Γεννήθηκα σε ένα ιδιωτικό μαιευτήριο στο Κολωνάκι, στην οδό Δεινοκράτους, στη Δεξαμενή, που στα χρόνια του '70 κατηγορήθηκε για εμπόριο βρεφών. Εγώ βγήκα πρώτος, έξι ώρες πριν από τον αδελφό μου. Είμαστε ετεροζυγωτικοί δίδυμοι και δεν μοιάζουμε καθόλου. Με βιβλικούς όρους, θα κέρδιζα τα πρωτοτόκια. Η μυθολογία της δύσκολης γέννας που κυκλοφορούσε στα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, σε συνδυασμό με το εμπόριο βρεφών και το ότι έκλεισαν το μαιευτήριο, με έπεισε ότι δεν ήμουν παιδί των γονιών μου. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το δράμα. Όταν πήγα να γραφτώ στο δημοτικό, αντί για Ιωάννης, ήμουν καταλογογραφημένος ως Νικόλαος και σχεδόν βεβαιώθηκα ότι ήμουν υιοθετημένος! Ήταν περίεργα αυτά τα πρώτα παιδικά χρόνια. Όνειρό μου ήταν να βρω τους υποτιθέμενους πραγματικούς γονείς μου και να τιμωρηθεί η σπείρα που με έδωσε στη λάθος οικογένεια.
• Ο πατέρας μου ήταν υφασματέμπορος, καβαφική ενασχόληση. Από πολύ μικρός είχα δύσκολη γονεϊκή σχέση και δυσλεξία που με πήγαινε πίσω στα μαθησιακά – τότε, το παιδί με δυσλεξία ήταν ένα προβληματικό παιδί, τίποτε δεν ήξεραν. Έτσι, κατάφερα να φτάσω μέχρι την Α' Λυκείου και δεν τέλειωσα ποτέ το σχολείο. Θύμωσα και τα παράτησα. Δεν πήρα ποτέ ένα δίπλωμα. Αυτό το θεωρούσα πάντα μια απώλεια, ένα ακόμα δράμα. Μόνο δίπλωμα οδήγησης κατάφερα να έχω.
Μια λέξη που σιχαίνομαι είναι η «αλληλεγγύη». Είναι φορτισμένη με κάτι πολύ υποκριτικό στη βάση του. Με ποιους, ακριβώς, είμαστε αλληλέγγυοι και τι κάνουμε για όλο αυτό; Πώς βοηθάμε; Mε το να γράφουμε ποιήματα για τους πρόσφυγες; Η ελληνική κοινωνία είναι πολύ υποκριτική. Ακούω από φίλους εκπαιδευτικούς ότι πατεράδες βιάζουν τα κοριτσάκια τους τη νύχτα και μετά πάνε στην εκκλησία να ψάλλουν τα εγκώμια.
• Στο θέατρο πήγα γιατί ήθελα να γίνω ηθοποιός. Έδωσα εξετάσεις στη δραματική σχολή, πέρασα, και μάλιστα πρέπει να ήμουν και καλός, γιατί ο καλός μαθητής δεν πλήρωνε δίδακτρα, έπαιρνε υποτροφία. Δίδακτρα δεν πλήρωσα, αλλά τη σχολή δεν κατάφερα να την τελειώσω. Ήμουν των ενάρξεων, όχι των λήξεων. Μετά, ξετρελάθηκα με τη ζωγραφική. Έδωσα στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη και πέρασα ως εξαιρετικό ταλέντο. Στη Θεσσαλονίκη έμεινα γύρω στους οκτώ μήνες, δεν άντεξα περισσότερο. Στην πραγματικότητα, έκανα dolce vita, ήταν η πρώτη μου μεγάλη έξοδος από το οικογενειακό περιβάλλον και η πρώτη μου επαφή με τη ζωή. Γύριζα και γνώριζα. Είχε ωραίους κινδύνους η Θεσσαλονίκη κι εγώ ήμουν συστηματικά επιρρεπής. Κι επειδή συνδέθηκε με τα χρόνια εκείνης της ανέμελης εξόδου, είναι ακόμα μια πόλη που μου αρέσει πολύ.
