Η ποίηση του Αθανασίου Χριστόπουλου αποτελείται κυρίως από ποιήματα επηρεασμένα από τον αρκαδισμό και τον ανακρεοντισμό, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν «Νέο Ανακρέοντα», ως αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής του παιδείας και της εν γένει κοσμοπολίτικη καλλιέργειας που απέκτησε. Γεννημένος το 1772 στην Καστοριά, με πατέρα ιερωμένο, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε πολύ νωρίς στο Βουκουρέστι, όπου ο ίδιος ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του. Συνέχισε στο Πανεπιστήμιο της Βούδας, όπου σπούδασε Λατινικά, Φιλολογία, Φιλοσοφία και Ιατρική, και Νομική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας ‒αργότερα και Μολδαβίας‒ Αλέξανδρου Μουρούζη ως οικοδιδάσκαλος των παιδιών του, ενώ παράλληλα επιδόθηκε στο γράψιμο. Η πετυχημένη ποιητική συλλογή του Λυρικά ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, ανάγοντάς τον σε εξέχουσα μορφή των ελληνικών γραμμάτων της διασποράς του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Διονύσιος Σολωμός μελέτησε τα ποιήματα του Χριστόπουλου ώστε να διαμορφώσει τον δικό του ποιητικό κώδικα, και δεν ήταν ο μόνος της εποχής του.
Συνέταξε την περίφημη Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας, όπου υποστήριξε τη χρήση της δημοτικής, η οποία κατά την άποψή του ήταν κράμα της αρχαίας δωρικής και της αιoλικής διαλέκτου. Μια άλλη δραστηριότητά του ήταν η μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά. Μετέφρασε τη ραψωδία Α’ της Ιλιάδας και ποιήματα της Σαπφούς. Προφανώς επηρεασμένος από αυτήν του την ενασχόληση, καταπιάστηκε και με τη θεατρική τέχνη, γράφοντας το 1804 το δράμα Αχιλλεύς.
Ως Έλληνας των παραδουνάβιων περιοχών και βαθύτατα επηρεασμένος από τον Γαλλικό Διαφωτισμό, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Έτσι, πριν από την έναρξη της Επανάστασης, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης του ανέθεσε ειδική αποστολή στα Ιόνια Νησιά και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έζησε για ένα σύντομο διάστημα δύο μηνών στη Ζάκυνθο. Επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα 1836, με την απελευθέρωσή της, αλλά δεν έμεινε περισσότερο από έναν χρόνο. Τελικά, επέστρεψε στο Σιμπίνι της Τρανσυλβανίας, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του. Εκεί συνέχισε το συγγραφικό του έργο και τις μελέτες του σχετικά με τα ελληνικά φύλα και τις αρχαίες διαλέκτους. Πέθανε στο Βουκουρέστι το 1847. Ο Κ.Π. Καβάφης, μετά από χρόνια, του αφιέρωσε ένα στιχούργημα με την ονομασία «Αθανάσιος Χριστόπουλος».
Ο Γιάννης Σκουρλέτης, και η ομάδα bijoux de kant, καθώς έχει επιδείξει μια ιδιαίτερη ευαισθησία, όπως χαρακτηριστικά λέει και ο ίδιος, σε «κείμενα πολύ σκονισμένα, πολύ παρεξηγημένα, πολύ αραχνιασμένα» ‒κάτι αντίστοιχο ήταν άλλωστε και η ενασχόλησή του παλιότερα με την Αθηναϊκή Σχολή, δηλαδή τους Έλληνες ρομαντικούς του δέκατου ένατου αιώνα‒, ψάχνοντας λογοτεχνικά κείμενα σχετικά με την Επανάσταση, ήρθε σε επαφή με το έργο του Χριστόπουλου και ανέλαβε να του δώσει μια νέα ζωή στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του ΥΠ.ΠΟ. και του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός». Ανεβάζει τον Αχιλλέα, ως ένα μπουλούκι με τα αποφόρια της Ιστορίας που αναζητεί τη χαμένη δόξα του έθνους, στο αρχαίο θέατρο των Γιτάνων, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για «ξεχασμένο» θέατρο στη Γιτάνη της Ηπείρου, χτισμένο τον τρίτο αιώνα π.Χ., εποχή άνθησης της περιοχής κατά τη βασιλεία του Πύρρου.
Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη και μίλησε για το νέο του αυτό εγχείρημα. Είπε: «Ο Αχιλλέας είναι ένα έργο που γράφτηκε στην προεπαναστατική Ελλάδα από έναν Φιλικό, και έχει ανέβει μόνο μία φορά στο Ιάσιο. Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο και η γλώσσα του είναι αυτή που μιλιόταν την εποχή του και ο ίδιος αποκαλούσε “αιολοδωρική”, μείγμα δημοτικής, δημώδους και καθαρεύουσας. Αυτό που με γοητεύει, γι’ αυτό μπαίνω ως flâneur, ως περιηγητής σε αυτό το εγχείρημα, είναι μια περιήγηση στη γλώσσα που εν τέλει είναι και μια περιήγηση στην ταυτότητα. Νομίζω ότι αυτό ήταν ένα καθοριστικό ζήτημα στην προεπαναστατική Ελλάδα και θεώρησα ότι είχε ενδιαφέρον να το αναζητήσω και στη σημερινή Ελλάδα. Με έναν αντίστοιχο τρόπο, μετά από μια περιπέτεια διακοσίων χρόνων, ψάχνουμε ακόμα να βρούμε την ταυτότητά μας, και δεν εννοώ μόνο την εθνική αλλά όλες τις ταυτότητες που μπορεί να κουβαλάμε».
— Είναι ένα έργο γραμμένο από λόγιο και έχει ανέβει μία μόλις φορά. Τι δυσκολίες αντιμετώπισες στην προσέγγισή σου;
Το έργο χρειάστηκε δραματουργική επεξεργασία γιατί ήταν μεγάλο σε διάρκεια, καθώς αυτά τα έργα δεν γράφονταν για να παρίστανται αλλά για να διαβάζονται. Ένα θέατρο της ρητορείας με τεράστιους μονολόγους, που θέτουν πολλά ηθικοπλαστικά διλήμματα. Αυτό που γοήτευσε εμένα, και με αφορά, είναι αυτό που λέει ο Χριστόπουλος και έχει σημασία στις μέρες μας, είτε πρόκειται για τον Τρωικό Πόλεμο, είτε για την Επανάσταση, είτε για τον ελληνικό εμφύλιο, είτε για ολόκληρη την ιστορία του έθνους, δηλαδή τα ζητήματα του αλληλοσπαραγμού και της εμφύλιας διαμάχης μεταξύ του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα, του Κολοκοτρώνη και των Μαυροκορδάτων, των δεξιών και των αριστερών. Είναι ένα ζήτημα που συνεχώς επανέρχεται και αυτό που λέει ο Χριστόπουλος είναι ότι η προσωπική απώλεια είναι αυτή που έρχεται για να ορίσει ξανά την Ιστορία, εν προκειμένω ο θάνατος του Πατρόκλου. Όλοι οι μηχανισμοί εξουσίας που έχουν μπει σε λειτουργία, όλοι οι ηγέτες που ενεργοποιούνται, δεν καταφέρνουν να πείσουν τον Αχιλλέα να μπει στη μάχη ώστε να πέσει την Τροία. Μόνο όταν βιώνει την προσωπική απώλεια του χαμού του Πατρόκλου πείθεται. Αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό, γιατί υπερβαίνει κατά κάποιον τρόπο και τους ιδεολογικούς και τους ηθικούς φραγμούς. Το ότι σε μια προεπαναστατική Ελλάδα το θέμα τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει μεγάλο ενδιαφέρον».
— Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο με συμβολισμούς;
Στα ηρωικά δράματα που γράφονταν τον δέκατο ένατο αιώνα ο ρομαντισμός, που παίρνει αφορμή από τα μυθολογικά ζητήματα, έχει αναμφισβήτητα συμβολισμούς. Ο θρήνος του Αχιλλέα είναι ένας ερωτικός σπαραγμός, και μάλιστα πολύ κοντά στον Σολωμό, ο οποίος έχει επηρεαστεί βαθύτατα από τον Χριστόπουλο. Αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι πρόκειται για έναν ερωτικό αποχαιρετισμό. Βέβαια, υπάρχουν και στοιχεία του έργου που φαντάζουν παρωδία. Έχει έναν μελοδραματισμό παλιού τύπου, βέκιο.
— Ποιοι ήρωες εμφανίζονται;
Οι περισσότεροι έχουν συμπτυχθεί μέσα από τη δραματουργική επεξεργασία. Οπότε όλοι οι στρατηγοί και οι βασιλιάδες, ο Ιδομενέας, ο Φοίνικας, ο Νέστωρ, μεταπλάθονται σε έναν, τον πολυμήχανο Οδυσσέα στον οποίο συνενώνονται τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, δηλαδή ο Αχιλλέας, ο Πάτροκλος και ο Αγαμέμνονας. Έχει προστεθεί και ένας πέμπτος χαρακτήρας, που έρχεται να συμπληρώσει αυτά τα κενά, και είναι η Ελλάς εκλιπαρούσα. Συνομιλούμε με την «Ελλάδα ευγνωμονούσα» του Βρυζάκη. Οι στίχοι προέρχονται από αποσπάσματα του Χριστόπουλου, καθώς υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες που έχουν πατρική συμπεριφορά. Λόγου χάρη πηγαίνει η πολιτική εξουσία στον Αχιλλέα να τον πείσει να μπει στον πόλεμο και αυτός δεν πείθεται ή προσπαθεί ένας παιδαγωγός του, ο Φοίνικας, που του λέει, «εγώ που σε κρατούσα στα χέρια μου παιδάκι και πίστευα ότι θα γίνεις μια μέρα μεγάλος και τρανός», άρα η ίδια η Ελλάς ως σύμβολο προσπαθεί να τον πείσει να πάει στη μάχη. Σε αυτό έχει συνεισφέρει λίγο και η Γλυκερία Μπασδέκη.
— Θα είναι μια παράσταση φουστανέλας;
Εμένα δεν με ενδιαφέρει η ηθογραφία, θέλω πάντα να θέτω ερωτήματα. Από την πανοπλία του Αχιλλέα και τη φουστανέλα του Κολοκοτρώνη μέχρι τον Θίασο του Αγγελόπουλου φτάνουμε στο σήμερα, σε έναν περιφερόμενο θίασο, ένα μπουλούκι μέσα από το οποίο τίθενται ερωτήματα, όπως το πώς ξανακοιτάμε τα ερείπια, τα εθνικά και τα προσωπικά. Όχι κουνώντας το δάχτυλο, ώστε να πούμε πώς είναι τα πράγματα, αλλά διερωτώμενοι πώς είναι τα πράγματα, πώς ξαναμπαίνουμε στην Ιστορία όταν είμαστε ήδη ηττημένοι. Γιατί θεωρώ ότι το θέατρο το ίδιο είναι ηττημένο. Ψάχνει να βρει με μια βαλίτσα τις διαδρομές του, τις φόρμες του από την αρχή, γι’ αυτό ξαναγυρνάω σε πιο πρωταρχικές φόρμες, σε ένα παίξιμο που μπορεί να φαίνεται βέκιο, αλλά μετεωρίζεται μέσα σε ένα «γιατί». Για μένα αυτό είναι το θέμα, το πώς κοιτάω την ιστορία, την προσωπική, την εθνική αλλά και του ίδιου του θεάτρου. Τι μπορούμε να αφομοιώσουμε από όλο αυτό που μας έχει συμβεί.
— Λίγο σαν τους περιηγητές του δέκατου όγδοου αιώνα.
Ακριβώς, που ψάχνουμε στα χαλάσματα μιας Ιστορίας την Ελλάδα του Αχιλλέα. Ένα θέατρο που ψάχνει να καταλάβει γιατί υπάρχει. Επιστρέφουμε όλη η ομάδα, κι εγώ προσωπικά, μετά από μια μακρόχρονη περιπέτεια, όχι μόνο εξαιτίας του Covid αλλά και για προσωπικούς λόγους.
— Ένα μπουλούκι που αποπειράται να παίξει μια αρχαία ιστορία;
«Μπράβο, αυτό! “Αποπειράται” και αναρωτιέται αν μπορεί ακόμα να παίξει κάτι. Αν έχει την ικανότητα να ορίσει κανείς τον εαυτό του ως ηθοποιό και ως Έλληνα. Η λέξη “Έλληνας”, ξέρεις, δεν υπάρχει τον ένατο αι. Υπήρχε ο Ρωμιός, το Βυζάντιο. Ο όρος εισήχθη από τους Γάλλους και τον υιοθέτησε ο πανέξυπνος Κολοκοτρώνης. Ο Χριστόπουλος θέλησε να συνδέσει την εποχή του με την αρχαία καταγωγή.
Αθανάσιος Χριστόπουλος
Αχιλλεύς (Ελλάς Εκλιπαρούσα)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνικά - Κοστούμια - Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παπαδάκης
Κειμενικές προσθήκες: Γλυκερία Μπασδέκη
Παίζουν: Θανάσης Δήμου, Θανάσης Δόβρης, Κώστας Κουτσολέλος, Θανάσης Βλαβιανός, Βασίλης Ζιάκας και η Φλομαρία Παπαδάκη
Μακιγιάζ: Τάνια Βουράκη
Εκτέλεση Παραγωγής: bijoux de kant
Οι παραστάσεις εντάσσονται στο πρόγραμμα «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» του υπουργείου Πολιτισμού
4 Αυγούστου, Παλαιό Φρούριο Κέρκυρας
7, 8 Αυγούστου, Αρχαίο Θέατρο των Γιτάνων, Θεσπρωτία