Έχουν τοποθετήσει το όνομά της δίπλα σε αυτά του Στανισλάφσκι, του Πικάσο, του Στραβίνσκι και του Τζέιμς Τζόις, ενώ η ομάδα χορού που φέρει το όνομά της θεωρείται ισότιμη του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας και του Καμπούκι της Ιαπωνίας. Αναμφισβήτητα υπήρξε πολύ σημαντική όσο ζούσε όχι μόνο για την Αμερική, για την οποία αποτελεί εθνική κληρονομιά και δικαίως της απονεμήθηκαν τα σημαντικότερα μετάλλια, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι μετά θάνατον το «Τime» την ανακήρυξε «χορεύτρια του 20ού αιώνα». Ωστόσο, η συμβολή της ως χορογράφου ήταν μεγάλη και ως τέτοια έχει μείνει στο ευρύ κοινό, έχοντας υπογράψει περισσότερες από 180 χορογραφίες. Χάρη σε αυτές θα τη θυμόμαστε πάντα, καθώς η ομάδα της δεν έχει πάψει να παρουσιάζει τα εμβληματικά, κλασικά, πια, μοντέρνα μπαλέτα της.
Όταν η Μάρθα Γκράχαμ ξεκινούσε σε ηλικία 17 χρονών μαθήματα χορού, η δασκάλα της Ρουθ Σεντ Ντένις στην Καλιφόρνια, όπως και η Ισιδώρα Ντάνκαν νωρίτερα, είχε κάνει ήδη την επανάστασή της, βάζοντας τα θεμέλια του σύγχρονου χορού που σταδιακά θα έπαιρνε τη θέση του μπαλέτου στην Ιστορία της Τέχνης. Γεννημένη στις 11 Μαΐου του 1894 σε ένα προάστιο του Πίτσμπουργκ στην Πενσιλβάνια, ήταν η μικρότερη από τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας της ήταν ψυχίατρος ιρλανδικής καταγωγής.
Η οικογένεια μετακόμισε στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνιας το 1908, όπου και είδε την πρώτη παράσταση της Σεντ Ντένις και του συζύγου της, Τεντ Σον. Εκεί διατηρούσαν την πιο πρωτοποριακή σχολή χορού της Αμερικής, όπου κανείς δεν φορούσε πουέντ και δεν ακουγόταν κλασική μουσική, αντιθέτως ο στόχος, χάρη σε ένα μείγμα σούφι, ινδικών, ανατολίτικων και αρχαιοελληνικών χορών, ήταν η αναζήτηση μιας οικουμενικής γλώσσας βασισμένης στην αρχαία παράδοση. Σε αυτό το περιβάλλον έμελλε να εκπαιδευτεί και να γαλουχηθεί η Γκράχαμ και εκεί συμμετείχε ως χορεύτρια στους αιγυπτιακούς χορούς του Σον ‒ η ίδια ομάδα συμμετείχε και στη «Μισαλλοδοξία» του Γκρίφιθ.
Το 1926 άνοιξε σε έναν μικρό χώρο στο Upper East Side το Martha Graham Center of Contemporary Dance και στις 18 Απριλίου του ίδιου έτους παρουσίασε 18 σύντομες σόλο χορογραφίες, επηρεασμένες τόσο πολύ από τους δασκάλους της, που χρόνια αργότερα θα τις χαρακτήριζε εξωφρενικά κακές.
Με την ομάδα Denishawn έμεινε μέχρι το 1923. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και εκεί αρχικά χόρευε όπου της προσφερόταν εργασία, ακόμα και σε μεγάλα θεάματα, τα μόνα που πλήρωναν αξιοπρεπώς, ώστε να βοηθήσει την οικογένειά της, καθώς ο πατέρας της είχε φύγει από τη ζωή. Από την πρώτη στιγμή ήταν δημοφιλής. Το 1926 άνοιξε σε έναν μικρό χώρο στο Upper East Side το Martha Graham Center of Contemporary Dance και στις 18 Απριλίου του ίδιου έτους παρουσίασε 18 σύντομες σόλο χορογραφίες, επηρεασμένες τόσο πολύ από τους δασκάλους της, που χρόνια αργότερα θα τις χαρακτήριζε εξωφρενικά κακές.
Το ξεκίνημα εκείνο της έδωσε ώθηση ώστε να οργανώσει το επόμενο ρεσιτάλ τον Νοέμβριο, με τη συνδρομή των μαθητριών της. Βρισκόταν στο επίκεντρο της πρωτοπορίας των δεκαετιών του '20 και του '30 και οι μεγάλοι μοντερνιστές, όπως ο Καντίσκι, που κατέφθαναν από την Ευρώπη ασκούσαν μεγάλη επιρροή επάνω της, καθορίζοντας και την τέχνη της.
