Τα «Ρεμπώτικα» του Μιχάλη και του Παντελή Καλογεράκη είναι από τους δίσκους-έκπληξη της φετινής χρονιάς. Ένας δίσκος με ηλεκτρονικό υπόβαθρο, όπου παντρεύονται απίστευτα ταιριαστά δύο διαφορετικοί κόσμοι: ο λογοτεχνικός λόγος του Αρθούρου Ρεμπώ και στίχοι από ρεμπέτικα τραγούδια, σε ένα mash up που είναι πέρα από μουσικά είδη.
Ο Παντελής και ο Μιχάλης –δίδυμοι και ολόιδιοι– φτάνουν στο café ευδιάθετοι και χαμογελαστοί – το προηγούμενο βράδυ παρουσίασαν για πρώτη φορά τα «Ρεμπώτικα» ζωντανά, σε μια sold out συναυλία που χαρακτηρίζουν «ιδιαιτέρως συγκινητική». «Ήταν μεγάλη η χαρά γιατί είχαμε έναν χρόνο να παίξουμε σε κοινό, μετά από ένα μεγάλο διάστημα μηνών κλεισμένοι στα σπίτια μας» λένε. «Όταν βγήκαμε στη σκηνή και είπα στον κόσμο ότι είναι οι πρώτοι στους οποίους τα παίζουμε, συγκινήθηκα, λέω “Παντελή, συγκρατήσου, γιατί δεν έχει αρχίσει καν η συναυλία”».
Τα «Ρεμπώτικα», που αποτελούνται από εννέα κομμάτια, ξεκινούν με την πρώτη επιστολή που έστειλε ο Ρεμπώ στον Βερλαίν, και ολοκληρώνονται με την τελευταία τους συνάντηση. «Είναι πέντε χρόνια της σχέσης τους, από το 1871 μέχρι το 1875», εξηγούν, «μέσα από τις επιστολές που αντάλλαξαν αλλά και κείμενα απ’ το “Μεθυσμένο καράβι” του Ρεμπώ και το “Μια εποχή στην κόλαση”. Αυτά τα τραγούδια τα δουλεύαμε από το 2015, εφτά χρόνια, ως κάτι πολύ προσωπικό, και υπάρχουν πράγματα μέσα τους που έχουν ενδιαφέρον και αξίζουν να ακουστούν σήμερα: η υπομονή που είχαν αυτοί οι δύο άνδρες, η ερωτική σχέση δύο ανδρών 150 χρόνια πριν, το πόσο ελεύθεροι ήταν, πόσο επαναστατικοί.
Ο 16χρονος Ρεμπώ ήταν ο ορισμός του πανκ και στη συμπεριφορά και στην εμφάνιση, βουτηγμένος στο αψέντι και το χασίς, ο οποίος βίωσε έναν έρωτα που τον σημάδεψε, όπως και τον Βερλαίν. Σκέψου πόσο επαναστατικό ήταν εκείνη την εποχή να φεύγεις με τον εραστή σου για το Λονδίνο, κρυφά, και να ζεις μια σχέση παράνομη».
Όλο το υλικό της ποίησης είναι για τον λαό γιατί εξαγνίζει. Αυτό το δείχνουν παραδείγματα όπως του Ρεμπώ, που δεν ήταν ένας ποιητής όπως τον έχει στο νου του σήμερα ο κόσμος, που νομίζει ότι είναι τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι. Στον Ρεμπώ υπήρχε αίμα, υπήρχε ζωή, κι αυτό είναι η ποίηση
Ο Παντελής και ο Μιχάλης ανήκουν σε μια γενιά που δεν έχει προλάβει την αλληλογραφία ως μέσο επικοινωνίας, ή την πρόλαβε ελάχιστα, στο τέλος της, έτσι θεωρούν την επιστολή κάτι πολύ ρομαντικό.
