας.
Ο δίσκος είχε τίτλο «Ο Τζανετής στη γειτονιά του Αγίου Παύλου με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι» (η γειτονιά του Αγίου Παύλου ήταν προφανώς αυτή του Μεταξουργείου), ενώ τα αναγραφόμενα τραγούδια ήταν τα: «Πικρά πουλιά», «Στον κάτω δρόμο», «Πάρε με απόψε» και «Αερικό».
Το «Αερικό» δεν μπορεί παρά να ήταν το γνωστό σε όλους μας, σήμερα, «Αερικό», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, που τότε (1960) δεν είχε ακόμη ηχογραφηθεί. Πρωτοηχογραφήθηκε από την Νάνα Μούσχουρη τον Σεπτέμβριο του 1962 (εκδόθηκε το 1985), ακούστηκε ευρέως για πρώτη φορά από τον Γιώργο Ρωμανό στην «Μυθολογία» (1966), ενώ υπάρχει και μια δισκογραφημένη εκτέλεση, που δεν πέρασε στο εμπόριο (υπάρχει μόνον σ’ ένα σπανιότατο test pressing 45άρι), με τους Γιώργο Ρωμανό και Ευγενία Συριώτη από το 1965.
Τα «Πικρά πουλιά» και «Πάρε με απόψε» είναι παντελώς άγνωστα ως τίτλοι, ενώ τραγούδι με τον τίτλο «Στον κάτω δρόμο» υπάρχει σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, αλλά η μουσική, εκεί, είναι του Σταύρου Ξαρχάκου (ακούγεται στο άλμπουμ «Νυν και Αεί» του 1974, από την Βίκυ Μοσχολιού). Φυσικά, δεν ξέρουμε αν το τραγούδι του 1960 είναι το ίδιο, στους στίχους του, μ’ εκείνο του 1974 ή αν πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό, γραμμένο από άλλον στιχουργό.
Στην πίσω μεριά αυτού του σπανιότατου εξωφύλλου υπάρχει ένα ανώνυμο κείμενο, γραμμένο πιθανώς από τον Μάνο Χατζιδάκι. Διαβάζουμε σχετικώς:
«Με τον Παναγιώτη Τζανετή, ο Χατζιδάκις συνεχίζει περίπου αυτό που άρχισε πριν τρία χρόνια με την Μούσχουρη. Να δώσει στο Ελληνικό τραγούδι τις αληθινές, τις φυσικές φωνές του, αυτές δηλαδή που το εκφράζουν και το αντιπροσωπεύουν, μ’ όλες εκείνες τις λεπτές και ιδιότυπες αποχρώσεις, χωρίς επιτήδευση και ξενικές επιρροές.
Με τον Τζανετή, βρισκώμαστε μπροστά σ’ ένα παιδί, μόλις είκοσι χρονώ, απ’ τη Χαλκίδα, που τραγουδά με ειλικρίνεια, άνεση κι ευγένεια και που η πρώιμη ανδρικότης του δεν του αφαιρεί τη δροσιά της νεότητάς του. Τραγουδά γιατί μπορεί, και νοιώθει την ανάγκη να τραγουδήση, με μιαν αλάνθαστη μουσική και ρυθμική αντίληψη.
Η τοποθέτησή του στις διάφορες συνοικίες ή νησιά, δεν χαρακτηρίζουν μόνο το περιεχόμενο των τραγουδιών που τραγουδά, μα και τον τοποθετούν κάθε φορά, φυσικά, μες στον σύγχρονο Ελληνικό χώρο, είτε μιας πολιτείας μεγάλης όπως η Αθήνα, είτε μιας περιοχής μικρής κι αδύναμης, όπως ένα νησί».
Προφανώς ορισμένα από τα τραγούδια του EP, 45 στροφών, να είχαν και κάποιες νησιώτικες αναφορές. Τι... πώς... κανείς δεν ξέρει.
