Αν υπήρχε ένας ισχυρός άνδρας στην πολιτική σκηνή της Αθήνας τη δεκαετία του 420 π.Χ., αυτός ήταν αναμφισβήτητα ο Κλέων.
Ο σθεναρότερος αντίπαλος του Περικλή απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη δύναμη μετά τον θάνατο του τελευταίου. Τη χρονιά, μάλιστα, που ανέβηκαν οι Ιππείς, ο Κλέων είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της δόξας του, μετά τη μεγάλη στρατιωτική επιτυχία που σημείωσε στη μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας εις βάρος των Σπαρτιατών.
Αν και προερχόταν κατά πάσα πιθανότητα από αξιοσέβαστη οικογένεια, ο Κλέων αντιπροσώπευε τη νέα γενιά πολιτικών ανδρών που αναρριχήθηκαν στην πυραμίδα της εξουσίας χωρίς να βασίζονται στην αριστοκρατική καταγωγή τους ή στον κληρονομημένο πλούτο τους. Όπλο του ήταν η πειθώ, καθώς και η εμμονική –ή εμμονικά προβαλλόμενη‒ αφοσίωσή του στο καλό του δήμου.
Ο Κλέων δεν ήταν καθόλου τυχαία περίπτωση. Γράφει γι’ αυτόν ο Θουκυδίδης ότι όχι μόνον «ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή απ’ όλους στον λαό» αλλά ότι ήταν και «ο πιο βίαιος άνδρας στην Αθήνα». Εναντιωνόταν με μένος σε οποιονδήποτε τολμούσε να θέσει εαυτόν υπεράνω του κοινού καλού και ήταν τόσο παθιασμένος, ώστε σε κάθε ομιλία του στην Εκκλησία του Δήμου φώναζε και ανασήκωνε τα ρούχα του, περιφρονώντας όλους τους κανόνες του δημόσιου decorum.
Δεν αρκεί να μοιράσει ο σκηνοθέτης ταιριαστά τους ρόλους, να ντύσει τον Χορό με κοστούμια εμπνευσμένα από αρχαία αγγεία και να στείλει τους ηθοποιούς να πούνε τα λόγια τους. Αν απουσιάζει η βαθύτερη κινητήριος δύναμη, όλα αυτά θα ακουστούνε κούφια – όπως και ακούγονται.
Όταν οι Ιππείς παρουσιάστηκαν στο αθηναϊκό κοινό το 424 π.Χ., ο Κλέων βρισκόταν δίχως άλλο στις διακεκριμένες θέσεις του θεάτρου. Ο πιο ισχυρός άνδρας της πόλης καθόταν στην πρώτη κερκίδα τη μέρα που ένας νεαρός κωμικός ποιητής τον κάλεσε για να τον κοροϊδέψει μέσα στα μούτρα του.
Αναλογιστείτε το αυτό. Αναλογιστείτε το θάρρος και το θράσος, το πείσμα και το πάθος, την ορμητική, αδάμαστη, απελευθερωτική περιφρόνηση και αψηφισιά του νεαρού συγγραφέα απέναντι στον κίνδυνο. Κίνδυνο όχι θεωρητικό αλλά σοβαρό και απόλυτα υπαρκτό, εφόσον είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια από τότε που ο Κλέων οδήγησε τον Αριστοφάνη στα δικαστήρια με την κατηγορία ότι, στην κωμωδία του με τίτλο Βαβυλώνιοι, ο συγγραφέας είχε συκοφαντήσει όχι μόνο τον εν λόγω πολιτικό αλλά και την Αθήνα ολόκληρη (το έργο αυτό δεν έχει διασωθεί).
Και φυσικά, εκτός από τον ανατρεπτικό, αντιεξουσιαστικό οίστρο του Αριστοφάνη, αναλογιστείτε και την ευρύτερη σημασία της κωμωδίας στη ζωή της κοινότητας και της πολιτείας. Τη ζωτική λειτουργία που αυτή επιτελούσε, τον ακμαίο διάλογο που προκαλούσε, τη θεραπευτική κριτική που ασκούσε σε πρόσωπα και θεσμούς τη στιγμή ακριβώς που τους αποδομούσε και τους υπονόμευε με σφοδρότητα.
