Πόσα επίθετα έχει ο θάνατος;
Είναι απρόβλεπτος, έτσι όπως πέφτει ξαφνικά πάνω σε μια μικρή πόλη και θερίζει το ένα τρίτο του πληθυσμού της.
Είναι μυστηριώδης, έτσι όπως περιφέρεται «αφύσικα ψηλός», με ράσο και κουκούλα, χωρίς κανένας να μπορεί να δει το πρόσωπό του.
Ανελέητος, όταν ορμάει σε βρέφη, σε κορίτσια που ανθίζουν, σε ερωτευμένους που παραληρούν.
Φρικιαστικός, όταν εισβάλλει στα σώματα, θρυμματίζει τους πνεύμονες, διαλύει κάθε ίχνος ομορφιάς και ανθρωπιάς.
Κρύβεται παντού και πουθενά: στο νερό, στον αέρα, στον δρόμο, στις πόρτες, στις χαραμάδες των τοίχων, στα ραγίσματα του μυαλού, στις προσευχές των πιστών, στη Δύση, στην Ανατολή, σε κάθε λεπτό της ώρας, σε κάθε ώρα της ημέρας, σε κάθε σταγόνα της βροχής.
Έρχεται όταν κοιμάσαι, όταν ξυπνάς, όταν βαριέσαι, όταν παίζεις με τα παιδιά σου, όταν θαυμάζεις έναν πίνακα, όταν ανοίγεις μια κονσέρβα, όταν ρυθμίζεις το σάκχαρό σου, όταν βουτάς στο κενό, όταν μένεις ακίνητος, όταν νομίζεις πως πέρασε το κακό, όταν λες «θα κάνω μια νέα αρχή».
Χρειάζεται ακροβασία στην κόψη, αν είναι να πετύχει το εγχείρημα, και όχι μονοσήμαντες, εύκολες λύσεις ή απομιμήσεις του κινηματογραφικού σύμπαντος του Τιμ Μπάρτον και του Τέρι Γκίλιαμ.
Πεθαίνει όποιος αντιστέκεται ή όποιος ενδίδει;
Πεθαίνουν οι αδαείς, οι ηττοπαθείς, όσοι αψηφούν τους κανόνες υγιεινής, οι απρόσεκτοι. Πεθαίνουν οι αισιόδοξοι, οι δυνατοί, όσοι δεν πίστεψαν ποτέ πως θα πεθάνουν. Πεθαίνουν όσοι μυρίζουν πιο ωραία.
Δεν φταίει η τοπική αυτοδιοίκηση για τα σκουπίδια που ποτίζουν μικρόβια την πόλη. Δεν φταίει η επιστήμη που άφησε το κακό να μπει, που δεν αντιλήφθηκε τη νέα μετάλλαξη του ιού.
Δεν φταίει ο Θεός που αγνόησε τη μετάνοια των αμαρτωλών. Δεν φταίνε οι πλούσιοι που τρώνε αγνά βιολογικά προϊόντα κλεισμένοι στις επαύλεις τους.
Φταίνε οι φτωχοί, αυτοί φταίνε, που πηγαίνουν σε δημόσια σχολεία, που ψωνίζουν από λαϊκές αγορές, που δεν αλλάζουν τα σεντόνια τους, που δεν πλένουν τα δόντια τους, που δεν απολυμαίνουν τα αιδοία τους, που είναι βρόμικοι, που ζέχνουν.
Ένα μωσαϊκό από στιγμιότυπα θανάτου είναι το «Παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο. Μια μητέρα βλέπει την κόρη της να σωριάζεται μπροστά στα μάτια της.
Ένας σύζυγος κρατάει σφιχτά την ετοιμοθάνατη γυναίκα του. Ένας εύπορος κύριος πέφτει ξερός δίπλα στο πιάτο με το αποστειρωμένο φαγητό του.
Νοσοκόμες εκβιάζουν τους ετοιμοθάνατους ασθενείς τους. Άνθρωποι κυνηγιούνται στους δρόμους. Τα εγκαταλελειμμένα μαγαζιά λεηλατούνται.