Πώς συνέβη, όμως, η γνωριμία ανάμεσα στον Πάνο Τζανετή και τον Μάνο Χατζιδάκι;
Μιλάει γι’ αυτήν την γνωριμία του ο ίδιος ο Π. Τζανετής στην ιστορική, ραδιοφωνική εκπομπή «Λαϊκοί Βάρδοι» του αείμνηστου Πάνου Γεραμάνη. Η εκπομπή είναι ανεβασμένη στο YouTube κι εκεί ακούμε κάποια στιγμή τον Πάνο Τζανετή να λέει:
«Ξεκίνησα πιτσιρίκος. Δεκαπέντε χρονών παιδάκι είχα ανέβει στο παλκοσένικο, με μια κιθάρα στα χέρια κι άρχισα να τραγουδάω, στη Χαλκίδα βέβαια. Το ’58 έρχομαι στην Αθήνα και πάω στα “ταλέντα” του Οικονομίδη για να τραγουδήσω. “Σουτ και γκολ” φώναζε ο Οικονομίδης, “έλα να σε παρουσιάσω στο Γκρην Παρκ, πήγαινε κάνε αίτηση”. Αλλά, βεβαίως, θα ήταν λίγο δύσκολα τα πράγματα να κάνω αίτηση, γιατί εάν πήγαινα να κάνω κι έτρωγα καμιά χαστουκιά, που λέμε, και δεν πετύχαινα, θα ήταν άσχημο. Κι έτσι δεν την έκανα την αίτηση.
Κάποια μέρα κατεβαίνω στο στούντιο ΕΡΑ του Σήφη Σιγανού και με το που μπαίνω μέσα μου λέει ο Σήφης: “έλα δω ρε Παναγιώτη σε γυρεύουνε οι πάντες”. “Ποιοι πάντες;” του λέω “δεν καταλαβαίνω”. Τότε με ψάχνανε, μέσω ραδιοφώνου, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίμης Πλέσσας... ψάχνανε να με βρούνε. Και μου λέει ο Σήφης: “αύριο θα σε περιμένει ο Χατζιδάκις στου Φλόκα, στο ζαχαροπλαστείο”.
Εγώ, όταν μου τα ’λεγε αυτά, ξέρεις, κάπου χάζεψα: “τι λέει τώρα ο άνθρωπος;” είπα. “Εγώ να συναντήσω τον Χατζιδάκι; Ποιος είμαι ’γω;”, δηλαδή μου φάνηκε περίεργο. Και του λέω: “σοβαρολογείς Σήφη ότι με θέλει ο Χατζιδάκις;”.
Και πράγματι λοιπόν μου λέει πως αύριο το μεσημέρι, στις 2 η ώρα, θα πρέπει να πάω στου Φλόκα και θα ’ναι εκεί ο Χατζιδάκις. Και πάω λοιπόν την άλλη μέρα κι έρχεται ο Χατζιδάκις. Έρχεται λοιπόν και μου λέει: “τραγουδάς καλά;”.
Εγώ τότε τι να πω σ’ αυτόν τον κολοσσό; Ο άνθρωπος ήτανε φοβερός. Του λέω: “δάσκαλε αυτό θα το κρίνετε εσείς, εγώ δεν μπορώ να πω τίποτα”.
Και με παίρνει λοιπόν απ’ το χέρι και με πάει στο σπίτι του. Κάθεται στο πιάνο και αρχίζει να μου παίζει τα τραγούδια του, γιατί έπρεπε να ξεκινήσω με δικά του τραγούδια. Έπαιζε λοιπόν τα δικά του τραγούδια, του τα ’λεγα, ενθουσιάστηκε και μου λέει: “σε δέκα μέρες κάνουμε συναυλία στο Κεντρικόν. Έλα αύριο από το ραδιόφωνο”, καθότι έπρεπε να περάσω και από την επιτροπή της ραδιοφωνίας.
Και πάω λοιπόν την άλλη μέρα στο ραδιόφωνο, περνάω από την επιτροπή –βεβαίως δεν χρειάστηκε κάτι ιδιαίτερο– και κάνω πρόβα, απ’ ευθείας, για να πάμε στο Κεντρικόν να κάνουμε τη συναυλία.
Περνάω από την επιτροπή λοιπόν και ετοιμαζόμαστε με την ορχήστρα τής ραδιοφωνίας να κάνουμε τη συναυλία στο Κεντρικόν, στην οποία θα λαμβάναμε μέρος εγώ, η Νάνα Μούσχουρη, ο Γιώργος Μούτσιος, ενώ το πρόγραμμα θα το παρουσίαζε ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
Ήταν μια φανταστική συναυλία, το 1960, πριν φύγω για το Στρατό. Ενθουσιάστηκε ο Χατζιδάκις! Είχα φοβερή επιτυχία, πάρα πολλή, και ήταν τότε, όταν πήρε την απόφαση ο Χατζιδάκις να φύγει από την Κολούμπια, που έκανε όλα του τα έργα, για να φτιάξει μια δικιά του εταιρεία, τον Ιλισό.