«Τότε υπήρχε το πάθος της επιστολής», λένε, «σου γράφω γράμμα, στο στέλνω, περιμένω την απάντησή σου, περίμεναν μέρες τι θα τους απαντήσει ο άλλος. Αυτή η αναμονή έχει τελειώσει σήμερα με το Facebook, με το “διαβάστηκε”, με το “ήταν ενεργός πριν από λίγο”. Τότε έγραφε κάποιος κάτι και μέχρι να έρθει η απάντηση θα μπορούσε να μην έχει καν τα ίδια αισθήματα, να έχουν αλλάξει όλα.
Ωστόσο, τα λόγια είχαν άλλο νόημα τότε, είχαν ουσία, και στην επιστολή έπρεπε να δώσεις στον άλλο να καταλάβει τι ήθελες να πεις. Τώρα έχουν χαθεί εντελώς τα λόγια, δεν υπάρχει βαρύτητα σε τίποτα από όσα λέμε, γι’ αυτό έχουν φέρει στη ζωή μας το politically correct, επειδή ο καθένας μιλάει και λέει ό,τι να ’ναι. Δεν έχεις το βάρος της ευθύνης των λόγων σου. Ο Ρίλκε στο τέλος μιας επιστολής του γράφει “συγνώμη που σου έγραψα τόσα πολλά, αλλά δεν είχα χρόνο να σου γράψω”».
Μονά Ζυγά (με τη Λένα Κιτσοπούλου)
«Οι επιστολές ήταν κάτι που συντέλεσε στο να είναι αυτή η ερωτική σχέση μία από τις πιο θυελλώδεις στην ιστορία της λογοτεχνίας» λέει ο Παντελής. «Και το να συζητάμε τον Ρεμπώ μετά από 150 χρόνια νομίζω ότι είναι αρκετό για να καταλάβει κάποιος πόσο μεγάλη αξία έχει το έργο του. Θυμάμαι τον διάβαζα όταν ήμουν 16 και δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά με συγκλόνιζε αυτός ο παλμός, η ορμή, το πάθος, ένιωθα μια καύλα για τη γραφή του, ήταν απίστευτο. Στο γυμνάσιο ήμουν emo, έτσι ξεκινάει η ιστορία, και είχα ακούσει για τους “καταραμένους ποιητές”, οπότε βρήκα να διαβάσω Μπωντλαίρ και από εκεί προέκυψε ο Ρεμπώ. Ασχολήθηκα μαζί του πολύ νωρίς. Διάβασα τα ποιήματά του, και επειδή έγραφα κιόλας, ήθελα να γράψω σαν τον Ρεμπώ, βίωνα μεγάλη ταύτιση. Ήθελα να γίνω σαν τον Ρεμπώ».
«Το καλοκαίρι του 2015 ο Παντελής διάβαζε τις επιστολές του και τότε αρχίσαμε να τραγουδάμε και ρεμπέτικα» συνεχίζει ο Μιχάλης. «Και σε μία πρόβα που κάναμε στο σπίτι μας στον Λέντα, για μία παράσταση που θα δίναμε εκείνο το καλοκαίρι στην Κρήτη, προέκυψε αυτό το πάντρεμα της τελευταίας συνάντησης του Βερλαίν με τον Ρεμπώ στη Στουτγκάρδη με το “Λόγια ανταλλάξαμε βαριά”. Μετά ήρθε το λογοπαίγνιο με το όνομα του δίσκου, “Ρεμπώτικα”, και ξεκίνησε μια ιστορία που την ολοκληρώσαμε πριν από έναν χρόνο».
«Μεγαλώσαμε στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο πατέρας μας άκουγε κυρίως κρητική παραδοσιακή μουσική, με μία τάση ιδιαίτερη στον στίχο, τον ενδιέφεραν πάρα πολύ τα ωραία λόγια των κρητικών τραγουδιών» λένε.
