Τον λένε Λαβίνιο. Όταν τον πρωτοσυναντάμε, έχει ήδη προσβληθεί από έναν δαιμονικό ιό, τον οποίο προσπαθεί ασύστολα να μεταδώσει σε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορεί.
Γι' αυτό τους αγκαλιάζει μανιασμένα. Η αγκαλιά, όπως υποστηρίζει, είναι η ειδικότητά του. Πράγμα πολύ παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο Λαβίνιος ήταν μέχρι πριν από λίγο ένας σπουδαίος στρατιώτης. Ο γενναιότερος όλων, σύμφωνα με τους ανωτέρους του, αυτός που σημείωσε τις περισσότερες επιτυχίες πολέμου στα βόρεια σύνορα, ένας ήρωας.
Τι έπαθε, λοιπόν, και μεταλλάχθηκε έτσι; Πώς μετατράπηκε από μηχανή πολέμου σε μηχανή έρωτα; Πώς έγινε Λαβ από Λαβίνιος;
Τα ερωτήματα σαν ομίχλη καλύπτουν το πεπρωμένο του. Κι αυτός, με πνεύμα ευέλικτο, αναζητά απαντήσεις. «Χάνω τον εαυτό μου», μας εξηγεί, «δεν έχω πια όνομα, γενιά, οικογένεια, φύτρα, πατρίδα, θρησκεία, ιδιότητες. Τις αφαιρώ μία μία. Σκέφτομαι ότι έχω καινούργια σώματα. Βλέπω σταδιακά τον κόσμο μέσα από κορμιά ξένα. Γίνομαι άλλη εποχή, ίσως και ζώο ακόμα. Αλλάζω μέχρι και φύλα».
Έτσι, άπατρις, άθρησκος, ανώνυμος και πανσεξουαλικός, ο Λαβ ξεχύνεται στην οικουμένη για να διαδώσει το ερωτικό μήνυμά του. Όλοι του επισημαίνουν εμφατικά τον κίνδυνο μιας τέτοιας αποστολής: «Θα σε κυνηγήσουν! Θα σε σκοτώσουν! Μην ψάχνεις για την αγάπη!» επιμένουν ανήσυχες οι σοφές, προειδοποιητικές φωνές.
Έτσι, άπατρις, άθρησκος, ανώνυμος και πανσεξουαλικός, ο Λαβ ξεχύνεται στην οικουμένη για να διαδώσει το ερωτικό μήνυμά του. Όλοι του επισημαίνουν εμφατικά τον κίνδυνο μιας τέτοιας αποστολής: «Θα σε κυνηγήσουν! Θα σε σκοτώσουν! Μην ψάχνεις για την αγάπη!» επιμένουν ανήσυχες οι σοφές, προειδοποιητικές φωνές.
Ο Λαβ ανένδοτος. Τους αγκαλιάζει όλους. Και τους φτωχούς και τους πλούσιους. Και τους αδαείς και τους παράφρονες. Και τους αμαρτωλούς και τους ασκητές. Ένας άστεγος παραπονιέται ότι όλοι τον κατουράνε, ο Λαβ όμως του προτείνει μια εναλλακτική προσέγγιση: «Κοίταγε τον ήλιο όσο σε κατουράνε. Τραγούδησε το τραγούδι του κι αυτός θα σου δίνει αγάπη (...). Θα σε κάνει να νιώσεις όμορφα, θα σου δείξει πώς φυτρώνει στον κήπο του το χορτάρι».
Στην πόρνη Ζιστίν συνιστά να ευγνωμονεί όποιον της κάνει έρωτα, ενώ στον πλούσιο κύριο Βλάντο, που υποστηρίζει πως «η υπεραξία σήμερα είναι μια τεράστια φούσκα» και το σύστημα θα μας αφανίσει, ο Λαβ διακηρύττει: «Μόνη ελευθερία μας η σκλαβιά αγάπης».
Μ' αυτά και μ' αυτά, ο ήρωας επιστρέφει σπίτι του. Η αδερφή του, που βασανίζεται από ένα κάψιμο στα γεννητικά όργανα, τον υποδέχεται με ευγνωμοσύνη.