Γιατί δεν είναι λίγο να παρουσιάζεις τον σταρ δημαγωγό της πόλης ως ποταπό κλέφτη και γλείφτη σκλάβο ενός γέρου, βαρήκοου αγρότη.
Δεν είναι λίγο να δείχνεις τους επιφανείς πολιτικούς της πόλεως ως ανήμπορα υποχείρια ενός επιδέξιου εκβιαστή.
Δεν είναι λίγο να βγάζεις στη σκηνή τον δήμο της Αθήνας ως εκδιδόμενο, πειναλέο, ξεκούτη, επιρρεπή σε κάθε κολακεία και εξαγορά εκ μέρους των δημαγωγών.
Ο Αριστοφάνης είναι τολμηρός και πολύπλοκος: επιτίθεται ασύστολα στην πολιτική ελίτ, αλλά κρίνει αυστηρά και τον λαό. Σε αυτόν τον τελευταίο όμως, ενώ διακρίνει καθαρά τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του, αναγνωρίζει ταυτόχρονα τον σημαντικότερο φορέα αλλαγής. Εάν οι απλοί άνθρωποι –όπως ο Αλλαντοπώλης, που ανδρώθηκε στους δρόμους, τρώγοντας αποφάγια– συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και υπερνικήσουν την αδράνειά τους, εάν βγουν από τον Οίκο στην Αγορά, δηλαδή εάν εμπλακούν ενεργά στα κοινά, τότε η δημοκρατία έχει ελπίδα να λειτουργήσει, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα παραμένει αιωνίως ευάλωτη και εκτεθειμένη στις ορέξεις παλαιών και νέων δημαγωγών.
Αποδεικνύεται, σαφώς, δυσπρόσιτο το κείμενο του Αριστοφάνη, έτσι όπως απλώνεται στα χέρια μας, παλλόμενο, με τα αδιέξοδα και τις αγωνίες ενός άλλου κόσμου, συντονισμένου με συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, μιας κοινωνίας που μάθαινε να ζει με το νεογέννητο παιδί της, τη δημοκρατία, πασχίζοντας να το προφυλάξει από τους κινδύνους και κάνοντας διαρκώς λάθη στην πορεία. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να αποδοθεί το χιούμορ των Ιππέων, συνδεδεμένο με τις πολιτισμικές συνιστώσες της εποχής, την καθημερινότητα και τις συνήθειες των ανθρώπων, τους κώδικες επικοινωνίας, το πολυεπίπεδο νόημα των λέξεων, την αύρα των προσώπων, που πάντοτε θα μας διαφεύγουν, όσες μαρτυρίες κι αν μελετήσουμε.
Κανένας φυσικά δεν περιμένει μια αναβίωση, μια ανάσταση νεκρών. Κάθε τέτοιο έργο είναι ένα όχημα να μιλήσουμε για το σήμερα, να προβληματιστούμε για τα δικά μας δεινά, το δικό μας πολιτικό σύστημα, τον δικό μας ρόλο μέσα σε αυτό. Να διακωμωδήσουμε τον χειρότερο εαυτό μας. Κι αν τα αστεία έχουν αλλάξει ή παλιώσει, μπορούμε να φτιάξουμε δικά μας. Κι αν τα πρόσωπα είναι διαφορετικά, μπορούμε να βρούμε αντίστοιχα. Όλα μπορούμε να τα προσαρμόσουμε, αρκεί να κρατήσουμε ένα: το ασυμβίβαστο, αχαλίνωτο σατιρικό πνεύμα του Αριστοφάνη που δεν έχει ιερό και όσιο, αλλά λειτουργεί ως «φάρμακον» (με την πλατωνική έννοια, δηλαδή «δηλητήριο» και «ίαμα» ταυτόχρονα).
Τίποτε από αυτά δεν συνέβη στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου που είδαμε στην Επίδαυρο.