Την τεχνική που ανέπτυξε ως προθέρμανση της ομάδας της αλλά και στα μαθήματα που έδινε στο Neighborhood Playhouse School of the Theatre την ονόμασε «Contraction and Release» («Συστολή και αποσυμπίεση») ‒ η περίφημη Μέθοδος Γκράχαμ, που είναι γνωστή σε όλο τον πλανήτη. Το γεγονός ότι το μάθημα ξεκινούσε στο πάτωμα με γυμνά πόδια ήταν πρωτόγνωρο, καθώς επρόκειτο για το εντελώς αντίθετο της τεχνικής του κλασικού μπαλέτου. Ένα νέο λεξιλόγιο επιλεγμένων κινήσεων μέσω των οποίων ο/η χορευτής/χορεύτρια προέβαλλε κάθε θετική ή αρνητική σκέψη, απελευθερώνοντας συναισθήματα όπως φόβο, χαρά, τρόμο, έκσταση, μίσος, ζήλια.
Σύντομα σημαντικοί ηθοποιοί, ακόμα και οι μεγαλύτεροι αστέρες του Μπρόντγουεϊ και του Χόλιγουντ, όπως η Μπέτι Ντέιβις, ο Κερκ Ντάγκλας, ο Γκρέγκορι Πεκ, η Τζόαν Γούντγουορντ, πολύ αργότερα η Λίζα Μινέλι και η Μαντόνα, ζητούσαν από εκείνη να παρακολουθήσουν τα μαθήματα της τεχνικής της, ώστε να μάθουν να εκφράζουν σωματικά το συναισθηματικό υπόστρωμα των χαρακτήρων που ερμήνευαν.
Η ζωή της είχε έναν μόνο στόχο, τον χορό, στον οποίο αφιερώθηκε ολόψυχα. Ο πρώτος της πιστός συνεργάτης και συνοδοιπόρος ήταν ο πιανίστας και συνθέτης Λούις Χορστ, με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Παρ' όλα αυτά, στους μαθητές της επέμενε να λέει: «Μην ακολουθείτε τη μουσική, η μουσική είστε εσείς». Έτσι, το 1929 παρουσίασε το «Heretic», όπου φάνηκε καθαρά ότι άφηνε πίσω της τη διδασκαλία των Σαιντ Ντένις/Σον, με τις χορογραφίες της να γίνονται όλο και πιο επιθετικές και οξείες, πιο αιχμηρές, με μεγαλύτερη σφοδρότητα, ίσως επειδή αντανακλούσαν τα σκοτεινά εκείνα χρόνια. Πάνω απ' όλα, όμως, επειδή ήθελε να εκφράσει το κοινό της, να το πλησιάσει, να ερμηνεύσει στη σκηνή τα μεγάλα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα της εποχής της.
Η κατεύθυνση που έδινε στους συνεργάτες της ήταν «όλοι μας είμαστε μοναδικοί. Επιμένετε μέχρι να βρείτε τη μικρή μυστική γλώσσα που θα εκφράσει το σώμα και την καρδιά σας». Η ίδια, υπέρμετρα φιλόδοξη, αρνούνταν να συμβιβαστεί με οτιδήποτε δεν την έβρισκε σύμφωνη, ποτέ δεν παρέδιδε τα όπλα.
Παράλληλα, ξεκινούσε τη μακρά συνεργασία της με τον Αμερικανο-γιαπωνέζο φωτογράφο Soichi Sunami, με τον οποίο δημιούργησε εμβληματικές φωτογραφίες σύγχρονου χορού, ενώ με τον επίσης Αμερικανο-γιαπωνέζο αρχιτέκτονα και εικαστικό καλλιτέχνη, τον Isamu Noguchi, εισήγαγαν μια νέα αισθητική, όπου η σκηνογραφία έπαψε να είναι διακοσμητική και περίπλοκη, αντιθέτως έγινε εγκεφαλική και μίνιμαλ, εκφράζοντας απόλυτα τη σκέψη της, φέρνοντας στην επιφάνεια την κίνηση, τις καθαρές γραμμές και το συναίσθημα, αλλά όχι με τον αιθέριο τρόπο του μπαλέτου.
Ένας άλλος σημαντικός συνεργάτης της ήταν ο συνθέτης Άαρον Κόπλαντ, ο οποίος επένδυσε μουσικά παραστάσεις της. Ωστόσο, συνεργάστηκε και με μια σειρά από σημαντικούς μουσικούς, όπως οι Samuel Barber, William Schuman, Carlos Surinach, Τζιαν Κάρλο Μενότι, Νταριούς Μιγιό.
Το 1936, χρονιά που παρουσίασε το «Chronicle» ‒σαφής αναφορά στον φασισμό που σάρωνε την Ευρώπη‒, δέχτηκε πρόταση από τον Χίτλερ να συμμετάσχει καλλιτεχνικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, την οποία φυσικά απέρριψε. Γι' αυτήν της τη στάση ανταμείφθηκε δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Ρούζβελτ την κάλεσε να χορέψει στον Λευκό Οίκο. Ήταν η πρώτη ομάδα χορού που έδωσε το «παρών» στο προεδρικό μέγαρο.