• Για πολλά χρόνια αφιερώθηκα αποκλειστικά και μόνο στη ζωγραφική. Κλεινόμουν σε υπόγεια ατέλειωτους χειμώνες, με τα πινέλα μου και τα μελάνια μου, και το μόνο που με ένοιαζε ήταν να ζωγραφίζω. Τα υπόγεια ήταν φιλικά μαζί μου, ακόμα είναι. Βέβαια, το μικρόβιο του θεάτρου το είχα πάντα. Κατά καιρούς σκηνογραφούσα σε παραστάσεις φίλων, αλλά ήταν τόσο παρεμβατικά αυτά που έκανα, που σχεδόν επέβαλαν και μια σκηνοθεσία. Έτσι, με τον παρότρυνση ενός φίλου ξεκίνησα το Graveyard Βand, την μπάντα του νεκροταφείου, που μελοποιούσαμε Έλληνες ρομαντικούς του 19ου αιώνα, την παλαιά ρομαντική σχολή (Παπαρρηγόπουλος, Βασιλειάδης, Παράσχος), με μια πιο σύγχρονη ματιά. Αναπάντεχα τελείως, με την πρώτη μου σκηνοθεσία, μου δίνουν το Βραβείο Κουν! Θυμάμαι, είχα πάει στο Μέγαρο Μουσικής για την απονομή και μόλις ανακοινώθηκε το όνομά μου κοίταζαν όλοι περίεργα γιατί δεν με ήξερε κανείς. Δεν ήμουν στο θεατρικό σινάφι. Από τότε με τράβηξε το θέατρο, το οποίο ήταν και η φυσική εξέλιξη μιας διαδρομής. Άλλωστε, πάντα στις δουλειές μου με ενδιαφέρει να εμπλέκω πεδία, να συνδυάζω κι άλλες μορφές τέχνης. Και η bijoux de kant, που έφτιαξα πριν από πέντε χρόνια, δεν ήθελα να είναι απλώς μια θεατρική ομάδα αλλά να φέρνει και την ιστορία της τέχνης και την ιστορία της λογοτεχνίας και την αρχιτεκτονική και τη μουσική και τα εικαστικά και τις νέες τεχνολογίες σε έναν συνεχή διάλογο. Και προσπαθώ να υπάρχει αυτό και στις παραστάσεις μας.
• Κάθε φορά στις παραστάσεις μας λέμε την ίδια ιστορία, το ίδιο ερωτικό μας ανείπωτο, αλλάζουν μόνο τα ονόματα. Με τους ανθρώπους της bijoux κατάλαβα ότι υπάρχει folie à deux, αλλά και folie à trois, folie à quatre... Ο ιατρικός όρος είναι μαγικός: επινεμόμενη ψυχωσική διαταραχή. Η bijoux de kant μ' έκανε να πιστέψω ότι δεν είμαι μόνος σ' αυτόν το μοναχικό κόσμο.
• Οι άνθρωποι μας ορίζουν και μας χαρακτηρίζουν. Αυτοί που με έχουν σημαδέψει είναι η Μαρία Πενταγιώτισσα, ο Κωστής Παλαμάς, o Λαπαθιώτης, η Πολυδούρη. Ο νονός μου, Δημήτρης Γιαννουκάκης, που έγραφε τραγούδια για τη Στέλλα Γκρέκα. Μια μεγάλη παρέα που με έμαθε πως σημασία έχει ν' αγαπάς. Ο ρομαντισμός του Βέρθερου, το κίτρινο γιλέκο και το θαλασσί σακάκι, τα γράμματα που στέλνονται σε έναν φίλο, ο τεράστιος έρωτας για τη Λότε. Ο Βέρθερος του Γκαίτε με ταράζει χρόνια τώρα. Όταν κυκλοφόρησε στην Ευρώπη, οι νέοι αυτοκτονούσαν για να του μοιάσουν, είχε γίνει μόδα η αυτοκτονία. Με έναν τρόπο ο Βέρθερος ήταν ένα ποπ είδωλο. Ο Γκαίτε δόνησε την Ευρώπη με έναν ακραίο ρομαντισμό και μια τρυφερότητα υψηλών θερμοκρασιών και εσχάτων ορίων – τρομερή υπόθεση. Και είναι πάρα πολύ εντυπωσιακό πώς η ποπ κουλτούρα τις επόμενες δεκαετίες, με τη ροκ στάση ζωής, το γκόθικ στοιχείο και το πανκ, έχει τις ρίζες του εκεί, στον ρομαντικό λόγο του 19ου αιώνα. Και ο Παπαρρηγόπουλος ήταν πολύ ροκ άτομο. Πέθανε από βαθιά μελαγχολία ένα μεσημέρι που κατέβαινε την οδό Ιπποκράτους. Ήταν ένα ίνδαλμα για την εποχή, στην κηδεία του οι θαυμάστριες ήθελαν να θαφτούν μαζί του. Βεβαίως, μετά ήρθε η σκόνη του χρόνου –έγραφε και σε στριφνή καθαρεύουσα–, ήρθαν και τα μοντέρνα κινήματα, η γενιά του '30, και τον ρομαντισμό τον σκέπασαν η απόλυτη απαξίωση και η λήθη. Και σήμερα, που περνάμε από αυτόν το μεγάλο κλασικισμό του μοντερνισμού, νιώθω ότι η πάλη γίνεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία, τον κλασικισμό και τον ρομαντισμό. Παλεύουν το μέτρο και το χάος. Και το ένα διαδέχεται το άλλο. Από τον μεταμοντερνισμό και μετά βρισκόμαστε ξανά σε μια εποχή ενός νέου ρομαντισμού. Έχει τελειώσει η υπόθεση του κάλλους και του μέτρου. Βρισκόμαστε ξανά σε μια χαοτική κατάσταση και μέσα σε αυτή την τρελή χοάνη προσπαθούμε να προσδιορίσουμε τις ταυτότητές μας.