Η συνάντηση με τους γονείς του διαγράφεται σπαραξικάρδια, με τον πατέρα του να εκλιπαρεί για συγχώρεση –«πες μου πως δε μετάνιωσες που σ' έστειλα μακριά μου, πως τελικά σου άξιζε, πως δεν έχω καταστρέψει την οικογένειά μας» και «χτύπα με, χτύπα με»– και τη μητέρα του, που ήτανε μια «σκύλα», να προτάσσει στον υιό τα στήθη της που δεν έχουν ρώγες και βγάζουν «ένα γάλα κόκκινο, ένα κρασί αγάπης».
Σύντομα το μυστήριο του Λαβ θα λάβει την εξήγησή του. Και είναι μια εξήγηση αντάξια του σεναρίου του Τζέισον Μπορν: Χωρίς ταυτότητα. Ένας αξιωματούχος του στρατού, από τον οποίο ο ήρωας λιποτάκτησε, θα επισκεφθεί την οικογένεια του δεύτερου και θα προβεί σε συγκλονιστικές αποκαλύψεις.
Άναυδοι πληροφορούμαστε πως παράγουνε –το Κράτος;– ένα νέο είδος στρατιώτη «που δεν είναι καθόλου όμορφος αλλά μηχανή πολέμου», ενώ ταυτόχρονα εμπορεύονται αγόρια στα οποία έχουν εντοπίσει «ένα ειδικό γονίδιο που βγάζει εγκληματίες».
Φαίνεται, λοιπόν, πως ο Λαβ διαγνώστηκε με αυτό το γονίδιο όταν ήταν μωρό και οι γονείς του τον έδωσαν στον στρατό, τον μόνο φορέα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα φονικά ένστικτά του. «Πράξατε το καθήκον σας» λέει ικανοποιημένος ο αξιωματούχος «και σας επιβραβεύσαμε αδρά».
Για μεγάλο διάστημα ο Λαβίνιος ήταν ευσυνείδητος και φονικός, αλλά, ξαφνικά, μια μέρα άλλαξε: για την ακρίβεια, «στη μέση μιας γιορτούλας» ξεσήκωσε τα πλήθη με τα τραγούδια του κι άρχισε να επιδεικνύεται «ασύστολα, αγοραία», σαν να τον είχε καταλάβει «μια φοβερή μανία». Κανένας δεν ξέρει πού οφείλεται αυτή η μεταστροφή –«ένα μηχανικό λαθάκι»;–, το σίγουρο πάντως είναι πως τώρα «ήρθε να σας φονεύσει», επιμένει ο αξιωματούχος.
Ο Ιάσονας Σίγμα (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Σδρόλια) στο έργο του αυτό επιχειρεί να ξαναπεί την ιστορία του Οιδίποδα ως αντιμιλιταριστική και αντικαπιταλιστική αλληγορία. Φιλοδοξεί να συνδυάσει τους αρχετυπικούς μύθους και ήρωες της αρχαίας τραγωδίας με το αντιεξουσιαστικό πάθος του Βόιτσεκ, τη φιλοσοφία του Μποντριγιάρ, μια γεύση από Οφηλία, μια πινελιά από Μαρκήσιο ντε Σαντ κ.ο.κ.
Ό,τι αγαπά κανείς δεν σημαίνει πως μπορεί να το αφομοιώσει επιτυχώς ή, έστω, να το μιμηθεί ποιοτικώς. Ο κεντρικός ήρωας ονειρεύεται να μας εντυπωσιάσει ως νέο κράμα Οιδίποδα και Διονύσου-ροκ σταρ, στην πραγματικότητα όμως θυμίζει περισσότερο ένα αγαπησιάρικο παιδί των λουλουδιών που μοιράζει αγκαλίτσες, τραγούδια, παπαρούνες και τριαντάφυλλα σε όλο τον κόσμο, πιστεύοντας πως θα τους απελευθερώσει.