Το 1938 εντάχθηκε στην ομάδα της ένας νέος χορευτής, ο Έρικ Χόκινγκ, προερχόμενος από την ομάδα του Μπαλανσίν. Ήταν ο πρώτος άντρας χορευτής που χόρευε στην ομάδα της (ακολούθησαν ο Mερς Κάνιγχαμ και ο Πολ Τέιλορ) και, παρόλη τη διαφορά ηλικίας, εκείνος μόλις 29 κι εκείνη 44, συνδέθηκαν με έναν μεγάλο έρωτα και μια σημαντική συνεργασία που κράτησε δέκα χρόνια. Ο Χόκινγκ επηρέασε καταλυτικά τη θεματολογία της, καθώς είχε αποφοιτήσει από το τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Χάρβαρντ, στρέφοντάς την στην ελληνική μυθολογία, η οποία της έδωσε το έναυσμα να εξερευνήσει τα μεγάλα ζητήματα της σύγχρονης διανόησης και της τέχνης.
Έτσι, αφού πρώτα χόρεψαν μαζί στο «Appalachian Spring» του 1944, έναν ύμνο στην αμερικανική παράδοση, ακολούθησαν τα «ελληνικά» έργα το 1946, το «Cave of Heart», βασισμένο στη «Μήδεια», και το 1947 το «Night Journey», βασισμένο στον Οιδίποδα. Ο Χόκινγκ διηύθυνε την ομάδα της και ήταν το στήριγμά της όσο έμεινε μαζί της. Μετά από δική του επιμονή παντρεύτηκαν το 1948. Ο γάμος δεν κράτησε, καθώς το 1951 εγκατέλειψε την ομάδα εν μέσω τουρνέ στην Ευρώπη και λίγα χρόνια αργότερα πήραν διαζύγιο. Εκείνος ακολούθησε δική του καριέρα.
Δέκα χρόνια μετά το εκπληκτικό «Errand into the maze» του 1948 σε μουσική Μιγιό, με θέμα τον Θησέα και τον Μινώταυρο, το 1958, ήρθε η «Κλυταιμνήστρα», εμπνευσμένη από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία της παράστασης, που παίχτηκε μέχρι και στο Μπρόντγουεϊ και έκτοτε συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα του σύγχρονου χορού.
Έλεγε για τα ελληνικά θέματα: «Σηματοδοτούν κάτι πολύ συγκεκριμένο στη ζωή μου, τον φόβο για το άγνωστο και το απροσδιόριστο». Ήταν η μόνη που διέθετε την ξεχωριστή ικανότητα να εικονοποιεί τις εσωτερικές της ανησυχίες μέσω της κίνησης και του χορού, αντανακλώντας και εξελίσσοντάς τες στη σκηνή. Κλυταιμνήστρα, Αγαμέμνονας, Ιάσονας, Φαίδρα, Ιοκάστη, Πηνελόπη, Οδυσσέας, δεν υπάρχει μυθικό πρόσωπο που να μη χρησιμοποίησε. Αλλά και εμβληματικές γυναίκες, όπως η Ιωάννα της Λωρραίνης, η Έμιλι Ντίκινσον και η Έλεν Κέλερ.
Συχνά δήλωνε ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να σταματήσει να χορεύει. Το 1970 χόρεψε για τελευταία φορά, σε ηλικία 76 ετών, στο «Cortege of Eagles». Συνέχισε να διδάσκει και να χορογραφεί μέχρι τα βαθιά γεράματα, πολεμώντας τη χρόνια κατάθλιψη. Αναλάμβανε αναθέσεις από μεγάλες όπερες του κόσμου και χορογραφούσε μερικούς από τους σημαντικότερους χορευτές του 20ού αιώνα, όπως η Μαργκό Φοντέιν, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, η Μάγια Πλισέτσκαγια και η Λάιζα Μινέλι, οι οποίοι δέχτηκαν να χορέψουν ως προσκεκλημένοι στη Martha Graham Dance Company.
Παράλληλα, διάσημοι σχεδιαστές μόδας από τον χώρο της υψηλής ραπτικής, όπως ο Κάλβιν Κλάιν, η Ντόνα Κάραν και ο Χάλστον, υπέγραψαν τα κοστούμια των παραστάσεών της. Μια ολόχρυση τουαλέτα του Χάλστον έγινε σήμα κατατεθέν της, καθώς για πολλά χρόνια στα γκαλά και τις πρεμιέρες της εμφανιζόταν στην υπόκλιση φορώντας το, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για μια ιέρεια του στυλ.
Πέθανε την 1η Απριλίου του 1991 σε ηλικία 96 ετών από πνευμονία. Η τέφρα της σκορπίστηκε στη βραχώδη ορεινή τοποθεσία Sangre de Cristo Mountains του Νέου Μεξικού, που σημαίνει «αίμα του Χριστού». Το όνομά της παραμένει ζωντανό σε ολόκληρο τον πλανήτη, συνυφασμένο με τον σύγχρονο χορό, αποτελώντας παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά και μία από τις εμβληματικές προσωπικότητες της τέχνης του 20ού αιώνα.
σχόλια