Βερολίνο, Ιούλιος 1934. Ο Χίτλερ βρίσκεται ενάμιση χρόνο στην εξουσία και η γερμανική πρωτεύουσα, που ζει ακόμα στον απόηχο της ηδονιστικής παραζάλης του Μεσοπολέμου, πρόκειται σύντομα να αλλάξει ριζικά προφίλ.
Η ντόλτσε βίτα μιας πρώιμης απελευθέρωσης δεν έχει ακόμα τελειώσει για τους ομοφυλόφιλους, τα καφέ, τα μπαρ, τα κλαμπ και τα άλλα στέκια τους σφύζουν από ζωή, όμως όχι για πολύ ακόμη – ο ουρανός έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και οι ναζί ήδη καταδιώκουν αντιφρονούντες και Εβραίους, απομονώνουν επίσης τους ανάπηρους, τους διαφορετικούς. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι εξευτελισμοί, τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις είναι στην ημερήσια διάταξη.
Οι διαθέσεις τους απέναντι στους ομοφυλόφιλους διαφάνηκαν από την επιδρομή παρακρατικών στο Ινστιτούτο Σεξολογίας του Μάγκνους Χίρσφελντ τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Μετά και τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» (2/7/1934), οπότε τα Τάγματα Εφόδου (SA) του Ερνστ Ρεμ διαλύονται βίαια και όσοι ομοφυλόφιλοι υπηρετούσαν εκεί εξοντώνονται ή φυλακίζονται, η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά κανονικά…
Σε αυτήν ακριβώς τη χρονική στιγμή τοποθετεί ο Μάρτιν Σέρμαν το κορυφαίο θεατρικό του έργο που δίκαια θεωρείται ένα από τα συγκλονιστικότερα που γράφτηκαν τον εικοστό αιώνα. To «Bent» έκανε πρεμιέρα το 1979 στο Royal Court Theater του Λονδίνου με πρωταγωνιστές τους Ίαν Μακ Κέλεν και Τομ Μπελ και έκτοτε ανέβηκε σε πολλά θέατρα ανά τον κόσμο.
Ένα έργο πολύ δυνατό, διαχρονικό και βέβαια βαθιά πολιτικό, που αφυπνίζει συνειδήσεις και ανεβαίνει σε μια όχι τυχαία συγκυρία.
Έγινε μέχρι και ταινία, ενώ συνέβαλε πολύ στις προσπάθειες ανάδειξης των ομοφυλόφιλων θυμάτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Γ' Ράιχ, των περίφημων «Ροζ Τριγώνων» που βρίσκονταν για δεκαετίες στο περιθώριο του επίσημου αφηγήματος – το ροζ τρίγωνο χρησιμοποιήθηκε στα '70s από το ομοφυλόφιλο κίνημα ως σύμβολο μνήμης και αγώνα, ενώ στα '80s το «υιοθέτησε» αντεστραμμένο η Act Up.
Το πιο εξωφρενικό ήταν ότι, όπως αναφέρει κάποια στιγμή και ο θείος Φρέντι (Δημήτρης Καραμπέτσης), οι ναζί είχαν απαγορεύσει ακόμα και τη φαντασία, ακόμα και τις σκέψεις που σχετίζονταν με την ομοφυλοφιλία.
Στην Ελλάδα το έργο πρωτοανέβασε το 1980 ο Γιώργος Θεοδοσιάδης με τους Πέτρο Φυσσούν και Γιάννη Φέρτη και έκανε πάταγο, καθώς άγγιζε ένα θέμα που για την ελληνική κοινωνία, «δασκαλεμένη» μέχρι πρότινος με το χουντικό τρίπτυχο «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια», ήταν ακόμα μεγάλο ταμπού.
Ο νεαρός τότε Πέτρος Ζούλιας, ο οποίος σκηνοθετεί το εκ νέου ανέβασμα του «Μπεντ» στο Θέατρο Χώρα με πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Μέμο Μπεγνή - Ιωάννη Αθανασόπουλο και «οδηγό» τη μετάφραση του Θεοδοσιάδη, είχε, καθώς λέει, εντυπωσιαστεί βαθιά από εκείνη την παράσταση και ήθελε από χρόνια να καταπιαστεί με αυτό το έργο.