Οι σκηνές σε δημόσιους χώρους, όπου οι κάτοικοι σωριάζονται σαν μύγες σε μια δίνη κωμικού παραλογισμού, εναλλάσσονται με σκηνές τρυφερότητας σε ιδιωτικούς χώρους, όπου τα θύματα της επιδημίας κρύβονται, αγωνιούν, αποχαιρετούν τους αγαπημένους τους, ξεψυχούν ή αυτοκτονούν.
Αστείες μαριονέτες ή άνθρωποι με σάρκα και οστά που γαντζώνονται από τη ζωή; Είναι όλα θέμα οπτικής. Ο Ιονέσκο παίζει με τις αποστάσεις: πότε πλησιάζει και πότε απομακρύνεται, πότε αποτρέπει την οικειότητα και πότε την ενθαρρύνει.
Από τη σάτιρα των φαντασμένων αστών στην αγκαλιά των πληγωμένων εραστών, από το γέλιο στο κλάμα, η αντίδρασή μας απέναντι στο μοιραίο δεν γνωρίζει κανόνες και «είδη».
Δεν υπάρχει ενδεδειγμένη συμπεριφορά ή ιδανικός ήχος και σπάνια προλαβαίνουμε να τραγουδήσουμε το κύκνειο άσμα μας: οι περισσότεροι αρκούμαστε αναγκαστικά σε έναν ρόγχο, σε μια μισοφαγωμένη συλλαβή, σε μια γελοία χειρονομία.
«Γιατί δεν μπόρεσα να κατακτήσω ούτε μια στιγμή; Γιατί δεν μπόρεσα να κατακτήσω τους πλανήτες;» αναρωτιέται ο Γέρος όταν αρρωσταίνει η Γριά του. Ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός.
Ο Κακλέας στήνει ένα μεγάλο, καλοκουρδισμένο σόου με πλήθος ηθοποιών, μουσικών, πολύχρωμων κοστουμιών και προθέσεων. Ο συντονισμός προσώπων, πραγμάτων και κινήσεων δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας στον θεατή.
Η χαριτωμένη έναρξη, με τους κατοίκους συγκεντρωμένους στην πλατεία να σωριάζονται σταδιακά, ζεσταίνει τις διαθέσεις. Ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται τη σημασία των αποστάσεων και προσπαθεί αντίστοιχα να αναδείξει το μπρίο των «μεγάλων» σκηνών και τη μελαγχολία των «μικρών».
Ένα-ένα, όμως, τα κομμάτια του παζλ απογοητεύουν, παρόλο που φαινομενικά τοποθετούνται στις σωστές θέσεις. Ένα-ένα τα επεισόδια φανερώνουν την επιπολαιότητα με την οποία έχουν οικοδομηθεί, σκετσάκια σαθρά που τα σαρώνει το πρώτο αεράκι.
Αδιάφορους μας αφήνει ο μονόλογος του φοβικού άνδρα που βλέπει παντού μικρόβια, ενώ δεν αναδύεται ποτέ η κοφτερή ειρωνεία στον διάλογο των δύο αστών από τα πλούσια και τα λιγότερο πλούσια προάστια.
Η συγκίνηση που θα μπορούσαμε να εισπράξουμε παρακολουθώντας δύο ανδρόγυνα να χωρίζονται από τον θάνατο κόβεται από τη βιαστική διεκπεραίωση.
Ένας χλιαρός κομπέρ, αμήχανοι διάλογοι στη φυλακή, μια μάνα που ουρλιάζει, ένα χορευτικό ντουέτο, ένα χορευτικό με κούκλες, ένα μοιρολόι για ένα νεκρό μωρό κι ένα τραγούδι «γίναμε όλοι ανθρωποφάγοι» με κομμένα ανθρώπινα «μέλη» να σερβίρονται σε πιατέλες συμπληρώνουν το σύνολο.