«Οι γονείς μας είναι δυο άνθρωποι λεπτεπίλεπτοι και ευγενικές ψυχές, αν θεωρώ ότι είμαστε τυχεροί σε κάτι στη ζωή μας πραγματικά είναι ότι έχουμε δύο γονείς οι οποίοι είναι βαθιά καλοί και γενναιόδωροι. Από παιδιά ήμασταν μέσα στην ενέργεια και μέσα στο φως, πολύ δεμένοι, κάναμε τα πάντα μαζί, και αυτό το πράγμα οι γονείς μας το παρατήρησαν και το καλωσόρισαν.
Κάναμε κάποια μαθήματα κιθάρας στο γυμνάσιο και, παράλληλα, όσο περισσότερο μαθαίναμε τόσο περισσότερο γράφαμε. Ήμασταν τυχεροί γιατί είχαμε ιδιαίτερα ενδιαφέροντες καθηγητές στο σχολείο, οι οποίοι μας είχαν δώσει ποιητικές συλλογές να διαβάσουμε, οπότε έγινε από νωρίς η επαφή μας με τον ποιητικό λόγο και τη μελοποίηση. Η κυρία Μανουρά ήταν σταθμός για μας, γιατί μας έδωσε να μελοποιήσουμε τα πρώτα ποιήματα χωρίς να ξέρει ότι γράφουμε μουσική. Μας εμπότισε στο πώς θα πρέπει να διαβάζει κανείς την ποίηση, χωρίς τη φοβάται. Είναι ωραία λόγια στην ουσία τα ποιήματα, δεν είναι κάτι άλλο που νομίζουμε, κάτι βαρύγδουπο.
Όλο το υλικό της ποίησης είναι για τον λαό γιατί εξαγνίζει. Αυτό το δείχνουν παραδείγματα όπως του Ρεμπώ, που δεν ήταν ένας ποιητής όπως τον έχει στο νου του σήμερα ο κόσμος, που νομίζει ότι είναι τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι. Στον Ρεμπώ υπήρχε αίμα, υπήρχε ζωή, κι αυτό είναι η ποίηση.
Όταν ήμασταν 17 κατέβηκε στην Κρήτη ο Μιχάλης Γκανάς για να παρουσιάσει την ποιητική συλλογή του “Γυναικών: μικρές και πολύ μικρές ιστορίες” και βγήκαμε στο τέλος της παρουσίασης ως έκπληξη, χωρίς να το ξέρει, και τραγουδήσαμε πέντε μελοποιημένα ποιήματά του. Έκλαιγε αυτός, κλαίγαμε κι εμείς, ήμασταν έφηβοι τότε και για μας οι ποιητές ήταν σούπερ σταρ, κανονικά, διαβάζαμε τον Γκανά και τον Γιάννη Στίγκα και αισθανόμασταν δέος. Και όταν τραγουδούσαμε τα ποιήματά τους ήταν μεγάλη η ταύτιση.
Ο Γκανάς, λοιπόν, μάς είχε πει “όταν ανέβετε Αθήνα, ελάτε να με βρείτε” και κάπως έτσι έγινε. Μετά, μέσω του Γκανά, γνωρίσαμε και άλλους ποιητές. Τα δύο πρώτα χρόνια μας στην Αθήνα όλες οι συναυλίες μας ήταν να πηγαίνουμε σε παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών και να τραγουδάμε. Αυτή ήταν η σχέση μας με τις παραστάσεις. Από το 2010 μέχρι το 2013 που γνωριστήκαμε με τους ανθρώπους της Μικρής Άρκτου και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας εκεί, τραγουδούσαμε με τον Γκανά και με τον Μοσχοβάκο».