«Ο εφιάλτης του ναζισμού δεν ανήκει δυστυχώς σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Σε Ευρώπη και Αμερική ανθούν ξανά οι ρατσιστικές ιδεολογίες και οι ακροδεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί κερδίζουν έδαφος. Στην Ελλάδα διεξάγεται αυτό τον καιρό η δίκη της Χρυσής Αυγής σε δεύτερο βαθμό και όλοι είδαμε τον Κωνσταντίνο Πλεύρη, συνήγορο μελών μιας οργάνωσης που μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχε εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους, να χαιρετά ναζιστικά μέσα στο Εφετείο. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ένας διάχυτος κοινωνικός εκφασισμός που εκφράστηκε και στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Δεν φαντάζεσαι πόσα δηλητηριώδη σχόλια δεχόμαστε καθημερινά στους λογαριασμούς του θεάτρου Χώρα στα σόσιαλ μίντια και μιλάμε για ένα κλασικό έργο!» μου λέει ο σκηνοθέτης.
«Ένα έργο πολύ δυνατό, διαχρονικό και βέβαια βαθιά πολιτικό, που αφυπνίζει συνειδήσεις και ανεβαίνει σε μια όχι τυχαία συγκυρία. Καταγγέλλει τη βία, τον ρατσισμό και τον αυταρχισμό, μας προτρέπει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας και να συμφιλιωνόμαστε μαζί του ως έχει αφενός, να επιδεικνύουμε συντροφικότητα, αλληλεγγύη και ανθρωπιά αφετέρου, είτε πρόκειται για πρόσφυγα, είτε για άτομο ΛΟΑΤΚΙ+, είτε για άτομο στο όριο της ανέχειας, από διαφορετική θρησκεία και φυλή, οποιονδήποτε δεν είναι “σαν κι εμάς”. Είναι, πάνω απ' όλα, ένας ύμνος στη δύναμη του έρωτα», συνεχίζει, σε αντιδιαστολή με την πεσιμιστική διαπίστωση του Μαξ ότι «οι ομοφυλόφιλοι δεν πρέπει να αγαπούν».
Το ξεκίνημα της παράστασης μας μεταφέρει νοητά σε ένα queer κλαμπ εποχής, όχι πολύ διαφορετικό από ένα ανάλογο κλαμπ στο σημερινό Βερολίνο ή και την Αθήνα. Το διευθύνει η drag queen Γκρέτα (πολύ πειστικός στον ιδιαίτερα απαιτητικό αυτόν ρόλο ο Μανώλης Θεοδωράκης, ο οποίος στη συνέχεια υποδύεται και τον ναζί αξιωματικό) που, ελπίζοντας να διασώσει αν όχι την επιχείρηση τουλάχιστον την άλλη της ζωή, αυτή ενός καθώς πρέπει στρέιτ οικογενειάρχη, θα συνεργαστεί με τους ναζί.
Σε μια ακόμα νύχτα κραιπάλης, λοιπόν, σε αυτό το «άντρο ακολασίας», ο Μέμος Μπεγνής (Μαξ) «ψωνίζει» ένα νεαρό στέλεχος των Ταγμάτων Εφόδου (James Rodi) και μεθυσμένοι πηγαίνουν παρέα στο σπίτι όπου συζεί με τον δεσμό του τον Ρούντι (Γιάννης Σίντος).
Όμως την επομένη το πρωί –έχει προηγηθεί η «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών»– ζυγώνει το κακό: μέλη των SS, «μιλημένα» από την Γκρέτα, που μαζί με τον σαδιστή ναζί Χρήστο Ζαχαριάδη και τον Σπύρο Δούρο παραπέμπουν στην κατά Χάνα Άρεντ «κοινοτοπία του κακού», μπουκάρουν για να συλλάβουν το «τεκνό» του Ερνστ Ρεμ. Το ζευγάρι το σκάει, κρύβεται και προσπαθεί να διαφύγει από τη χώρα, ώσπου τελικά τους συλλαμβάνει η Γκεστάπο.
Το δεύτερο μέρος, που είναι πραγματική «γροθιά στο στομάχι», ακόμα κι αν το δεις σε πρόβα, και απαιτεί υψηλές υποκριτικές ικανότητες αλλά και αντοχές, ειδικά για τους δύο πρωταγωνιστές, οι οποίοι πρέπει να κουβαλούν πέρα-δώθε επί ώρα πραγματικές κοτρώνες, εκτυλίσσεται όλο σχεδόν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου.
Εκεί θα μεταφερθεί ο Μαξ, αλλά όχι ο σύντροφός του, που, όντας μύωπας, θεωρήθηκε ανάπηρος, άρα ακατάλληλος ακόμα και για καταναγκαστικά έργα. Ο άτυχος Ρούντι δεν θα έχει καλό τέλος, θα προδοθεί μάλιστα και από τον ίδιο τον Μαξ, έναν άνθρωπο που παλεύει μέχρι τότε «με πολλούς δαίμονες, σκοτάδια και συμπλέγματα», όπως σημειώνει ο Μπεγνής, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποδείξει ότι δεν είναι «αδερφή».