«Οι άνθρωποι βλέπουν την αγάπη σαν να είναι μόνο χρήμα κι έτσι την ανακυκλώνουν για λίγους αγαπημένους, που όμως δεν τους αγαπάνε» μας ενημερώνει ο Λαβ, ο οποίος έχει καταλάβει πως «είμαστε όλοι προσομειώσεις ηρώων μέσα σε βίντεο-γκέιμ» και μας καλεί να επαναστατήσουμε, να αντισταθούμε στο σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, να μην υποκύψουμε «ούτε στον φασισμό του ενός ούτε του πολλαπλού [εαυτού] μας» αλλά να δεχτούμε πρόθυμα τη «σκλαβιά αγάπης».
Γενικώς, όπως ίσως διαπιστώσατε, το έργο βρίθει βαρύγδουπων κοινοτοπιών και αναμασημένων απλουστεύσεων, που πλατσουρίζουν με ανεμελιά και αφέλεια ανάμεσα σε δεκάδες θεατρικές και λογοτεχνικές αναφορές.
Αν υπάρχει περιθώριο διάσωσης του κειμένου μέσω της σκηνικής παρουσίασής του, αυτό μένει να το διαπιστώσουμε μελλοντικά: στο τωρινό του ανέβασμα, πάντως, τα πράγματα αποδεικνύονται αποκαρδιωτικά.
Στέκεται αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς μια παράσταση όπου η πλειονότητα των ηθοποιών φωνάζει σαν να τους χωρίζουν χιλιόμετρα τον έναν από τον άλλον, ενώ, όταν τραγουδάνε, τραβάνε τα φωνήεντα –«Αγάααααπη»– τόσο βασανιστικά, σαν να τρίζει δίπλα μας μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα.
Αδιάκοπη μετακίνηση των «κύβων» του σκηνικού, φλύαρη κίνηση των σωμάτων, που αποδιοργανώνει την προσοχή μας, και, το σημαντικότερο, απόλυτη αδυναμία εκφοράς του λόγου, σε τέτοιον βαθμό ώστε αναγκαζόμαστε να καταβάλουμε τεράστια προσπάθεια για να κατανοήσουμε τους διαλόγους. Tο χιούμορ που αναδύεται φευγαλέα μια-δυο στιγμές –βλέπε χαρακτηριστικά τoν «περιφερόμενο» Χορό σεξομανών– δεν βρίσκει έδαφος ν' ανθήσει όσο ενδεχομένως θα μπορούσε.
Ειλικρινά, αν το Εθνικό έχει αποφασίσει να στηρίξει το σύγχρονο ελληνικό έργο –πράγμα που θα έδινε σε όλους μας ιδιαίτερη χαρά–, τότε ας το κάνει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και όχι με λύσεις μεσοβέζικες, επιστρατεύοντας άπειρους, άγουρους ηθοποιούς και αφήνοντάς τους να χτυπιούνται υπό φτωχή καθοδήγηση. Δυστυχώς, ακόμη και οι δυο-τρεις ωριμότεροι, πιο δοκιμασμένοι ηθοποιοί που
συμμετέχουν ούτε αυτοί καταφέρνουν να διασωθούν.
Info:
Ιάσονας Σίγμα
Ένας στρατιώτης που τον έλεγαν Λαβ
Σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Μποζά
Σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Κινησιολόγος: Βάλια Παπαχρήστου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Γκότση
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Παίζουν:
Θανάσης Βλαβιανός, Νίκος Γιαλελής, Σεραφείτα Γρηγοριάδου, Νέστορας Κοψιδάς, Μάριος Κρητικόπουλος, Κώστας Κουτρουμπής,
Παρθενόπη Μπουζούρη, Γιώργος Πατεράκης, Μάνος Πετράκης, Θάλεια Σταματέλου, Σπύρος Τσεκούρας, Δημήτρης Δρόσσος
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»
Αγίου Κωνσταντίνου 22-24,
210 5288170-171, 210 7234567
Τετ.-Σάβ.: 21:00 Κυρ.: 19:00
€15, €10 (φοιτητικό), κάτοχοι κάρτας ΟΑΕΔ €5
Παρασκευή ενιαία τιμή €13