Το θέμα δεν είναι τόσο η φλυαρία όσο η αδυναμία εμβάθυνσης και επεξεργασίας των δεδομένων: η αποκαρδιωτική αίσθηση ότι κάποιος αρκείται στην επιφάνεια, στο κακέκτυπο, στις βιαστικές εντυπώσεις, στα ανακυκλωμένα εφέ.
Η τραγικωμική υφή του έργου του Ιονέσκο ταιριάζει απόλυτα με μια γκροτέσκα αισθητική, όπως αυτή που επιχειρούν να συνθέσουν οι συντελεστές της παράστασης, τόσο σε επίπεδο όψης όσο και σε επίπεδο σκηνοθεσίας ή ερμηνειών.
Χρειάζεται όμως ακροβασία στην κόψη, αν είναι να πετύχει το εγχείρημα, και όχι μονοσήμαντες, εύκολες λύσεις ή απομιμήσεις του κινηματογραφικού σύμπαντος του Τιμ Μπάρτον και του Τέρι Γκίλιαμ.
Γκροτέσκο δεν σημαίνει μόνο γκόθικ μακιγιάζ και κομμένα χέρια. Σημαίνει σύμπτυξη της μάσκας και του προσώπου, του τρομακτικού και του γελοίου, είναι «ένα παιχνίδι της φαντασίας με το απαγορευμένο ή αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί»*, μια προσπάθεια να διαχειριστούμε το δαιμονικό, το απωθημένο, το μακάβριο μέσα από την υπερβολή ή την παραμόρφωση της κωμωδίας.
H καρικατούρα, η πιο παρεξηγημένη ίσως έννοια στο ελληνικό θέατρο, και μία από τις βασικές εκφάνσεις του γκροτέσκου, δεν υλοποιείται μέσα από μεγάλες χειρονομίες, φωνές, κλοουνερί και γκριμάτσες. Αυτά συνιστούν απλώς κακό παίξιμο και, δυστυχώς, αυτά εισπράττουμε σε πολλά σημεία της παράστασης.
Υπάρχει μια σκηνή που προσφέρει ανάπαυλα στον θεατή: αυτή του ηλικιωμένου ζεύγους, του Γέρου και της Γριάς, απορροφημένων στην ποιητική αναπόληση της ζωής τους, καθώς διασχίζουν την πόλη για τελευταία φορά και προτού ο ένας από τους δύο εμφανίσει τα συμπτώματα του τέλους.
Και πάλι, παρόλο που δίδεται άπλετος χρόνος και χώρος στο μικρό αυτό «διαμάντι» να λάμψει, δυστυχώς, το αποτέλεσμα υπονομεύεται από την πρόχειρη διδασκαλία των ηθοποιών.
Στα ελάχιστα θετικά, τέλος, συγκαταλέγεται η απόδοση της πολιτικής διάστασης, όπως αυτή εκφράζεται είτε μέσα από τους εκφωνητές ειδήσεων στη μεγάλη οθόνη είτε μέσα από τους άνδρες με λευκές στολές και μάσκες που ψεκάζουν τα πάντα γύρω τους, αποτυπώνοντας εύστοχα το κλίμα τρόμου μέσα στο οποίο ταλανίζεται η οικουμένη.
* John Ruskin
Info:
Το παιχνίδι της σφαγής του Ευγένιου Ιονέσκο
ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»
Μετάφραση – Διασκευή: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας
Σκηνογραφία: Γιάννης Κακλέας, Σάκης Μπιρμπίλης
Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Χορογραφία: Αγγελική Τρομπούκη
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Παίζουν: Μαρία Διακοπαναγιώτου, Στέλιος Ιακωβίδης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Λαέρτης Μαλκότσης, Χριστίνα Μαξούρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Αγορίτσα Οικονόμου, Γιώργος Παπαγεωργίου, Νικόλας Παπαγιάννης, Πασχάλης Παπαδάκης, Πάνος Παπαδόπουλος, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Γιώργος Στάμος, Αναστασία Στυλιανίδη, Αρετή Τίλη, Έλενα Τοπαλίδου, Αγγελική Τρομπούκη, Γιωργής Τσουρής, Αλέξιος Φουσέκης, Βικτωρία Φώτα
σχόλια