Γι’ αυτό άλλωστε και επειδή η ομοφυλοφιλία είναι η έσχατη κατηγορία κρατουμένων, προσποιείται τον Εβραίο ώστε να τύχει κάπως καλύτερης μεταχείρισης, αν μπορεί να το διανοηθεί κάποιος αυτό – έχει σημασία εδώ ότι και ο υπέργηρος, πλέον, Μάρτιν Σέρμαν είναι Αμερικανός εβραϊκής καταγωγής.
Ο Μαξ πιστεύει –ή έτσι νομίζει– ότι το να σαρώνει ολημερίς, χειμώνα-καλοκαίρι, πέτρες με γυμνά χέρια, θα είναι λιγότερο εξοντωτικό από το να τις σπάει με βαριοπούλα. Προκειμένου μάλιστα να μην του στρίψει, «λαδώνει» κάποιον φρουρό ώστε να έχει παρέα τον Χορστ (Ιωάννης Αθανασόπουλος) που γνωρίστηκαν στο τρένο. Οι δυο τους απαγορεύεται να μιλάνε, ακόμα και να κοιτάζονται, αλλά το να νιώθεις έστω μια παρουσία δίπλα σου σε μια τέτοια συνθήκη και να ανταλλάσσεις ψιθυριστά 2-3 κουβέντες, είναι κάτι.
«Out and proud», συνειδητοποιημένος, πολιτικά ριζοσπάστης, o Χορστ αμφισβητεί τη «διευκόλυνση» και ψέγει τον Μαξ που, αντί για το ροζ τρίγωνο, φορά το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ, στην πορεία ωστόσο προκύπτει έρωτας.
Αυτό που ακολουθεί μέχρι να πέσει η αυλαία –οι αγχωμένες στιχομυθίες, οι συναισθηματικές εντάσεις και μεταπτώσεις, το κατά φαντασία μεν αλλά φλογερό, παθιασμένο σεξ που κάνουν όρθιοι και ακίνητοι στα ολιγόλεπτα διαλείμματα της αγγαρείας, η «θυσία» του Χορστ, η «μεταμόρφωση» του Μαξ, η μεταστοιχείωση του έρωτα σε αληθινή αγάπη–, είναι απλώς συγκλονιστικό και, απ' ό,τι είδα, οι Μπεγνής - Αθανασόπουλος το κερδίζουν το στοίχημα.
«Βλέπουν», μάλιστα, στη συνθήκη αυτή όχι μόνο τη ναζιστική παράνοια και τον ολοκληρωτισμό αλλά και την τραυματική εμπειρία της απομόνωσης και της αποφυγής κάθε ανθρώπινης επαφής που βιώσαμε στα δύο χρόνια της πανδημίας.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη σε βάζουν απόλυτα στο πνεύμα του έργου με τη συνδρομή της μουσικής του Θοδωρή Οικονόμου. Στις σκηνές του κλαμπ και του σπιτιού κυριαρχεί το πορφυρό χρώμα, στις πιο μινιμαλιστικές, του στρατοπέδου, με τους θηριώδεις «τοίχους» να παραπέμπουν στην μπρουταλιστική ναζιστική αρχιτεκτονική του Σπέερ, το μεταλλικό γκρίζο.
Τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη είναι κι αυτά προσεγμένα και πιστά στο πνεύμα της εποχής, εξαιρετικές βρήκα επίσης τις ερμηνείες και την κίνηση των δύο πρωταγωνιστών, όσο και των υπόλοιπων ηθοποιών – κάποιες επί μέρους αδυναμίες που τόσο οι ίδιοι όσο και ο σκηνοθέτης τους επισήμαναν θα έχουν, πιστεύω, διορθωθεί μέχρι την επίσημη πρεμιέρα, κάτι που εγγυώνται το πείσμα και η προσήλωση που έδειχναν αλλά και η επιθυμία να είναι το αποτέλεσμα καρπός συλλογικής προσπάθειας.
«Κάνουμε έρωτα, άρα είμαστε ακόμα άνθρωποι, είμαστε ζωντανοί, υπάρχουμε!», ξεσπάει με ενθουσιασμό κάποια στιγμή ο Χορστ και δεν βρίσκω καλύτερο επίλογο γι’ αυτό το ρεπορτάζ.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩN ΤΟΥ «ΜΠΕΝΤ» ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΠΕΤΡΟΥ ΖΟΥΛΙΑ