Ο Μιχάλης έχει τελειώσει την ΑΣΟΕΕ και ο Παντελής το Οικονομικό της Νομικής. «Μετά το σχολείο, ο μόνος στόχος ήταν να μπούμε σε σχολές για να έρθουμε στην Αθήνα. Στην ουσία ήρθαμε γιατί θέλαμε να ασχοληθούμε με το τραγούδι. Νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας, νιώθουμε δημιουργικοί και μια ικανοποίηση όταν είμαστε πάνω στη σκηνή και τραγουδάμε στους ανθρώπους που έχουν έρθει να μας ακούσουν. Είναι ωραίο να βγάζεις από μέσα σου αυτό που θέλεις. Όταν φτάνεις στο σημείο να τραγουδάς το ποίημα του Πεσόα που λέει “τι σημασία έχει ποιος κερδίζει και ποιος χάνει”, και το εμπεδώνεις εσύ και το εμπεδώνει και ο άλλος που σε ακούει και συγκινείται, θεωρείς ότι είπες κάτι χρήσιμο και μετά μπορείς να είσαι ήρεμος.
Νομίσαμε ότι η τεχνολογία σε κάνει να κερδίζεις χρόνο, ενώ ο χρόνος δεν κερδίζεται στην ουσία, έχει χαθεί. Και δεν μπορείς να μείνεις ούτε στιγμή μόνος σου, είναι τρομακτικό το ότι μπορεί να σε βρει κάποιος κάθε στιγμή, οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο, είτε στο Facebook είτε στο κινητό. Πάμε να σώσουμε τα χάλια, αλλά φυλακιζόμαστε και εμείς οι ίδιοι πια».
Κομπολόι (με τη Μάρθα Φριντζήλα)
«Μου αρέσει πάρα πολύ να συναντάω την παρέα μου να τα πίνουμε και να τα λέμε», λέει ο Παντελής, «θα μπορούσα να το κάνω για πάντα. Μου αρέσει πολύ το σινεμά, μέσα στην καραντίνα ανακάλυψα πόσο πολύ λατρεύω να ζωγραφίζω, μου αρέσει η θάλασσα, το μπάνιο στη θάλασσα με ηρεμεί καταπληκτικά…».
«Μου αρέσει πολύ να βλέπω τένις», συνεχίζει ο Μιχάλης, «παίζω τένις από πολύ μικρή ηλικία, παίζουμε και οι δύο, αλλά παίζουμε από τότε που τα γήπεδα ήταν άδεια, τώρα δεν βρίσκεις πουθενά να παίξεις. Μου αρέσουν οι γάτες μου, η Βαρβάρα και ο Όσκαρ, μου αρέσει να YouTube-άρω, όταν τρώω δεν γίνεται να μη δω κάτι. Ακούω και πολλή μουσική στο Spotify. Αυτό που παίζει πάρα πολύ αυτήν τη στιγμή είναι melody techno και τελευταία αμερικάνικο τραπ. Η melody techno αυτή την εποχή συνοψίζει όλα μου τα συναισθήματα. Την ακούω και νιώθω ότι συντονίζομαι όντως με το τώρα.
Έχουμε λιώσει τον δίσκο της Νεφέλης Φασούλη, ακούμε Θέμο Σκανδάμη, Σεμέλη Παπαβασιλείου, Χρήστο Νικολόπουλο. Ο Νικολόπουλος είναι μεγάλος έρωτας, το “φούμα φούμα στα βοτσαλάκια” το ακούω περπατώντας στο Παγκράτι και είμαι στο τσακ να αρχίσω να πετάω. Παθαίνω απογείωση».
Θα φύγω θα με χάσεις (με τον Μάνο Πετράκη)
Τα «Ρεμπώτικα» κυκλοφορούν σε CD μαζί με ένα βιβλίο 64 σελίδων από τη Μικρή Άρκτο και σε ψηφιακή μορφή σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Την ενορχήστρωση των κομματιών έχει κάνει ο Απόστολος Κίτσος και ερμηνεύουν οι Λένα Κιτσοπούλου, Ελένη Κοκκίδου, Μάρθα Φριντζήλα, Νεφέλη Φασούλη, Απόστολος Κίτσος, Μάνος Πετράκης, Μιχάλης & Παντελής Καλογεράκης.
Ευχαριστούμε το Caracas Cafe Bar, Ιπποκράτους 153, για τη φιλοξενεία της φωτογράφισης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.6.2021