Κακοφορμισμένη πλαστική τουριστίλα. Δυο καλαμαράκια, μια σαλάτα κι ένα ούζο, εκατό ευρώ. Σάτυροι με ορθωμένους φαλλούς και μυρωδιά καρύδας. Η βαριά βιομηχανία της χώρας ζέχνει. Οι προσδοκίες από τις καλοκαιρινές διακοπές γίνονται όλο και πιο μεγάλες την εποχή του Instagram και του Airbnb. Ο Greek lover μπορεί να πέταξε τη χρυσή αλυσίδα (ή και όχι) και να αποτριχώθηκε, αλλά η νοοτροπία του δεν έχει αλλάξει. Η ματαίωση του Σεπτεμβρίου φαντάζει ολοένα και μεγαλύτερη.
Η ιδέα για μια παράσταση αφιερωμένη στο «αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι» μπήκε στον Ανέστη Αζά όταν είδε εκείνη την καλτ ταινία του 1982, το «Summer Lovers», με την Ντάριλ Χάνα να μπλέκει σε ερωτικό τρίγωνο στη Σαντορίνη. «Ήταν από τις ταινίες που είχαν προκαλέσει τουριστικό "μπουμ" στα ελληνικά νησιά εκείνη την εποχή» μου λέει μόλις φτάνουμε στο προβάδικο όπου στήνουν τις Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα.
Τριγύρω μας επικρατεί ένα χάος πληροφορίας, άπειρα props και σημειώσεις και στοιχεία σκηνικού, ενώ ιδέες αιωρούνται πάνω από τη νέα σκηνοθετική δουλειά που ετοιμάζει για τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου.
«Τουρισμός και ερωτισμός στην Ελλάδα, πώς γεννιέται η φαντασίωση του ελληνικού καλοκαιριού, πώς οι διακοπές γίνονται μια περίοδος του χρόνου όπου προβάλλουμε όλες μας τις προσδοκίες, αφήνουμε στην άκρη τη ρουτίνα της καθημερινότητας, περιμένουμε ότι κάτι θα συμβεί – και συνήθως δεν συμβαίνει τίποτα».
Στην παράσταση υπάρχει μια σκηνή ομαδικού αυνανισμού (για την οποία δεν χρειάζεται να αποκαλύψουμε περισσότερα), θορυβώδης, γκροτέσκα, αλλά καταπληκτικά συντονισμένη, της οποίας η θέαση μοιάζει όντως με κορύφωση.
«Κύμα, αλμύρα, χορός, ήλιος, φως: 5 πράγματα είναι η Ελλάδα!»
Η Λένα Κιτσοπούλου κάθεται μπροστά από ένα MacBook και ξεκινά μέσω μικροφώνου μια συνομιλία με έναν εθνικιστή Ελληνάρα νέας κοπής, κάτι που μοιάζει με αυτοσχεδιασμό, αφού περιλαμβάνει τις παύσεις και τον τονισμό της καθομιλουμένης, αλλά στην πραγματικότητα πατάει σε ένα πολύ δουλεμένο κείμενο που έχει επιμεληθεί η ίδια για τις ανάγκες αυτής της «αποδομημένης, "κακοφτιαγμένης" επιθεώρησης», όπως χαρακτηρίζει τη μορφή της παράστασης. Ο Γιώργος Βουρδαμής ανταποκρίνεται στις πάσες της, καθώς φτιάχνει πλάνο προώθησης της χώρας για τον ΕΟΤ. Ο Κώστας Κουτσολέλος έχει τις αμφιβολίες του.
Η σκηνή, φυσικά, ξεφεύγει και καταλήγει στον εικονικό βιασμό μιας τουρίστριας. Η βρόμα της τεστοστερόνης πλημμυρίζει το προβάδικο. Πέρα από το προφανές πρώτο επίπεδο σχολιασμού της εξέλιξης της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας, το έργο, έτσι όπως εξελίχθηκε μέσα από τις πρόβες της ομάδας, κινείται και προς πιο επίκαιρες κατευθύνσεις: σεξισμός, τοξική αρρενωπότητα, έμφυλη βία, πατριαρχία. Οι στερεοτυπικοί (καλοκαιρινοί) ρόλοι των φύλων μπαίνουν στο μικροσκόπιο, πάντα στο πλαίσιο του ελληνικού καλοκαιριού.