Ετοιμάζει λοιπόν τα τραγούδια που ήταν να πω –οι τίτλοι τους ήταν “Πικρά πουλιά”, “Στον κάτω δρόμο”, “Πάρε με απόψε” και “Αερικό”– τέσσερα κομμάτια. Μάλιστα οι δίσκοι, για πρώτη φορά, θα μπαίνανε σε φακέλους γλασέ, με φωτογραφίες, φανταστική δουλειά! Ο Χατζιδάκις με λάτρευε σαν φωνή.
Λοιπόν, έρχεται η ειδοποίηση να πάω στο Στρατό. Του λέω του Μανώλη ότι πρέπει να φύγω για να πάω στο Στρατό και μου λέει: “άιντε πήγαινε και με την πρώτη ευκαιρία θα κοιτάξω να σε κατεβάσω, για να κάνουμε τα τραγούδια”.
Βέβαια εγώ, όταν πήγα στο Στρατό δεν ήθελα να γυρίσω, εν πάση περιπτώσει δεν κατέβηκα, με την εταιρεία δεν είχα πλέον καμία συνεργασία και όταν απολύθηκα πια άρχισα να δουλεύω στα μαγαζιά».
Εν ολίγοις εξώφυλλα τυπώθηκαν, βιαστικά θα λέγαμε, αλλά ηχογραφήσεις δεν έγιναν ποτέ. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, ούτε μπομπίνες, ούτε test pressings. Αν είχε μπει στο στούντιο ο Πάνος Τζανετής, με τον Μάνο Χατζιδάκι, το 1960, θα το θυμότανε, και θα το έλεγε στον Πάνο Γεραμάνη. Από την στιγμή που δεν το είπε είναι, ως φαίνεται, μάταιος ο κόπος να ψάχνουμε για ηχογραφήσεις...
Όταν κάποια στιγμή απολύθηκε ο Τζανετής από τον Στρατό, μέσα στο 1963, τι συνέβη; Ξανασυνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι; Θα το δούμε κι αυτό...
Ας πούμε λοιπόν, τώρα εδώ, πως ο Πάνος Τζανετής δεν ξεκίνησε ως λαϊκός τραγουδιστής, αλλά ως ελαφρός. Πολύ πιθανώς, δε, για να μην πούμε σίγουρα, ελαφρά θα ήταν και τα τραγούδια που θα του είχε ετοιμάσει ο Μ. Χατζιδάκις, το 1960. Όπως ελαφρά ήταν και τα πρώτα τραγούδια που πέρασε ο ίδιος ο Π. Τζανετής στην δισκογραφία, μέσα στο 1963.
Λέμε για τα «Το καράβι περιμένω» των Σπύρου Παΐζη-Αλέκου Μπρίφα, «Τραβώ κουπί» των Κώστα Πρέντα-Γιώργου Σαντοριναίου και «Γέλα παλιάτσο» των Αλέκου Γεωργιάδη-Αντώνη Πλωμαρίτη, όλα σε δύο δισκάκια της εταιρίας Athénée.
Μάλιστα, το «Τραβώ κουπί» είχε διαγωνισθεί και στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού (11-13 Σεπτεμβρίου 1963) στη Θεσσαλονίκη, όπως και ένα ακόμη τραγούδι, πάντα με τον Πάνο Τζανετή στην ερμηνεία, το «Δεν θα ’ρθω άλλο δειλινό» (Χρήστος Μποζίκης-Δημήτρης Σουμαλεύρης), που δεν ξέρουμε αν έχει ηχογραφηθεί. Και τα δύο αυτά τραγούδια δεν διακρίθηκαν στο φεστιβάλ.
Πριν, όμως, από την εμφάνιση τού Πάνου Τζανετή στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού, στην Θεσσαλονίκη, έχουμε τη δεύτερη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Στις 18 Ιουνίου 1963 ανεβαίνει στο Θέατρον Παρκ, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, η παραγωγή του Θεόδωρου Κρίτα «Μαγική Πόλις», μια μουσική παράσταση με τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη, με σκηνικά του Μίνου Αργυράκη, χορογραφίες του Μανώλη Καστρινού και σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά.
