Το ραντεβού μας με τον Ορφέα Αυγουστίδη είναι σε μια πλατεία και όλοι τον αναγνωρίζουν· αγόρια και κορίτσια του ζητούν να βγάλουν μια σέλφι μαζί κι εκείνος δεν αρνείται, ζητώντας συγγνώμη κάθε φορά που διακόπτει τη συζήτηση.
Αν και παιδί μεγαλωμένο μέσα στο θέατρο, μπορεί να κρατάει χαμηλό προφίλ, παίρνει ρίσκα και ψάχνει με επιμονή και έναν ενθουσιασμό που διαρκώς ανανεώνεται τη σχέση με τους ρόλους του και την τέχνη του, πέρα από την επιτυχία κάθε παράστασης.
Αν και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, παίζοντας τον Αστέρη στον «Σασμό», η φετινή θεατρική χρονιά τον βρίσκει ξανά σε έναν απαιτητικό μονόλογο με τον οποίο γέμισε το θέατρο Βασιλάκου και έκανε 120 παραστάσεις, σε μια αναμέτρηση με το έργο του Μπενουά Σολ «Η μηχανή του Τούρινγκ», τη συναρπαστική ιστορία ενός ανθρώπου που άλλαξε τον κόσμο, του «πατέρα της επιστήμης υπολογιστών», που έχει αποσπάσει τέσσερα βραβεία Μολιέρ, έχει παιχτεί στην Αβινιόν και έχει κάνει περισσότερες από 700 sold out παραστάσεις στο Παρίσι.
Ο ίδιος ο Μπενουά Σολ, όταν είδε την παράσταση, ενθουσιάστηκε από την ερμηνεία του Ορφέα και τον παλμό του κοινού που παρακολουθούσε καθηλωμένο, όπως είπε.
— Ορφέα, μόλις πέρασε το μεγάλο κύμα της πανδημίας η παράσταση πήγε με το word of mouth, γέμισε το θέατρο. Θέλω να μου μιλήσεις για το πώς αποφασίσατε να κάνετε με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο αυτό το έργο.
Αυτό το έργο το είχε βρει ο Μιχάλης Αδάμ, ο παραγωγός μας, που δυστυχώς δεν το είδε ποτέ, δεν βρίσκεται στη ζωή πια. Ο Οδυσσέας σκέφτηκε να το «πειράξουμε», να το κάνουμε μονόλογο κι έτσι ξεκινήσαμε να το δουλεύουμε και να ψάχνουμε με ποια θεατρική γλώσσα θα το προσεγγίσουμε. Μπήκαμε στην περιπέτεια ότι θα είναι όλο το έργο σαν ένα δευτερόλεπτο στο μυαλό του πριν αυτοκτονήσει, όπως συμβαίνουν χωρίς να τα περιγράφεις τα πράγματα, τα αφήνεις να σε επισκεφθούν και να φύγουν πάλι.
Αυτό γεννήθηκε σιγά σιγά στις πρόβες, μεταξύ μας, με απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί πολύ σπάνια συμβαίνει σε παράσταση, και μάλιστα σε μια τέτοια παράσταση, που είσαι ολομόναχος, να μην έχεις χορτάσει ούτε εσύ και να νιώθεις πώς ούτε ο κόσμος έχει τελειώσει τη σχέση του μαζί της. Γι’ αυτό δεν μπορούσα παρά να συνεχίσω και φέτος.
Ο καθένας μας κάνει θέατρο για διαφορετικούς λόγους. Ό,τι και αν λένε, δεν είναι ανταγωνιστικό επάγγελμα, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε την ευκαιρία να γινόμαστε καλύτεροι όχι μόνο επειδή μαθαίνουμε μέσα από τη διαδικασία αλλά γιατί έχουμε την τύχη να συνεργαζόμαστε με άλλους ανθρώπους κάθε χρονιά.
— Ο κόσμος πώς συνδέεται με την παράσταση, τι σου λέει;
Ο καθένας συνδέεται με διαφορετικό τρόπο. Το ότι τελειώνει η παράσταση και έρχονται να μου μιλήσουν μόνο οι γυναίκες, επειδή οι άντρες τους κλαίνε, μου αρκεί. Δεν μου έχει συμβεί ποτέ ξανά στο θέατρο. Και δεν θα σχολιάσω το ότι είμαι μόνος στη σκηνή.
