Δυο Έλληνες φωτογράφοι, άγνωστοι στο ευρύ κοινό, φωτογραφίζουν την Αίγυπτο σε μια εποχή που ούτε τα ταξίδια ούτε η τέχνη της φωτογραφίας ήταν προσιτά. Μέχρι το 1850 τα τουριστικά ταξίδια στην Αίγυπτο δημιούργησαν έντονη ζήτηση για φωτογραφίες ως αναμνηστικά. Μικρές ομάδες πρώιμων φωτογράφων, κυρίως γαλλικής καταγωγής, έφταναν στο Κάιρο και στην κοιλάδα του Νείλου για να επωφεληθούν από αυτή την ανάγκη.
Ανάμεσά τους και οι αδελφοί Ζαγκάκη, που ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτει τη ζωή και την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Τίποτα δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια από τις πηγές, οι οποίες πολλές φορές είναι αντικρουόμενες.
Σε αυτούς αναφέρεται ο Άλκης Ξ. Ξανθάκης, σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του «Ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας, 1939-1970» (εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2008). Ας ξεκινήσουμε με πληροφορίες που πηγάζουν από αυτό, με μια μικρή επιφύλαξη πάντα για την ακρίβειά τους. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την πηγή, οι αδελφοί Ζαγκάκη κατάγονται από τη Μήλο. Ο μεγαλύτερος ονομάζεται Γεώργιος και ήταν ο πρώτος που ήρθε στην Αίγυπτο, περίπου το 1860, για να τον ακολουθήσει αργότερα και ο μικρότερος αδερφός του, Κωνσταντίνος. Τα αρχικά των ονομάτων που βρίσκονται σε πολλές φωτογραφίες τους, C και G., συμφωνούν με αυτήν την εκδοχή.
Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς τους εξελίχθηκε στην Αίγυπτο, όπου είχαν δύο φωτογραφεία, το πρώτο στο Πορτ Σάιντ και αργότερα ένα ακόμα στο Κάιρο. Φωτογράφιζαν μνημεία, αρχιτεκτονική πόλεων, επαγγελματίες του δρόμου και γενικότερα την καθημερινή ζωή στις πόλεις ή στην ύπαιθρο, ενώ ταξίδεψαν αρκετό καιρό κατά μήκος του Νείλου, μέχρι το Αμπού Σίμπελ, αποτυπώνοντας τη ζωή και τα αξιοθέατα της Άνω Αιγύπτου. Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους είχαν μαζί τους μια δεύτερη άμαξα, διαμορφωμένη σε σκοτεινό θάλαμο, για την εμφάνιση των φωτογραφιών τους.
Οι φωτογραφίες τους, εκτός από τη μεγάλη εμπορική απήχηση στην τουριστική αγορά της Αιγύπτου, έχουν ακόμα ιδιαίτερη αξία στις σχετικές δημοπρασίες για συλλέκτες αλλά και για τους ιστορικούς που μελετούν την εποχή και τον τόπο.
Ο επαγγελματικός στόχος των αδελφών ήταν καθαρά εμπορικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι φωτογραφίες τους υστερούσαν σε δημιουργικότητα, τέχνη και τεχνική ή ποιότητα. Εκμεταλλεύτηκαν τη θέση της έδρας τους στο Πορτ Σάιντ, στην είσοδο-έξοδο της διώρυγας, τον ναυτικό κόμβο απ’ όπου περνούσαν οι πλούσιοι περιηγητές της Ευρώπης και της Ανατολής, στους οποίους πουλούσαν τις φωτογραφίες τους, συνήθως μεγέθους 21 επί 28 εκατοστά, κολλημένες σε μεγαλύτερα χαρτόνια, ως σουβενίρ, για σύνθεση ταξιδιωτικών λευκωμάτων που ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή.