«Με τη Λένα γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια και θέλαμε πάντα να κάνουμε κάτι μαζί. Σκέφτηκα ότι είναι θέμα που της ταιριάζει» ξεκινάει ο Ανέστης Αζάς. «Αρχικά, είχα μια πιο ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση, γιατί εγώ προέρχομαι από αυτό το είδος θεάτρου. Στην πορεία, το έργο προέκυψε αρκετά έως τελείως μυθοπλαστικό. Είναι μια σπονδυλωτή παράσταση. Αποτελείται από 4-5 επεισόδια, που όλα εκτυλίσσονται στη φάση των διακοπών και του ελληνικού καλοκαιριού, ιστορίες όπου όλα πηγαίνουν στραβά.
»Παίζουμε αρκετά με τα στερεότυπα και προσπαθούμε να τα αναποδογυρίσουμε, ακόμα και με τη χρήση γνωστών καλοκαιρινών τραγουδιών. Λόγω του θέματος, που περιλαμβάνει τον καλοκαιρινό, εφήμερο έρωτα, το πράγμα πηγαίνει στις σχέσεις, οπότε γίνεται και ένας σχολιασμός για την περιρρέουσα ματσίλα στη χώρα. Τα καμάκια μάς απασχόλησαν αρκετά. Είναι ένα από τα κεντρικά θέματα. Τελικά, από αυτό έχουν μείνει 1-2 σκηνές, γιατί τώρα είμαστε στη φάση της αφαίρεσης και κρατάμε το πιο μεστό υλικό».
«Κάπου ταιριάζω με τον Ανέστη στο ότι σίγουρα θα θέλαμε να δείξουμε και την άλλη όψη των πραγμάτων, την πίσω πλευρά της καρτ ποστάλ. Μάλλον θεωρεί ότι είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει λίγο να βλέπω τα πράγματα ανάποδα» συμπληρώνει η Λένα Κιτσοπούλου.
Το έργο αναπτύχθηκε απ' όλη την ομάδα, ένα μεγάλο κομμάτι του προέκυψε μέσα από αυτοσχεδιασμούς που έγιναν και το κείμενο το επιμελήθηκε η ίδια στη συνέχεια. «Ο Ανέστης δουλεύει με την έρευνα. Ενώ εγώ μπορεί να ξεκινήσω μόνη μου μια ιδέα, ένα πρώτο draft ‒ εδώ δεν έγινε έτσι. Πήρε συνεντεύξεις από ανθρώπους σχετικούς, οι ηθοποιοί έφεραν προσωπικές ιστορίες... Εγώ, με αυτά που συζητούσαμε, έγραψα πέντε διαφορετικές ιστορίες, αποσπασματικές, και με όλο αυτό το υλικό αρχίσαμε να συνθέτουμε ένα παζλ πραγμάτων».
«Άμα θέλει ο Έλληνας...»
Έχει έρθει η στιγμή για μία από τις παραληρηματικές παρλάτες της Κιτσοπούλου, αυτές που προσωπικά λατρεύω. Επί σκηνής αποδομεί τη χειραφέτηση και αυτοπραγμάτωση που η σύγχρονη γυναίκα καμώνεται πως πέτυχε εκεί κοντά στα δεύτερα -άντα, καθώς επιστρέφει στα σεξουαλικά ένστικτα της εφηβείας, της πραγματικής νεότητας.
«Εγώ είχα αυτόν τον στάνταρ προορισμό, το χωριό του πατέρα μου, το Αντίρριο» θα μου πει. «Εκεί πέρασα όλα μου τα καλοκαίρια μέχρι 15-16 χρονών, οπότε έχω όλη μου την εφηβεία εκεί. Πήγαινα και αλλού, βέβαια, αλλά εκεί ήταν η βάση μου. Εκεί έζησα τους έρωτες, την ελευθερία, τα τσιγάρα, τις ντισκοτέκ, παρέες που περίμενα κάθε χρόνο να δω. Είχα το στάνταρ μέρος. Σε πιο μεγάλη ηλικία, από τα 20 και μετά, αυτό μετατοπίστηκε στη Σαντορίνη, όπου πήραμε ένα σπίτι. Εποχές λυκείου, βέβαια, είχαμε αρχίσει ήδη να πηγαίνουμε μόνοι μας διακοπές σε Πάρο, Κω...
»Ακόμα και τώρα, όταν πηγαίνω στη Σαντορίνη, προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν όταν πήγαινα τότε. Τρώω φλασιά απότομη (σ.σ. η εικόνα της σάπιας πλευράς του τουρισμού ήρθε σιγά-σιγά και ύπουλα). Το καταλαβαίνω από τη Σαντορίνη, επειδή είναι ένα μέρος όπου έχω μείνει μήνες, έχω δουλέψει, έχω εμπλακεί. Επειδή συναναστρέφομαι ντόπιο κόσμο, άρχισα να συνειδητοποιώ πώς αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε μόνο για χρήμα.