• Μια λέξη που σιχαίνομαι είναι η «αλληλεγγύη». Είναι φορτισμένη με κάτι πολύ υποκριτικό στη βάση του. Με ποιους, ακριβώς, είμαστε αλληλέγγυοι και τι κάνουμε για όλο αυτό; Πώς βοηθάμε; Mε το να γράφουμε ποιήματα για τους πρόσφυγες; Η ελληνική κοινωνία είναι πολύ υποκριτική. Ακούω από φίλους εκπαιδευτικούς ότι πατεράδες βιάζουν τα κοριτσάκια τους τη νύχτα και μετά πάνε στην εκκλησία να ψάλλουν τα εγκώμια. Ακούω τρομακτικά πράγματα. Το λυκόφως δεν πέφτει μόνο στην oδό Αθηνάς. Σκέψου κάποια σπίτια στην επαρχία με το φως της τηλεόρασης και απ' έξω τα απέραντα χωράφια. Νομίζω ότι κάνουμε αυτό που αντέχουμε. Μέχρι εκεί. Δεν μπορώ να είμαι τάχα μου αλληλέγγυος όταν γεννήθηκα αλληλέγγυος.
• Το θέατρο είναι υπόθεση όσων προσπαθούν να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Δεν είναι υπόθεση των λίγων. Όσους άξονες και να άλλαξε το θέατρο, ήθελε πάντα κάπου να απευθυνθεί. Είτε αυτός ο άξονας ήταν προς τον Θεό είτε ήταν προς την εξουσία είτε προς το κενό, πάντα απευθύνεται κάπου. Δεν είναι υπόθεση του ενός. Το θέατρο ήταν πάντα υπόθεση των πολλών, γι' αυτό και πάντα οι παραστάσεις πρέπει να επιτρέπουν και στον θεατή να γίνεται μέρος αυτής της τελετουργίας. Το θέατρο είναι μια προσευχή σε ό,τι πιστεύει ο καθένας. Μπορεί να προσφέρει αυτή την ελάχιστη ψευδαίσθηση αθανασίας. Ξέρετε, τόσο οι θεατές όσο και οι ηθοποιοί είναι σίγουροι ότι δεν θα πεθάνουν όσο διαρκεί η παράσταση. Κάποιοι, μάλιστα, το πιστεύουν και μετά το πέρας της.
• Ο καλλιτέχνης έχει την ευθύνη του εαυτού του. Αν τα καταφέρει να τον κουμαντάρει, τότε θα πάρει το μάθημα και το κοινό του. Στο Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα, μια παράσταση ακραία που έθετε ζητήματα περί κανονικότητας, με πλησιάζει ένα παιδί, συντηρητικά ντυμένο, ενθουσιασμένο, τα μάτια του έλαμπαν, και μου λέει: «Είμαι φοιτητής Θεολογίας και ήθελα να σας πω ότι την παράσταση δεν την παρακολούθησα, την ακολούθησα». Κι αυτό που είπε μου άρεσε πολύ, γιατί κατάλαβε με έναν διαφορετικό τρόπο τα πράγματα. Αυτό πρέπει να συμβαίνει στο θέατρο, να ακολουθείς, να σου επιτρέπεται να γίνεσαι μέρος αυτής της τελετής, και το «τότε που...» να γίνεται «τώρα που...». Για μένα, αυτό είναι θέατρο, αυτό που γίνεται εκείνη τη στιγμή. Οι ηθοποιοί πρέπει να μπουν σε αυτήν τη συναισθηματική διαδρομή και να βρουν το σώμα τους στον αέναο χωροχρόνο. Δεν υπάρχει ρόλος, υπάρχουμε μόνο εμείς και η αλήθεια μας.
• Οι δύο παραστάσεις μου που ξεχωρίζω είναι η Ραμόνα της Γλυκερίας Μπασδέκη και το Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα του Γιώργου Ιωάννου. Μ' έκαναν να ανεβάσω δέκατα. Κι επειδή μου αρέσει να σωματοποιώ τα πράγματα, δεν ήταν μια διανοητική διεργασία, έχει να κάνει με υγρά σωματικά. Η μετακίνηση του Ιωάννου από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα είναι η μετακίνηση μιας χώρας από την Κατοχή στα ψωνιστήρια της Ομόνοιας και στα σκυλάδικα. Και η θερμοκρασία του αμερικανικού Νότου που γίνεται ελληνικός Βορράς στη Ραμόνα είναι πάλι μια μετακίνηση της έσω χώρας. Ένας τόπος μεταβατικός και στις δύο περιπτώσεις, ένας τόπος-όριο με υγρασία, οι προσμείξεις οι φυλετικές, η θρακιώτικη διάλεκτος της Καρυοφυλλιάς, τα καταραμένα '70s, η Λίτσα Διαμάντη, όλα αυτά μου αποκάλυψαν ότι δεν πρέπει να φοβάμαι αυτά που με συνθέτουν. Είμαι αυτός που είμαι όσο θα είμαι. Γιατί καλό και το θέατρο-ντοκουμέντο και το Βούπερταλ και το Βερολίνο, αλλά εμένα με νοιάζει να δω τι γίνεται κι εδώ, λίγο παρακεί από τη Δεινοκράτους, όπου γεννήθηκα, και την Αθηνάς, όπου ζω. Δεν είναι ότι πετάω το άλλο, με αφορά βαθιά και το παρακολουθώ, αλλά δεν είναι μόνον αυτό – είναι και αυτό. Κατάλαβα ότι υπάρχει υλικό που είναι σκοτεινό, αραχνιασμένο, ανεξερεύνητο και με ενδιαφέρει να το ανιχνεύσω. Ένας θησαυρός σωματικών συναντήσεων με τη διαχρονία της γλώσσας, του αισθήματος και του συναισθήματος. Με ενδιαφέρει η ελληνικότητα που φέρει σώματα και γλώσσες, αυτή η προσωπική εγχάρακτη ελληνικότητα, μακριά απ' το φολκλόρ. Όσο πιο προσωπικός γίνεσαι, τόσο πιο δημόσιος καταλήγεις. Πολιτική τέχνη κάνω, αλλά μέσα από τη διαδρομή του έρωτα. Χωρίς παντιέρες, αλλά με γλώσσα που τσακίζει.
• Είμαι περήφανος για τους γιους μου. Είμαι περήφανος για την αδεξιότητά μου στις δημόσιες σχέσεις. Είμαι περήφανος επειδή συμπαθώ μόνον όσους συμπαθώ. Έχω μετανιώσει φρικτά επειδή ήμουν πολύ σκληρός όταν έπρεπε να είμαι πολύ μαλακός. Και το αντίστροφο. Δεν ξέρω τι θα άλλαζα, αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο. Όπως λέει και ο Προυστ, στο τέλος θα μετανιώσουμε για όλα, και γι' αυτά που κάναμε και γι' αυτά που δεν κάναμε. Λέμε μεγάλα λόγια γιατί δεν μας έμεινε τίποτε άλλο. Γινόμαστε λίγο Μπλανς, δραματοποιούμε τα πράγματα, αλλά από κάτω σαρκάζουμε κιόλας, για να αντέξουμε τη συνεχή απώλεια, τους συνεχόμενους πνιγμούς. Είμαι τυχερός που κάποιοι με αγαπάνε για όσα είμαι και για όσα δεν είμαι.
• Η ευτυχία είναι το «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου» του Ζαμπέτα στην εκτέλεση της Δούκισσας: «Σαν τον αλήτη στα σκαλοπάτια σου / στέκω μονάχος και τραγουδώ / για μένα ο κόσμος είναι τα μάτια σου / κι ο έρωτάς σου με φέρνει εδώ».
• Δύναμη μου δίνουν τα λεφτά. Όπως έλεγε κι ο Ασλάνογλου πριν πεθάνει και το εννοούσε – δεν το έλεγε ποιητικώς: «Πρίγκιπα, χρειάζομαι χρήματα, κι άλλα χρήματα, κι άλλα χρήματα, για να μεταμορφώσω έναν χερσότοπο σε πανδαιμόνιο μουσικής». Δεν μου δίνουν δύναμη, όμως, με την έννοια της εξουσίας, μου δίνουν τη δυνατότητα να μην είμαι θεωρητικός. Θέατρο δεν κάνω μόνο για να λύσω τα ψυχολογικά μου, θέλω να το αντιμετωπίζω και ως δουλειά από την οποία βιοπορίζομαι, είναι μια πραγματιστική υπόθεση. Όσα κάνω, δεν τα κάνω από ποιητικό οίστρο αλλά επειδή δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, κι ας περνώ φρικτές οικονομικές δυσκολίες, τόσο απλά. Τα όρια που μπαίνουν αυτόματα σου ξεκαθαρίζουν και τους στόχους. Ξέρω ότι τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, που δεν θα έχω παράσταση, θα πρέπει να εφεύρω έναν τρόπο για να ζήσω. Δεν έχω την πολυτέλεια να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου, να διαβάσω, να κάνω ταξίδια για να εμπνευστώ, δεν την έχω αυτήν τη δυνατότητα. Μερικές φορές, ούτε για να πάρω ταξί.
• Με ενοχλεί που οι άνθρωποι σου μιλάνε σαν να είναι έτοιμοι να σε παραδώσουν στον δήμιο. Ο σταλινισμός, ο απίστευτος λαϊκισμός, με σκοτώνει. Με ενοχλεί που ενώ η Αθήνα θα μπορούσε να είναι η θεατρική πρωτεύουσα της Ευρώπης, δεν υπάρχει πολιτιστική πολιτική, είναι ένα τσίρκο. Μπορεί να ακούγεται υπερφίαλο αυτό και υπερβολικό, αλλά μέσα στις 1.500 παραστάσεις που ανεβαίνουν στην Αθήνα, θα υπάρχουν και πέντε-δέκα που είναι σπουδαίες και διεθνείς. Κι ενώ το Παρίσι αυτήν τη στιγμή έχει τελειώσει πολιτιστικά και το Βερολίνο είναι σε τεράστια κρίση, η Αθήνα, που είχε προοπτικές, είναι απλώς μέσα στη βρόμα, το κατουρλιό και τα σκουπίδια. Δεν λειτουργεί τίποτα, δεν ενδιαφέρεται κανείς, έχει διαλυθεί οποιοσδήποτε μηχανισμός. Επιβιώνουν οι δημόσιες σχέσεις και τα χειροφιλήματα. Εγώ φιλάω μόνο τα χέρια που αγαπώ.
• Μου αρέσει να ακούω Βιβάλντι και Τσιτσάνη. Μου αρέσει να χαζεύω στην οδό Αθηνάς. Μου αρέσει να αγοράζω καινούργια παπούτσια το Πάσχα. Και το κολύμπι, πολύ μ' αρέσει το κολύμπι.
• Ο έρωτας είναι κατακλυσμιαία υπόθεση και στη ζωή μου έχει παίξει τον απόλυτο ρόλο και τον μοναδικό. Τόσο απόλυτο και μοναδικό, που από τον φόβο μου να τον συναντήσω, κρύβομαι πάντα μέσα στην ντουλάπα.
• Αυτή η ζωή μού έχει διδάξει την άλλη ζωή. Με έμαθε ότι η ανάγκη είναι πάντα εκεί έξω, σε περιμένει να πεταχτείς, να αναπνεύσεις, να συναντήσεις έναν άνθρωπο. Όπως έλεγε και η Καρυοφυλλιά στη Ραμόνα της Γλυκερίας: «Δεν είμαστε μονάχοι, Στέλλα, παππούδες κουβαλάμε στην καμπούρα μας, ώρες κακές, φωνές αόρατες και αρχαίες πανουργίες, απλήρωτους λογαριασμούς και τέτοια». «Και τέτοια», πολλά «και τέτοια». Τι άλλο να σου πω; Aπό πάνω μέχρι κάτω γεμάτος «και τέτοια» είμαι...
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO τον Απρίλιο του 2016