Ωστόσο, το 1888, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι πέντε χρόνων βασιλείας του Γεωργίου του Β’, ταξίδεψαν ως την Αθήνα για να τη φωτογραφίσουν και να εκδώσουν ένα ελληνικό λεύκωμα, αφού πρώτα εξασφάλισαν τη χρηματοδότησή του με συνδρομές Αιγυπτιωτών κυρίως, οι οποίοι ήταν άλλωστε ο αγοραστικός τους στόχος. Δεν συνήθιζαν να συμμετέχουν στις ομαδικές φωτογραφικές εκθέσεις της εποχής, όπως άλλοι συνάδελφοί τους, έτσι ήταν άγνωστοι στο ελληνικό κοινό.
Το «Λεύκωμα Αθήνας - Εικοσιπενταετηρίς Βασ. Γεωργίου του Α'» εκδόθηκε άμεσα, με φωτογραφίες της Αθήνας και του Πειραιά. Το κατάστημά τους αναφέρεται ως Ανατολικόν Φωτογραφείον ή Φωτογραφείον Ανατολής.
Ο μεγαλύτερος αδελφός, Γεώργιος, λέγεται ότι πέθανε τη δεκαετία του 1890 και ο Κωνσταντίνος πούλησε το φωτογραφείο του Πορτ Σάιντ, μαζί με το αρχείο, σε φωτογράφους της πόλης, διατηρώντας το κατάστημα του Καΐρου ως τον θάνατό του, το 1912, οπότε και έκλεισε. Το υπόλοιπο από το τεράστιο αρχείο τους, όπου βρίσκονται και πολλές φωτογραφίσεις σε στούντιο, διασκορπίστηκε και καταστράφηκε. Στις αρχές του εικοστού αιώνα εκδόθηκαν από τρίτους πολλές επιχρωματισμένες εικόνες τους σε πόστερ.
Αδιαμφισβήτητα ήταν από τους σημαντικότερους φωτογράφους της εποχής τους. Οι φωτογραφίες τους, εκτός από τη μεγάλη εμπορική απήχηση στην τουριστική αγορά της Αιγύπτου, έχουν ακόμα ιδιαίτερη αξία στις σχετικές δημοπρασίες για συλλέκτες αλλά και για τους ιστορικούς που μελετούν την εποχή και τον τόπο. Η δημιουργική φαντασία του μεγάλου και σπουδαίου τους έργου τους κατατάσσει ανάμεσα στους σημαντικούς φωτογράφους τοπίων και της καθημερινότητας του δέκατου ένατου αιώνα.
Οι αφανείς αδελφοί Ζαγκάκη αποτύπωσαν με τον φακό τους και έφεραν από τον σκοτεινό τους θάλαμο στο φως μερικές από τις καλύτερες φωτογραφικές στιγμές της ύστερης βικτοριανής Αιγύπτου. Μια άγνωστη Αίγυπτος από δύο άγνωστους Έλληνες φωτογράφους.
Το 2008 ο δρ. Μοχάμεντ Ουισάχνι, Αιγύπτιος καθηγητής Ουρολογίας και ιδρυτής του οργανισμού Οπτικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τύπωσε στη Γερμανία μια ιδιωτική αγγλόφωνη έκδοση, αφιερωμένη στους αδελφούς Ζαγκάκη, στην οποία περιγράφει πώς από τύχη έφτασε στα χέρια του πλήθος φωτογραφικών φιλμ κυρίως μεταξύ 1940 και 1990 και αποφάσισε να ιδρύσει τον οργανισμό για να διασώσει ανάλογα αρχεία. Τότε πολλοί παλιοί φωτογράφοι ή οι κληρονόμοι τους πρόσφεραν πρωτότυπα φωτογραφικά αρχεία.
Έτσι, ανάμεσα στις συλλογές που απέκτησε ήταν και οι πρωτότυπες γυάλινες πλάκες με τα αρνητικά των φωτογραφιών των Ελλήνων φωτογράφων του δέκατου ένατου αιώνα αλλά και ένα άλμπουμ με πλήθος φωτογραφιών τους, που αποδείχτηκε ότι ήταν αυθεντικές. («Zangaki, Greek Egyptian photographer 1860-1880», Visual Cultural Heritage 2008)