Η παραγωγή πίστευε πως η συνύπαρξη των δύο κορυφαίων συνθετών, που είχαν ήδη γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά (1962) μεγάλες πιένες με τα έργα «Οδός Ονείρων» (Θέατρον Μετροπόλιταν) και «Όμορφη Πόλη» (Θέατρον Παρκ), θα πολλαπλασίαζε εκείνη την επιτυχία. Συνέβη, όμως, το αντίθετο. Η επιτυχία υπήρξε πρόσκαιρη και μικρή, γρήγορα άρχισαν οι αποχωρήσεις, ενώ το πρώτο 10ήμερο του Σεπτέμβρη η παράσταση είχε κατεβεί...
Πάντως η αρχή ήταν εντυπωσιακή. Πέρα από τα τραγούδια των Μ. Χατζιδάκι και Μ. Θεοδωράκη, στην παράσταση θα ακούγονταν επίσης τραγούδια των νεαρών (τότε) Μάνου Λοΐζου και Χρήστου Λεοντή (στο ενδιάμεσο των τραγουδιών των δύο μεγάλων συνθετών), στην ορχήστρα θα συμμετείχαν διακεκριμένα ονόματα, με πρώτον και καλύτερον τον Γιώργο Ζαμπέτα (εκεί και ο άγνωστος ακόμη τότε Δήμος Μούτσης στη φυσαρμόνικα), στο τραγούδι θα ακούγονταν οι Λάκης Παππάς, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Κλειώ Δενάρδου, Ντόρα Γιαννακοπούλου κ.ά., ενώ υπήρχε επιπλέον και μεικτή χορωδία μέλος της οποίας ήταν, ανάμεσα σε πολλούς και πολλές, η επίσης άγνωστη τότε Μαρία Φαραντούρη.
Το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα τα περιγράφει με τον γνωστό λαϊκό, γλαφυρό και άμεσο τρόπο του ο Γιώργος Ζαμπέτας στο βιβλίο τής Ιωάννας Κλειάσιου “και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου” / Γιώργος Ζαμπέτας βίος & πολιτεία [Εκδόσεις Ντέφι, 1997].
«Διευθύνει ο Χατζιδάκις τη μια ώρα, κάναμε λίγο διάλειμμα κι ο Θεοδωράκης την άλλη ώρα. Όρθιος εγώ με το μπουζούκι, τραγουδάει και παίζει ο Μπιθικώτσης, ο Λάκης Παππάς με την κιθάρα, κι έλεγε κι ένα τραγούδι του Χατζιδάκι σόλο με την κιθάρα. Χαμός γινότανε κάθε βράδυ. Δεν είχε ακριβό εισιτήριο, το κανονικό της εποχής εκείνης, εισιτήριο θεάτρου. Ήτανε μουσικό θέατρο, χωρίς πρόζα όμως. Περνάνε οι μέρες, αρχίζουνε οι διαρροές. Φεύγει ο Λάκης ο Παππάς και φέρνουνε τον Παναγιώτη τον Τζανετή. Αυτόν τον βλάκα, γιατί πρόκειται για άμυαλο που δεν του άξιζαν αυτά τα τραγούδια που είπε. Τον φέρνουνε λοιπόν, αλλά άρχισαν να μην παρουσιάζονται ούτε ο Χατζιδάκις ούτε ο Θεοδωράκης, και μη παρουσιαζόμενοι αυτοί το θέατρο άρχισε να κάθεται, να παίρνει τα πίσω».
Ο Πάνος Τζανετής, δηλαδή, δεν ήταν από την αρχή στο «θίασο», γι’ αυτό και δεν αναφέρεται στο πρόγραμμα, καθώς ήρθε αργότερα, αντικαθιστώντας τον Λάκη Παππά. Τώρα το γιατί τον είχε αποκαλέσει «βλάκα» ο Γιώργος Ζαμπέτας δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε.
Ο νεαρός Τζανετής δεν είχε μια σταθερή γραμμή στην διαδρομή του. Ήταν, πώς να το πούμε, κάπως ερασιτέχνης, κάπως έξω από τα πράγματα. Πιθανώς να είχε δει διάφορα που συνέβαιναν στο χώρο, και να δυσανασχετούσε. Εξάλλου το γεγονός ότι αποσύρεται το 1968 και σταματά να τραγουδά επαγγελματικά, για πολλά χρόνια (άλλαξε επάγγελμα βασικά, αφού δούλεψε ως ταξιτζής) δείχνει ότι ζοριζόταν μέσα στα κυκλώματα των μαγαζιών και της δισκογραφίας. Ο Ζαμπέτας στο ίδιο βιβλίο, πιο κάτω, λέει πως ο Τζανετής έφευγε συχνά από τα σχήματα των κέντρων και πως δεν ήταν εύκολο να συνεργαστεί μαζί του, πως ήταν «ακατάστατος» και πως «γι’ αυτό δεν μπόρεσε αυτό το παιδί να κάνει τίποτα».