Μόνος - ξεμόνος, σημασία έχει η σχέση του ίδιου του θεάτρου με το κοινό, η αλληλεπίδραση, το συμβάν, η παράσταση, όχι εσύ ο ίδιος. Χαίρομαι όταν η παράσταση τελειώνει και ο κόσμος μιλάει γι' αυτό που είδε και όχι για το πόσο καλός ήμουν εγώ – έτσι καταλαβαίνω ότι πετύχαμε αυτό που θέλαμε με τον Οδυσσέα, να αποφύγουμε την επίδειξη.
— Την αποφεύγει την επίδειξη σε αυτή την ηλικία ένας ηθοποιός;
Εγώ νιώθω ότι την έχω αποφύγει. Μπορεί, βέβαια, κάποιος να διαφωνεί.
— Την έχεις αποφύγει επειδή μεγάλωσες μέσα στο θέατρο; Έχει σημασία αυτό;
Έχει σημασία ότι μέσα μου δεν υπάρχει ως πραγματική ανάγκη. Άρα μπορεί να έχει να κάνει με πυρηνικές κατασκευές που κρατάνε από παλιά, μπορεί να έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα, τους γονείς, με μένα τον ίδιο, με το περιβάλλον, με τους φόβους μου. Δεν σχετίζονται όλα μόνο με το πόσο καλά ή κακά είναι τα υλικά από τα οποία αποτελούμαστε αλλά και με το πώς τα έχουμε δουλέψει, και τα δουλεύουμε ακόμα.
— Η μεγαλύτερη δυσκολία στη δουλειά μέχρι σήμερα ποια ήταν;
Ένα δύσκολο κομμάτι κάθε φορά είναι να διαχειριστώ την προσωπική αποτυχία, το ότι δεν κατάφερα να φτάσω τους στόχους που έβαλα ο ίδιος. Τώρα θεωρώ ότι οι πιο σημαντικές στιγμές στη δουλειά μου ήταν οι χειρότεροι ρόλοι που έκανα, οι ρόλοι που πρόδωσα.
Τελικά, όλους τους ρόλους τους προδίδεις, γιατί πάντα είσαι ένα βήμα μπροστά και όταν τους επισκέπτεσαι, λες: «Θα μπορούσε να είναι αλλιώς». Αλλά έτσι είναι το θέατρο, έτσι είναι και η ζωή. Ας δεχτούμε ότι είναι ένα ποτάμι που κυλάει κι εσύ βρίσκεσαι σε ένα άλλο μέρος, σε άλλη εποχή. Τώρα είναι φάροι αυτές οι στιγμές, με βοηθάνε πάντα να ξεκαθαρίζω τι θέλω και να βρίσκομαι αντιμέτωπος με τις αδυναμίες μου.
Δυστυχώς, όσο πιο πολύ ψάχνεις, ειδικά σε αυτήν τη δουλειά, τις βρίσκεις μπροστά σου. Αν είσαι έξυπνος, κάνεις ότι δεν υπάρχουν, αν είσαι πολύ έξυπνος τις κοιτάζεις και καλυτερεύεις. Έχει περισσότερο ζουμί να τις αντιμετωπίζεις με υπομονή και ψυχραιμία και να εξελίσσεσαι για να φτάσεις από το ένα στο πέντε.
— Βγήκες νωρίς στη δουλειά, πολύ νέος. Κοιτώντας σήμερα πώς εκπαιδεύεται ένας ηθοποιός, τι θα έλεγες;
Εγώ δεν εκπαιδεύτηκα καλά και αυτό δεν έχει να κάνει με τη σχολή αλλά με το σύστημα και κυρίως με την ηλικία. Αν με ρωτάς, πιστεύω ότι ένας ηθοποιός πρέπει να ξεκινάει τις σπουδές του στα είκοσι πέντε. Στα δεκαοκτώ δεν έχεις την υπομονή να καταλάβεις ότι τα υλικά που χρειάζεσαι δεν συνδέονται όλα με το αποτέλεσμα, πρέπει να περάσεις από διάφορα στάδια. Δηλαδή δεν είναι όλα ένας μονόλογος ή μια σκηνή που πρέπει να παίξεις.
Η επαφή με το σώμα σου, για παράδειγμα, έχει να κάνει με κάτι έξω από το θέατρο, αλλά αν δεν το καταλάβεις και δεν γίνει βιωματικό αυτό, δεν μπορείς να έχεις επαφή με το σώμα σου και πάνω στη σκηνή. Πρέπει να γνωρίσεις το θέατρο και την αλφάβητό του, να διαβάσεις έργα. Δεν έχεις την ψυχραιμία να διαβάσεις στα δεκαεννιά σου όμως. Λες: «Γιατί να διαβάσω έργα, για να τα κουβεντιάσουμε;». Πρέπει να δεις θέατρο, όχι μόνο τις καλές παραστάσεις. Στις δραματικές σχολές δημιουργούνται αυτές οι τάσεις και πηγαίνουν να βλέπουν μόνο τις καλές παραστάσεις. Πρέπει να τις βλέπουν όλες, όσες μπορούν.
Σε ό,τι με αφορά, είχα πολύ καλούς δασκάλους που μας φέρθηκαν πολύ τρυφερά και όλα όσα συζητάμε ήταν εκεί, αλλά δεν τα βλέπαμε. Θα σου πω ένα παράδειγμα: η Νέλλη Καρρά μας έκανε γιόγκα πριν από τα μαθήματα και λέγαμε «Γιόγκαααα; Στις δέκα το πρωί;». Σήμερα, που είμαστε πιο μεγάλοι και πιο συνδεδεμένοι με αυτό που κάνουμε, θα πηγαίναμε τρέχοντας.
— Κάνεις θέατρο δεκαεπτά χρόνια και είναι η εποχή που η δουλειά έχει περάσει από μικρά και μεγάλα «σαμαράκια». Τι λέει η γενιά σου λοιπόν;
Ναι, η γενιά μου τα έχει ζήσει ξεκάθαρα τα «σαμαράκια». Με το που ξεκίνησα να δουλεύω υπήρχαν οι απολήξεις της προηγούμενης εποχής των υποσχέσεων, άρπαξα κι εγώ μια-δυο από αυτές, είδα πως ήταν άσχετες, αν και τις ήξερα και από τους γονείς μου.
Στην αμέσως επόμενη περίοδο, και αυτό έχει ενδιαφέρον, μπορούσες με καθαρό μυαλό να διαλέξεις, γιατί δεν υπήρχαν λεφτά. Επέλεγα ξεκάθαρα σε σχέση με τους στόχους μου και αυτό που ήθελα να κάνω, είπα «βουτάω» κι έτσι έγινε.
Κάνω λιτό βίο και δουλεύω για να γνωρίσω αυτήν τη δουλειά, ούτε για τις δημόσιες σχέσεις ούτε για την γκλαμουριά. Εγώ έκανα φίλους μέσα από τη δουλειά για τους ανθρώπους, για τον κοινό λόγο. Όσοι, λοιπόν, το είδαμε έτσι, πήραμε αυτό που χρειαζόμαστε για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε χωρίς ρεαλιστικές προσδοκίες πια. Δουλεύουμε γιατί αγαπήσαμε αυτήν τη δουλειά, τελεία.
— Βλέπεις διαφορά στο πώς μιλάτε μεταξύ σας σε σχέση με το πώς μιλούσαν οι προηγούμενοι, οι μεγαλύτεροι;
Εγώ τους μεγαλύτερους, όταν βγήκα στη δουλειά, τους έβλεπα ήδη ως μεγάλους, είτε γιατί είχαν ένα όνομα είτε γιατί είχαν κατορθώσει να φτιάξουν ένα δικό τους θέατρο, είχαν τον θίασό τους. Για πολλά χρόνια ήμασταν πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Ονειρευόμασταν να υπάρχουμε και να σχετιζόμαστε μεταξύ μας μέσα από τη δουλειά, γιατί κοιτάζαμε προς την ίδια κατεύθυνση, και υπάρχει και μια εκτίμηση μεταξύ μας.
Όταν ξεκίνησα υπήρχε ακόμα ο διαχωρισμός μεταξύ τηλεοπτικών και εμπορικών κ.λπ. Εμένα δεν με σταμάτησε καμία ταμπέλα και δούλεψα με όλους. Συνάντησα και κάποιους της γενιάς μου που τα έβλεπαν έτσι και νομίζω ότι αυτό συνέβαινε επειδή έτσι τροφοδοτούσαν την ύπαρξή τους.
— Η τηλεόραση τώρα σε βοηθάει στο θέατρο;
Μια κακή παράσταση πιστεύω ότι δεν βοηθιέται με τίποτα, είναι μαρτυρική για όλους. Υπάρχουν και αυτές οι παραστάσεις και το ξέρουν όλοι, όπως ένας σεφ ξέρει πότε το φαγητό του είναι πολύ αλμυρό – δεν γίνεται να μην το ξέρει. Το λέω σχολιάζοντας και την εποχή που δεν μπορούμε να μιλήσουμε ειλικρινά. Τις παραστάσεις που δεν λειτουργούν δεν τις βοηθά τίποτα.
Κάποιος μπορεί να πει «πάμε στον Ορφέα» επειδή με έχει δει στον «Σασμό». Μπορεί να βοηθήσει αυτό, αλλά δεν μπορεί να γεμίσει ένα θέατρο, ειδικά όταν πρόκειται για μονόλογο, γιατί όσα σκηνοθετικά τεχνάσματα και αν έχεις ανακαλύψει, χρειάζεται και η συγκέντρωση του κοινού, η βοήθεια του θεατή, γιατί αν ανοίξουν είκοσι πέντε κινητά τελείωσε – άνθρωπος είμαι και επηρεάζομαι.
— Τελικά το στοίχημα ενός ηθοποιού είναι να καταφέρει να κάνει το κοινό να ξεχάσει το κινητό τις δύο ώρες μιας παράστασης.
Πιστεύω ότι ο κόσμος, όσο περνά ο καιρός, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να πλήττει δευτερόλεπτο. Αυτό θα είναι και το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουν οι γονείς των παιδιών που μεγαλώνουν τώρα. Εγώ χαίρομαι όταν βλέπω τον γιο μου τον Αχιλλέα να βαριέται και με τη Γεωργία κάνουμε πίσω, λέμε «άσ' τον να μάθει να διαχειρίζεται τις αισθήσεις του, τη βαρεμάρα του».
Καμιά παράσταση δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την πληροφορία που μπορείς να πάρεις από τα σόσιαλ σε ένα λεπτό και μόνο, άρα δεν είναι ευθύνη του θεάτρου και των ηθοποιών να καταπολεμήσουν την πλήξη του. Πρέπει ο ίδιος ο κόσμος να απομακρυνθεί από αυτήν τη συνήθεια. Στο εξωτερικό, σε μεγάλες σκηνές, τα κινητά μπαίνουν σε φακελάκια που κλείνουν και επιστρέφονται στο τέλος της παράστασης.
— Να ρωτήσω κάτι άλλο λοιπόν. Εσείς δεν έχετε ανάγκη τα σόσιαλ, τα stories για παράδειγμα, που ανεβάζουν από κάθε παράσταση;
Τα είχαμε ανάγκη πριν από πέντε χρόνια που δεν τα ξέραμε; Τα θέατρα δεν γέμιζαν; Το ίδιο story βάζουν όλοι, εμάς ιδρωμένους στην υπόκλιση, από άλλη γωνία.
Να σου πω και κάτι άλλο; Κανένας παραγωγός δεν θα δώσει λιγότερα λεφτά στη διαφήμιση μιας παράστασης επειδή ανέβηκαν εκατό stories. Και είναι τόσο γρήγορη αυτή η διαδικασία που δεν βλέπεις αυτό που βλέπεις, είναι κάτι μηχανικό, ωστόσο είναι η πραγματικότητα. Δηλαδή πιστεύω ότι ένας αλκοολικός μπορεί να μείνει μακριά από το αλκοόλ για μια μέρα πιο εύκολα.
— Εσύ τι κάνεις όταν βγαίνεις και πας για καφέ; Δεν σκρολάρεις;
Εμένα, ας πούμε, μου αρέσει, όταν βγαίνω με έναν φίλο και για μια στιγμή δεν έχουμε τι να πούμε, από το να πέσουμε στα μαλακά και στα εύκολα και να χαζεύουμε το κινητό, για να σπάσει η αμηχανία ή η σιωπή μεταξύ μας, να βρίσκουμε έναν τρόπο να το διαχειριστούμε, να έχουμε και λίγη αγωνία να κερδίσει ο ένας τον άλλο, να βρούμε και κάτι ενδιαφέρον να πούμε.
Αυτό δεν σου λέει κάτι και για σένα και για τον άλλο; Εμένα αυτό που με τρομάζει είναι με πόση ευκολία δείχνουμε εμπιστοσύνη σε κάτι που είναι άγνωστο και ακαθόριστο, δεν ξέρουμε πού μας οδηγεί, αλλά το ακολουθούμε με κλειστά μάτια.
— Σε τρομάζει, για παράδειγμα, η ταχύτητα με την οποία αλλάζει μια τάση, μια γνώμη, η ταχύτητα με την οποία ξεχνιέται κάτι;
Πολύ εύκολα ακολουθείς κάτι που, αν μπατάρει, εξακολουθείς να διατηρείς τον ίδιο ενθουσιασμό γι' αυτό. Μετά ακολουθείς το «νέο», ξεχνάς όλα τα προηγούμενα σαν να μη συνέβησαν, γιατί δεν άφησαν κανένα αποτύπωμα. Νομίζω πως όταν μένεις κάπου για πολύ, όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να το ψάξεις, να σε απασχολήσει και να το σκεφτείς άλλη μια φορά, όταν αμφιβάλλεις, όταν επιστρέφεις στην ίδια σκέψη ξανά και ξανά, αυτό σε κάνει να συνδέεσαι με ένα γεγονός και με τον εαυτό σου και με τους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο αποκτάς άποψη και κριτική σκέψη, αν αυτό σε ενδιαφέρει φυσικά.
Σήμερα μάλλον δεν έχουμε ανάγκη από όλο το προηγούμενο, γιατί η απόφαση που θα πάρω είναι η τάση και αύριο θα διαλέξω πάλι αυτό που θα διαλέξουν οι περισσότεροι, κι ας είναι κάτι διαφορετικό. Θα είμαι καλυμμένος μέσα στο κοπάδι. Γεγονός είναι ότι πάμε δεξιά και αριστερά με κλειστά τα μάτια. Κι εγώ πάω, δεν είμαι μάγκας να κουνάω το δάχτυλο στους άλλους, στον εαυτό μου μιλάω αυτήν τη στιγμή.
— Τι σημαίνει λοιπόν να κάνεις θέατρο σήμερα; Μάχεσαι γι' αυτό και διεκδικείς τη σχέση; Τι περιμένεις αυτόν τον χειμώνα;
Πέρσι και πρόπερσι ήταν γενναίο και φοβιστικό και να κάνεις θέατρο και να πηγαίνεις στο θέατρο. Έτσι τα 'φερε η ζωή, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Από δω και πέρα θα δούμε, δεν ξεκινάμε από κει που μείναμε και δεν ξέρω πώς έχει βγει ο κόσμος μέσα από αυτήν τη δοκιμασία.
Ακόμα βλέπω βία, είναι πιο επιθετικοί οι άνθρωποι, σκληροί, με άσχημους τρόπους. Ψάχνω κι εγώ να βρω ποιος είμαι μέσα από αυτό, γιατί δεν υπάρχει θέατρο χωρίς τα μάτια, τα αυτιά και το μυαλό των ανθρώπων που το εισπράττουν. Ο καθένας μας κάνει θέατρο για διαφορετικούς λόγους. Ό,τι και αν λένε, δεν είναι ανταγωνιστικό επάγγελμα, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε την ευκαιρία να γινόμαστε καλύτεροι όχι μόνο επειδή μαθαίνουμε μέσα από τη διαδικασία αλλά γιατί έχουμε την τύχη να συνεργαζόμαστε με άλλους ανθρώπους κάθε χρονιά. Και ένα πράγμα να καταφέρεις να πάρεις από τη λειτουργία ενός άλλου ανθρώπου –γιατί ο καθένας έχει συγκεκριμένες λειτουργίες– τα πράγματα θα είναι πιο ωραία.
Ο χώρος μας είναι ένα νευρωνικό δίκτυο, χάνουν όσοι μπαίνουν σαν κλειστά κυκλώματα και δεν επιτρέπουν ούτε να δώσουν ούτε να πάρουν. Έχουμε σπουδαία υλικά, οι νέοι είναι όλο και καλύτεροι, αλλά οφείλεις να μαθαίνεις διαρκώς από τα λάθη και των άλλων και να κάνεις update. Ξεκινάει και από τις δραματικές σχολές αυτό και φτάνει μέχρι όσους μιλάνε για το θέατρο.
— Ανυπομονείς να ξαναρχίσουν οι παραστάσεις;
Πήρα μια απόσταση από το θέατρο το καλοκαίρι και τώρα ομολογώ ότι η συνάντηση με τον ρόλο αυτό μού ασκεί μεγάλη έλξη. Όσο και να κουραστώ είναι η διαδικασία που με κάνει να μη θέλω να φύγω από αυτήν τη δουλειά. Ανυπομονώ να συναντήσω ξανά τον χαρακτήρα που αποφασίσαμε να φωτίσουμε, που ακόμα τον διαβάζω, πιάνω τα σημεία, τις ραφές του, τις μικροενότητες. Θέλω πολύ να ξεκινήσω πάλι για να συνδεθώ με ένα ακόμα σημείο, να δω ένα ακόμα κομμάτι του, τα συστατικά του, και να ενσωματώσω εκεί και κάθε δυσκολία του εαυτού μου.
«Η μηχανή του Τούρινγκ» του Μπενουά Σολ
Σκηνοθεσία - διασκευή: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνικά - Κοστούμια: Όλγα Μπρούμα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική: Μαρίζα Ρίζου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θάλεια Γρίβα
Ερμηνεύει ο Ορφέας Αυγουστίδης
Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου
Από τις 14/10/2022
«Σασμός», Δευτέρα έως Πέμπτη στις 21:00, στον Alpha