»Στην ταβέρνα ενός γνωστού ακούω: "Κοίτα τον, δεν θα μπει μέσα ο μαλάκας ή θα μπει και θα φάει μια σαλάτα". Ποτίζεσαι από αυτό. Και ξαφνικά έτυχε να πάω σε άλλο νησί, ξερωγώ στην Αστυπάλαια, και να μου πει ένας ταβερνιάρης: "Καλημέρα, τι κάνετε, να κεράσω κάτι;". Σοκαρίστηκα που υπάρχει ακόμα ψήγμα παλιάς κατάστασης. Στη Σαντορίνη και σε πολλά άλλα νησιά είναι μόνο η τρέλα του πώς θα τ' αρπάξω».
Ο Ανέστης Αζάς πέρναγε τα δικά του παιδικά καλοκαίρια με την οικογένειά του σε ένα κάμπινγκ στην ακτή της Πιερίας, στην Πλάκα Λιτόχωρου. «Με φίλους, από τα 16 και μετά, φεύγαμε σε ποτάμια, σε νησιά, ήμουν γενικά πιο πολύ του alternative. Ίος, Αμοργός, Κουφονήσια, Ανάφη, πριν γίνουν αυτό που έγιναν μετά. Νομίζω ότι αυτό έχει αρχίσει να είναι πρόβλημα ή εγώ το εκλαμβάνω ως πρόβλημα, κυρίως τα τελευταία χρόνια. Και με την ακρίβεια και με το ότι το κέντρο της Αθήνας έχει γίνει τουριστική ζώνη και υπάρχει μεγάλη δυσκολία να βρεις σπίτι στο κέντρο και τα σχετικά. Περισσότερο είναι μια αίσθηση ότι πηγαίνεις σε κάποια μέρη για να περάσεις καλά και η κατάσταση δεν αντέχεται από την πολυκοσμία και την ακρίβεια».
«Lift it up, the fucking trophy, I cannot, I cannot wait anymore»
Στην παράσταση υπάρχει μια σκηνή ομαδικού αυνανισμού (για την οποία δεν χρειάζεται να αποκαλύψουμε περισσότερα), θορυβώδης, γκροτέσκα, αλλά καταπληκτικά συντονισμένη, της οποίας η θέαση μοιάζει όντως με κορύφωση. «Η Λένα φτιάχνει έναν αυτοτελή κόσμο και λέει τα πράγματα με τη σκληρότητα που πρέπει να ειπωθούν, με τρόπο που δεν θα τολμάγαμε ποτέ να τα πούμε στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον θεατρικά» συνοψίζει ο Ανέστης Αζάς. «Συν το γεγονός ότι σκέφτεται πάντα την ανάποδη πλευρά των πραγμάτων και υπάρχει μια βαθιά απελπισία σε όλο αυτό, την οποία εγώ την αισθάνομαι, αλλά δεν μπορώ ίσως να τη διατυπώσω».
«Είναι ένας τόπος αυτός του καλοκαιριού, που προσφέρεται για να ειπωθούν αυτά τα πράγματα» καταλήγει η Κιτσοπούλου. «Ο άλλος, το καλοκαίρι, στις διακοπές, θα ελευθερωθεί, τα πράγματα για τα οποία θέλουμε όλοι να μιλάμε διαγράφονται πιο ανάγλυφα. Η ζωή μας, οι άνθρωποι, οι σχέσεις και το πρόβλημά μας».
Η Στέγη ανέστειλε την πρεμιέρα της παράστασης, στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων για τη δημόσια υγεία, και θα ενημερώσει εν καιρώ για την παρουσίασή της.
Σύλληψη & Σκηνοθεσία: Ανέστης Αζάς
Κείμενο: Λένα Κιτσοπούλου και η ομάδα
Σύμβουλος δραματουργίας: Πρόδρομος Τσινικόρης
Συνεργασία στη σκηνοθεσία: Ηλίας Αδάμ
Σκηνογραφία: Ελένη Στρούλια
Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα
Video editing: Δημήτρης Ζάχος
Ηχητικός σχεδιασμός - μουσική επιμέλεια - διασκευές: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Βοηθός σκηνογράφου: Ζαΐρα Φαληρέα
Οργάνωση - εκτέλεση παραγωγής: Κωστής Παναγιωτόπουλος
Παίζουν: Γιώργος Βουρδαμής, Λένα Κιτσοπούλου, Κώστας Κουτσολέλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θεανώ Μεταξά, Σοφία Πριόβολου, Gary Salomon
Μια παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση
Κατάλληλο για ηλικίες 16+
Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση - Μικρή Σκηνή
18 Μαρτίου – 5 Απριλίου, 21:00 (Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή)
Εισ.: 5-15 €
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια