Μιχάλης Μιχαήλ
Το έργο Cinemascope της ομάδας blitz
Ήταν όλα πολύ διαφορετικά το 2010, όταν περιμέναμε στο χώρο του μπαρ του bios να ξεκινήσει το Cinemascope της ομάδας Blitz. «Η πόλη έχει κατάθλιψη» λέγαμε συχνά περπατώντας τις νύχτες στην σχεδόν άδεια Αθήνα. «Πότε θα γραφτεί το μυθιστόρημα της κρίσης;» ρώταγαν πολλοί. Πότε η τέχνη θα μιλήσει για αυτό που ζούσαμε; Και όντως ζούσαμε κάτι αλλιώτικο, αφού είχαμε δει αστυνομικούς να σκοτώνουν εφήβους, την πόλη μας να καίγεται ξανά και ξανά, ακούσαμε για πρώτη φορά τη φράση «η γενιά των 500 ευρώ». Και πράγματι η τέχνη μίλησε. Δεν ξέρω αν το έχει κάνει μέσα από τη λογοτεχνία, στο θέατρο πάντως και στη μουσική το έκανε. Νέα πρόσωπα, νέοι χώροι, νέοι τρόποι έκφρασης, νέος ήχος, δάνεια από έξω και αυθεντικές ιδέες, όλα diy, όλα σε μικρές κλίμακες, όλα έστρεφαν το βλέμμα στον πειραματισμό και στην έρευνα. Είχαμε ανάγκη από έναν νέο κώδικα να διαχειριστούμε όλα όσα ζούσαμε. Δεν αρκούσε ο παλιός τρόπος. Το ψάξιμο, η μικρή κλίμακα, βοήθησε.
Η ομάδα blitz το κατάφερε. Οι τρεις ηθοποιοί που ξεπήδησαν από την ομάδα του Μιχαήλ Μαρμαρινού έκαναν μια λαμπρή διαδρομή. Μεγάλο μέρος της δουλειάς τους είχε αξία, ταλέντο, ενθουσιασμό, ορμή και είμαι σίγουρος ότι στους θεατρόφιλους της πόλης η παρουσία τους έχει καταγραφεί, ίσως και να λείπει. Για μένα η καλύτερή τους στιγμή ήταν το Cinemascope. Μια ευτυχής σύμπραξη της ομάδας με το Φεστιβάλ Αθηνών και τον Βασίλη Χαραλαμπίδη του bios, έναν χώρο που έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από όση του έχουμε αποδώσει.
Τα γραφεία της απέναντι πολυκατοικίας, το πεζοδρόμιο, τα δέντρα και τα φώτα έγιναν το σκηνικό. Τα αδέσποτα και οι περαστικοί, κομμάτι του έργου.
Το έργο αυτό, όπου οι θεατές παρακολουθούσαν τους ηθοποιούς μέσα από μια τζαμαρία να παίζουν στον πεζόδρομο και άκουγαν τα λόγια τους με τη βοήθεια ακουστικών, το θυμάμαι συχνά. Σαν ένα παράδειγμα θεατρικής μαγείας, ειλικρίνειας και ταύτισης της τέχνης με έναν τρόπο ανώτερο με την πραγματικότητα. Στο Cinemascope είχε φτάσει το τέλος του κόσμου. «Τι θα έκανες, αν ερχόταν το τέλος του κόσμου». Θα έλεγες τα σ' αγαπώ που δεν έχεις πει, θα σε σκέπαζε όλη η απελπισία της ύπαρξης, θα έμενες ακίνητος και παγωμένος, θα περίμενες μέχρι το τέλος ένα σωτήρα, θα ήξερες πως δεν υπάρχει σωτήρας; Οι ήρωες, στα όριά τους, διαχειρίζονται το τέλος όπως μπορούν. Υπερβολικά νεύρα, υπερβολική χαρά, λύπη, χειρονομίες, πανικός, απόγνωση, χιούμορ.
Τα γραφεία της απέναντι πολυκατοικίας, το πεζοδρόμιο, τα δέντρα και τα φώτα έγιναν το σκηνικό. Τα αδέσποτα και οι περαστικοί, κομμάτι του έργου. Από κάπου άναβε ένα κόκκινο φως, ένα αστέρι έπεφτε από τον ουρανό, λίγος καπνός, ήταν αρκετά μαζί με τους ήχους που έβγαιναν από τα ακουστικά για να σε μεταφέρουν στο δυστοπικό αύριο που εσύ το ζούσες εκείνη τη στιγμή μέσα και έξω από το θέατρο.
Πάνω απ' όλα αυτοί οι σπουδαίοι ηθοποιοί που με τόσο ωραίο και φλογερό τρόπο, δημιουργούσαν κάτι σπουδαίο σε ένα δρομάκι στον Κεραμεικό. Η Αγγελική Παπούλια, ως τηλεφωνήτρια ερευνών, να ρωτάει το κοινό ερωτήσεις για το τέλος του κόσμου: «Πιστεύετε ότι αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα μας αξίζει; Ναι; Όχι; Ίσως;». «Πιστεύετε ότι τη στιγμή του θανάτου σας θα δείτε τη ζωή να περνάει μπροστά απ' τα μάτια σας; Ναι; Όχι; Ίσως;». «Είμαστε μόνοι, δεν υπάρχει τίποτα» λέει ένας άλλος ήρωας. Ευτυχώς οι θεατές και όσοι πίστευαν στην τέχνη και τη δύναμή της εκείνες τις δύσκολες μέρες δεν ήταν καθόλου μόνοι, είχαν το θέατρο και την φανταστική τολμηρή εναλλακτική σκηνή της πόλης που κατάφερε να ψελλίσει κάτι για όσα ζούσαμε.
Μακάρι να ξαναβλέπαμε το Cinemascope. Απόψε κιόλας.
Οι παραβάσεις της Λένας Κιτσοπούλου
Το 2012 τρέξαμε όλοι στο Θέατρο Τέχνης να δούμε το Χαίρε Νύμφη του Ξενόπουλου που σκηνοθέτησε η Λένα Κιτσοπούλου. Η Λένα είχε ξεκινήσει ήδη την «επίθεσή» της στο ελληνικό θέατρο. Η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. ήταν πια μια παράσταση-θρύλος, ενώ η Γυναίκα της Πάτρας έφερε τα πάνω–κάτω, δίνοντας μια νέα ορμή στον αριστουργηματικό μονόλογο του Γιώργου Χρονά, πάντα με την ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου. Η Λένα έφτιαχνε έργα με μια πρωτοφανή ωμότητα. Ήθελε να τα σπάει όλα, να μη μένει τίποτα όρθιο. Μέχρι σήμερα, προσπαθεί να κάνει το ίδιο, ασχέτως αποτελέσματος.
Στο Χαίρε Νύμφη φτάσαμε πολύ κουρασμένοι από άλλη μια χρονιά κρίσης και, ειλικρινά, μέχρι τη μέση της παράστασης τίποτα δεν μας έκανε εντύπωση. Αντιθέτως, σκεφτόμασταν «όχι άλλο μεταμοντέρνο ελληνικό θέατρο», όχι άλλη αποδόμηση. Ο Γιάννης Κότσυφας, ντυμένος έρωτας με ένα βιολετί σώβρακο και φτεράκια, να χορεύει την Επίσημη Αγαπημένη, μπορούσε να εκνευρίσει και τον πιο καλοπροαίρετο θεατή.
Το έργο το ίδιο είναι συγκλονιστικό. Η 16χρονη ηρωίδα οδηγείται από έναν πλούσιο άντρα (τον Ζοζό) στην καταστροφή, στον πάτο, στην πορνεία, στο τίποτα. Λίγο η σκόνη του χρόνου όμως, λίγο οι «άλλες» της εποχής μας, όριζαν μια απόσταση ανάμεσά σ' εμάς και το έργο. Μέχρι που η Λένα (που έπαιζε την 30άρα, νομίζω, Νέλλη που είχε διασύρει ήδη ο Ζοζός), σέρνοντας τους κοθόρνους της στη σκηνή και φορώντας ένα σατέν φουστάνι, κάθεται στο πιάνο και επιχειρεί μια «παράβαση» στο έργο.
Για περίπου δέκα λεπτά (που εμένα μου φάνηκαν αιώνας) απαγγέλλει το μεγαλύτερο υβρεολόγιο ενάντια στους άνδρες. Ένα συγκλονιστικό «άντε γαμήσου» σε καθέναν από αυτούς που κάνει όσα κάνει και ο Ζοζός στο έργο τόσα και τόσα χρόνια τώρα και στέλνει όποιον δεν του κάνει στον πάτο. Δεν αναπαράγονται αυτά που ακούσαμε. Όλη η καταπιεσμένη και κακοποιημένη ιστορία των γυναικών ξέσπασε σ' εκείνο τον μονόλογο. Όσο περνούσε η ώρα, η τρομερή νευρικότητα που σου προκαλούσε το να ακούς αυτά τα λόγια από μια γυναίκα (να το το ρατσιστικό) μετατρεπόταν σε μεγάλη ευχαρίστηση. Οι θεατές το έπιασαν το μήνυμα. Είχαν κι αυτοί πωρωθεί εναντίον του Ζοζού. Κάποιος έπρεπε επιτέλους να τα πει, βροντοφωνάζοντας. Κι αυτός ο κάποιος, στο θέατρο, ήταν η Λένα Κιτσοπούλου. Απόλυτα, δυνατά, ξεκάθαρα. Αυτό το έκανε η Λένα Κιτσοπούλου.
Για τους θεατές η παράβαση της Λένας λειτούργησε σαν ηλεκτροσόκ. Ξαφνικά, το έργο του Ξενόπουλου αποκτούσε άλλο νόημα, είδαμε κι ακούσαμε για πρώτη φορά στο θέατρο τι σημαίνει κακοποίηση, εκμετάλλευση. Τη Ρόζα-Μαρία Πρωτόπαππα, ντυμένη σαν κατεστραμμένη Amy Winehouse, την καταλαβαίναμε απολύτως, ο χρόνος, η σκόνη του έργου καθαρίστηκαν στο μυαλό μας μια για πάντα. Μια θεατρική εμπειρία που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί. Κάθαρση!
Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η «παράβαση» της Κιτσοπούλου ήταν ένα πρώτο μεγάλο ενθαρρυντικό κάλεσμα της εποχής να δούμε τις αντρικές συμπεριφορές αλλιώς. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως η Κιτσοπούλου είχε προβλέψει ότι το ποτήρι θα ξεχείλιζε και έπρεπε με κάποιον τρόπο να το δηλώσει στη σκηνή.
Η τεχνική της «παράβασης» συνεχίστηκε έπειτα στη σπουδαία Γκόλφω του Νίκου Καραθάνου. Ο Καραθάνος είχε την ευφυΐα να αφήσει την Κιτσοπούλου να προσθέσει λόγια στον σπαρακτικό μονόλογο της Γκόλφως. Με τον ίδιο τρόπο που στον Ξενόπουλο έπρεπε η σκηνή να πάρει φωτιά και ο άντρας να δικαστεί ισόβια για όλα, έτσι και στην Γκόλφω έπρεπε να πούμε κάτι παραπάνω για τον έρωτα και τις πληγές του, μια και τόσα χρόνια μετά, τόσους και τόσους ματαιωμένους έρωτες μετά, ίσως οι Γκόλφω αυτού του κόσμου να χρειάζονταν λίγες ακόμα λέξεις για να περιγράψουν αυτά που νιώθουν. Και τις έβαλε η Λένα, κι εμείς ακόμα βάζουμε στο repeat τα ελάχιστα videos στο YouTube και βλέπουμε ξανά και ξανά αυτό που για μένα ήταν ό,τι πιο όμορφο και συγκινητικό έχω δει στο θέατρο τα τελευταία χρόνια.
Η Λένα, μετά, συνέχισε να φωνάζει και να φροντίζει να μη μας κάνει τη χάρη να μας αρέσει. Η παράβαση έγινε λαϊκό τραγούδι στον Βυσσινόκηπο, ενώ το θέατρο της Κιτσοπούλου συνεχίζει να εξοργίζει πολύ κόσμο, προκαλώντας μεγάλες συζητήσεις.
Εγώ θα την εκτιμώ πάντα γι' αυτές τις δύο πολύ σημαντικές θεατρικές στιγμές. Δώρο! Να έπαιζε απόψε η Γκόλφω κάπου στην Αθήνα να πηγαίναμε τρέχοντας!
M. Hulot
Δύο παραστάσεις που θυμάμαι έντονα και σημάδεψαν η κάθε μία με τον δικό της τρόπο την δεκαετία που τελειώνει ήταν η Γκόλφω του Νίκου Καραθάνου και το Στέλλα Κοιμήσου του Γιάννη Οικονομίδη.
Το βουκολικό δράμα του Σπυρίδωνος Περεσιάδη μετατράπηκε στα χέρια του Καραθάνου σε ένα σκοτεινό σκηνικό ποίημα, μία συγκλονιστική παράσταση, απολαυστική σε όλη τη διάρκειά της, με στιγμές που δεν ξεχνάς ποτέ όπως το διονυσιακής υφής «μαύρο γλέντι» του θιάσου, την ανατριχιαστική Λυδία Φωτοπούλου να «απαγγέλλει» τους στίχους της Λένας Κιτσοπούλου «Είν' η αγάπη χείμαρρος, χυμάει και σε συντρίβει / αρρώστια είναι ν' αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει / μα δε γυρεύεις γιατρικό δε θέλεις να μερώσεις / αγάπη είναι ν' αγαπάς όποια πληγή σ' ανοίγει / αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα / αγάπη είναι να κοιτάς την πόρτα ολοένα...» και να κάνει τα δάκρυα μάτια όλων να τρέχουν ασυγκράτητα, τους μαυροφορεμένους ηθοποιούς και το μαύρο σκηνικό που σε ανάγκαζαν να προσέξεις τα πρόσωπα και τον λόγο τους, τα χρώματα που έβγαιναν μέσα από τη γλώσσα. Ξέρω κόσμο που την είδε και τρεις και τέσσερις φορές αυτή την παράσταση και σήμερα την θεωρεί σημείο αναφοράς στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Κι αν ξαναπαιζόταν, θα πήγαιναν να την ξαναδούν.
Το Στέλλα Κοιμήσου του Οικονομίδη ήταν ένα σοκαριστικά βίαιο δράμα αβάσταχτου ρεαλισμού, με ερμηνείες «ζωής», όπως του σαρωτικού Στάθη Σταμουλακάτου, που στον ρόλο του πατέρα δημιουργούσε αμηχανία με το τελικό ξέσπασμα, της Έλλης Τρίγγου στον ρόλο της μικρής κόρης και του Γιάννη Νιάρρου που πλάθει έναν ρόλο σχεδόν κωμικό με τον σαρκασμό που αντιμετωπίζει τα πάντα. Το Στέλλα Κοιμήσου ήταν μια παράσταση που εξελισσόταν και κάθε σεζόν γινόταν και καλύτερη, κι η μόνη παράσταση που έχω δει τέσσερις φορές στη ζωή μου. Για μένα συνοψίζει με τον πιο πετυχημένο τρόπο όλα αυτά που ζήσαμε αυτήν τη δεκαετία και ζούμε ακόμα, κάνοντας αυτό ακριβώς που πρέπει να κάνει το θέατρο: να σε κάνει να σκεφτείς και να το κουβαλάς μαζί σου για καιρό.
Γιάννης Πανταζόπουλος
Περίεργη δεκαετία. Τα είχε όλα. Αμέτρητα γεγονότα, εντάσεις, ανατροπές, διαψεύσεις και δυσκολίες. Η κρίση τα συμπαρέσυρε όλα. Η μόνη ουσιαστική διέξοδος ήταν η τέχνη: Της ανάγνωσης, του κινηματογράφου ή της μουσικής. Από τα τελευταία δέκα χρόνια που πέρασαν θα σταθώ σε δύο αγαπημένα βιβλία και ταινίες. Τα βιβλία που λάτρεψα και ξεχωρίζω είναι το Φάλκονερ (εκδ. Καστανιώτη) του Τζον Τσίβερ και το Νορβηγικό Δάσος (εκδ. Ωκεανίδα) του Χαρούκι Μουρακάμι. Ο Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, καθηγητής πανεπιστημίου και ηρωινομανής εθισμένος στη μεθαδόνη, φυλακίζεται στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα «Φάλκονερ» για τον φόνο του αδελφού του. Κλεισμένος σε ένα άθλιο κελί νιώθει ζωντανός-νεκρός. Ο νους του όμως εξακολουθεί να ταξιδεύει ελεύθερος. Και καθώς επανέρχονται σαρωτικές οι μνήμες της τραυματικής παιδικής ηλικίας του και του ταραγμένου του γάμου, ο Φάραγκατ πασχίζει να επιβιώσει και να διατηρήσει την ανθρωπιά του μέσα στην ανελέητη βαρβαρότητα της φυλακής. Εκεί οικοδομεί μια ερωτική σχέση με τον συγκρατούμενο του Τζόντι, ο οποίος εξελίσσεται σε προσωπικό καθοδηγητή που τον μυεί σε μια άλλη θέαση της ζωής. Σ' ένα σκληρό περιβάλλον ανακαλύπτει την ευτυχία, την αθωότητα και τη λύτρωση. Το δεύτερο βιβλίο, το οποίο συνόδεψε τις υπέροχες φετινές διακοπές μου στην Πάρο, μέσα από τη ματιά του ήρωα Τόρου Βατανάμπε, αποτελεί ένα ρεαλιστικό ταξίδι για την ανθρώπινη υπόσταση, την απώλεια, τον έρωτα και τη σημασία της μνήμης.
Όσον αφορά τις ταινίες, ξεχωρίζω το Shame και το Blue Valentine. Το κινηματογραφικό αριστούργημα του Στιβ ΜακΚουίν παρουσιάζεται ως μια κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, τον εθισμό στο σεξ, την αποξένωση και την πλήρη απουσία συναισθημάτων. Την ίδια στιγμή το καταπληκτικό Blue Valentine ήρθε να αναδείξει τη στερεοτυπική διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων και την προβλέψιμη πορεία. Όλα ξεκινούν ιδανικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, οδηγούνται στο τέλος. Ή, διαφορετικά, όταν ο ενθουσιασμός καταλήγει μια μελαγχολική ρουτίνα. Και, κυρίως, μια συνήθεια χωρίς επιθυμίες.
Χρήστος Παρίδης
Η Νέκυια του Θεάτρου Νο, σε σκηνοθεσία των Μιχαήλ Μαρμαρινού και Γκένσο Ουμεγουάκα στην Επίδαυρο, το καλοκαίρι του 2015, θα μου μείνει αλησμόνητη. Μια εκπληκτικής ακρίβειας παράσταση η οποία παρέπεμπε σε τελετουργικό, αναδεικνύοντας μια τεράστια παράδοση που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας με ευλαβική προσήλωση στις αρχές της. Χάρη σε μια τεχνοτροπία που συμπεριλαμβάνει κίνηση, εκφορά λόγου, μουσική, ψαλμωδίες, ελάχιστη σκηνογραφία, προσέγγισαν τη ραψωδία λ της Οδύσσειας με αξιομνημόνευτο τρόπο. Ποτέ ξανά δεν έχω νιώσει στην Επίδαυρο τέτοιο δέος, συγκίνηση, απόλαυση, σχεδόν ανατριχίλα! Η «Νέκυια» αυτή ερχόταν από μια μακρινή εποχή, έναν άλλο κόσμο, άλλο τόπο, και συναντούσε τη δική μας σπουδαία κληρονομιά.
Ο Εμποράκος του Ασγκάρ Φαραντί, εμπνευσμένος από το κλασικό έργο «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ: Ο σημαντικός Ιρανός σκηνοθέτης κάνει μια ευφυή ανατομία της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας μέσα από ένα απλό καθημερινό δράμα, όπως έκανε κάποτε ο Αμερικανός συγγραφέας για την αμερικανική κοινωνία, ανάγοντάς το σε οικουμενική τραγωδία του ανθρώπου του 20ου αι. Μοναδικής σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας, η ταινία αντίστοιχα αποτελεί μια αποκαλυπτική ματιά του σύγχρονου Ιράν και της νέας γενιάς που όσο και να προσπαθεί να αποδράσει από το οικοδόμημα που κλυδωνίζεται, παγιδεύεται κάθε φορά σε ένα άλλο, που το στοιχειώνουν φαντάσματα του παρελθόντος.
Κορίνα Φαρμακόρη
Πηγαίνοντας στη Στέγη να δω τη Συνάντηση (Τhe Encounter) των Complicite, με τον Σάιμον ΜακΜπέρνι σε ένα μοναδικό σόλο ρεσιτάλ, δεν μπορούσα καν να φανταστώ αυτό που θα ακολουθούσε. Φορώντας ακουστικά, βρέθηκα στον Αμαζόνιο, ακολουθώντας το βήματα του φωτορεπόρτερ Loren Maclntyre, που χάθηκε εκεί το 1969, αναζητώντας τη μυθική κοίτη του. Η εμπειρία δεν περιγράφεται. Η παράσταση ήταν συναρπαστική, αποκαλυπτική, πρωτοποριακή, με φιλοσοφικές προεκτάσεις και οικολογικές ανησυχίες. Το όνειρο του θεατρόφιλου.
Το κίνητρο για την αγορά του ήταν η εξαιρετική έκδοση και το βαρύ όνομα του συγγραφέα. Ο Ζοφερός Οίκος του Τσαρλς Ντίκενς, που ξεδιπλώνεται σε 1.400 πυκνογραμμένες σελίδες, διαβάστηκε απνευστί, καθώς αποδείχθηκε ανέγγιχτος από τον χρόνο. Ο γεμάτος καινοτομίες τρόπος γραφής του Ντίκενς, η διεισδυτική ματιά του και η ρεαλιστική περιγραφή της βικτωριανής εποχής, με έκαναν να μην μπορώ να το αφήσω από τα χέρια μου.
Μαρία Παππά
Γνώρισα τον Michel Faber, όχι από το Under the Skin του Jonathan Glazer, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από μια εξαιρετική μίνι σειρά, βασισμένη στο τέταρτο βιβλίο του, The Crimson Petal and the White [BBC, 2011] . Έτσι ανακάλυψα και το τελευταίο του μυθιστόρημα Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων [Α.Α. Λιβάνη] που έβγαλε το 2014. Δεν θα γράψει τίποτα άλλο μετά από αυτό. Αυτή η δεκαετία θα στιγματιζόταν από την επιστροφή του Twin Peaks, και συγκεκριμένα το ανατριχιαστικό Επεισόδιο 8. Ο David Lynch αποχαιρέτησε τη δεκαετία με έναν οπτικοακουστικό και εικαστικό θρίαμβο. Δεν πρόκειται να επιχειρήσει κανείς κάτι ανάλογο στη μικρή οθόνη.
Αλέξανδρος Διακοσάββας
Δεν θυμάμαι στο τέλος άλλης ταινίας να έχω νιώσει μεγαλύτερη την ανάγκη να τρέξω έξω από την αίθουσα για ένα τσιγάρο. Το Amour του Μίκαελ Χάνεκε δεν νομίζω ότι μπορώ ξανά να το αντιμετωπίσω – ή μάλλον μπορώ, αν με πιάσει μια κάποια αυτοτιμωρητική διάθεση. Ο σαδιστής Αυστριακός, για κορωνίδα μιας υπέροχης καριέρας όπου έπαιξε με όλους τους συλλογικούς μας φόβους, κράτησε τον μεγαλύτερο, αυτόν του θανάτου, και την πιο ανείπωτη μορφή βίας, την ανημπόρια των γηρατειών, για να φτιάξει μια ταινία που με διαπέρασε όσο καμία άλλη.
Πάνω-κάτω με τον ίδιο τρόπο έπαιξε μαζί μου και η Χάνια Γιαναγκιχάρα στη λογοτεχνική Λίγη Ζωή της (μάλλον κατά τη διάρκεια της δεκαετίας συναντήθηκα αρκετές φορές με τις μαζοχιστικές μου τάσεις, μέσω της τέχνης και της λογοτεχνίας). Το μεγάλο queer αμερικανικό μυθιστόρημα με ακολουθούσε για μήνες, αφότου το είχα τελειώσει, για να με ξαναπιάσει από τα μούτρα δυο χρόνια μετά, όταν είδα στο Άμστερνταμ την ομώνυμη παράσταση, διά χειρός Ίβο βαν Χόβε. Νομίζω ότι τα παραπάνω δύο, στην ουσία τρία, καλλιτεχνικά έργα με καταρράκωσαν συναισθηματικά με τρόπο που δεν είναι εύκολο να επαναληφθεί. Για να δούμε τι θα φέρει η νέα δεκαετία.