Έχει ενδιαφέρον, όμως, και η συνέχει της αφήγησης του Γιώργου Ζαμπέτα, πάντα από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου, που «πιάνει» την στροφή του Τζανετή από το ελαφρό τραγούδι στο λαϊκό, στο οποίο και θα διέπρεπε τα επόμενα (λίγα) χρόνια. Διαβάζουμε:
«Μια μέρα στο Παρκ, στα καμαρίνια, έρχεται ο Τζανετής, που τραγούδαγε κι αυτός στην παράσταση, με διπλαρώνει και μου λέει, δάσκαλε, να σου πω κάτι; Όχι και δάσκαλε, του λέω, τι θέλεις Παναγιώτη; Να σου πω ένα τραγούδι να με ακούσεις, διαφορετικό τραγούδι απ’ αυτά που λέω για να ακούσεις. Καλά, πάμε, του λέω. Θα σου πω τον Μπαρμπά Θωμά, ένα τραγούδι του Μητσάκη, λέει. Σκέφτηκα, αυτός και να θέλει να πει αυτό το τραγούδι, ένα λαϊκό καθαρά τραγούδι; Για να τον ακούσω. Τσακώνω το μπουζούκι, τραγουδάει αυτός. Κόκαλο εγώ. Για ξαναπεσ’ το, του λέω. Το ξαναλέει. Καλός. Του λέω, τώρα τελειώνουμε από δω, είχε πάει Οκτώβρης (σ.σ. Σεπτέμβρης), εγώ θα πάω στου Χειλά, ό,τι κι αν κάνεις, όπου κι αν δουλέψεις, έλα να με βρεις».
Και λίγο πιο κάτω: «Τότε μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει στα πράματα, να κάνει κάτι η εταιρία Philips, που είχε πάρει και την Fidelity του Πατσιφά. Κι ήταν εκεί παραγωγός ο Σπύρος ο Ράλλης, δύναμη μεγάλη. Ο Πατσιφάς είχε ανοίξει ήδη στην Ερμού τη Lyra. Η Philips ήταν στην οδό Ερμού 50, μεταξύ Βουλής και Νίκης, και η Odeon ήτανε στη Σταδίου, στο Μέγαρο Γουτάκη.
Πάω μια μέρα στον Ράλλη και του λέω, τι πουλάς με αυτούς που έχεις; Άσε, μου απαντάει, 180 κομμάτια. Καλά, έχω κάτι τραγούδια να σου φέρω κι έναν καινούργιο τραγουδιστή. Και του πάω τότε τον Τζανετή και το Χάθηκες και μπαμ! Δώσε μου και μένα μπάρμπα! Κάνουμε μπαμ με το τραγούδι. 30.000 κομμάτια σ’ ένα μήνα. 30.000 κομμάτια να μας κυνηγάνε και να τρέχουμε όλοι μαζί. Αφού η εταιρία ήταν στα πρόθυρα να κλείσει, θα βάζανε λουκέτο οι Ολλανδοί και τους πέφτει το τραγούδι κι αναστήθηκε η εταιρία – κι έτσι ζει μέχρι σήμερα, και θα ζει».
Τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι με τον Πάνο Τζανετή δεν υπάρχει για ν’ ακούσουμε. Ας κλείσουμε λοιπόν με αυτό το αριστουργηματικό κομμάτι του Γιώργου Ζαμπέτα, σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου (δισκάκι σε ετικέτα Polydor, το 1964), το οποίο αποθέωσε με την ερμηνεία του ο Πάνος Τζανετής!
Είναι το «Χάθηκες» ή με τον δεύτερο τίτλο του, έτσι όπως το ξέρουν οι πάντες, «Δεν έχει δρόμο να διαβώ». Το κλιπ προέρχεται από την ταινία τού Γιώργου Παπακώστα «Αδικημένη» (1964) με την Μαριάννα Κουράκου, τον Ορέστη Μακρή, τον Άλκη Γιαννακά κ.ά.