Το ζητούμενο, βλέπετε, δεν είναι να μεταφραστεί με συνέπεια το πρωτότυπο και να καρυκευθεί στη συνέχεια από τον σκηνοθέτη ή/και τους ηθοποιούς με μερικές «εκσυγχρονιστικές» προσθήκες, ώστε να πασπαλιστεί πρόχειρα με ένα άρωμα του «τώρα». Το «τώρα» έχει πολύ περισσότερες απαιτήσεις, έχει τη δική του επείγουσα πολυπλοκότητα. Κι αυτή δεν αποδίδεται με νύξεις στον Μεγάλο Περίπατο και στον Χαρδαλιά, αστειάκια για τον Covid και τη σύζυγο περιφερειάρχη, αναφορές στον Άγιο Βαλεντίνο και στο Brexit, «φιλάκια ρουφηχτά» και ποτ πουρί από τραγούδια με θέμα την Αθήνα. Είναι πολύ επιφανειακά και ανώδυνα όλα αυτά. Δεν ενοχλούν κανέναν, δεν διεκδικούν τίποτα. Οι αποχαυνωμένοι πολίτες –εμείς δηλαδή– δεν θα ταρακουνηθούμε επειδή θ’ ακούσουμε όλες τις διάσημες ρήσεις της Μεταπολίτευσης στη σειρά («δεν θέλω ου», «σεμνά και ταπεινά», «δεν διάβασα το μνημόνιο», «λεφτά υπάρχουν» κ.ο.κ). Πέρα από τις υπομνήσεις, πρέπει κάτι μεγαλύτερο να κινητοποιηθεί, κάτι δραστικό να συμβεί επί σκηνής, κάτι πολύ περισσότερο από μια ομάδα όμορφων αγοριών που χορεύουν στο ντους και επιμένουν, με εντυπωσιακή σοβαροφάνεια, να διεκδικούν το δικαίωμα στα μακρυά πυκνά μαλλιά, στις κρέμες των σωμάτων τους και στους καλλωπισμούς (δεν τελειώσαμε ακόμη με αυτά τα στερεότυπα;).
Για ποιον λόγο, συνεπώς, να επιλέξει κανείς ένα ακραία πολιτικό και σατιρικό κείμενο, αν πρόκειται να συγκρουστεί με το Τίποτα και με τον Κανένα;
Δεν αρκεί να μοιράσει ο σκηνοθέτης ταιριαστά τους ρόλους, να ντύσει τον Χορό με κοστούμια εμπνευσμένα από αρχαία αγγεία και να στείλει τους ηθοποιούς να πούνε τα λόγια τους. Αν απουσιάζει η βαθύτερη κινητήριος δύναμη, όλα αυτά θα ακουστούνε κούφια – όπως και ακούγονται.
Δύο ώρες ολόκληρες και δεν καταφέραμε να γελάσουμε. Άρρυθμη, αποστεγνωμένη από κωμικούς χυμούς, η μετάφραση απέτυχε να συλλάβει το τέμπο της εποχής μας – εκτός αν θεωρήσουμε αστείες τις φράσεις του στυλ «στην έδρα πάνω ν’ αλληλοκλάνεστε», «ένας ξεκωλιάρης έκλασε» ή εντυπωσιαστούμε από σύνθετες λέξεις αμφιβόλου ιλαρότητας, όπως «σκυλοπίθηκος», «σκυλομεγαλωμένος» και «σκατοσιντρίβανο», οι οποίες αφήνουν μία μάλλον φτωχή επίγευση.
Οι μονοσήμαντες, ανέμπνευστες ερμηνείες των ηθοποιών υποτάσσονται, δυστυχώς, στο στερημένο από ουσία σκηνοθετικό πλαίσιο. Μοναδική εξαίρεση ο Στέλιος Ιακωβίδης, το πηγαίο κωμικό ταλέντο του οποίου καταφέρνει να επιβιώσει και σε αυτές τις τόσο αντίξοες συνθήκες.
Αμήχανες παύσεις (πόσες ενάρξεις είχε, άραγε, αυτή η παράσταση;), παρεούλες με κιθάρες δίπλα στη φωτιά, ασκήσεις πάλης στην «παλαίστρα», επικλήσεις στον Δία, τον Χριστό, τον Όσιρι, την Παναγιά, την Παξινού, τον Έλβις και την ΑΕΚ, σαξόφωνο με φόντο κίονες, μια Καρυάτιδα, ένα πανό για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση και, στο κλείσιμο, μια βεβιασμένη υπερχείλιση ψευδοσυγκίνησης, καθώς καλούμαστε να κοιτάξουμε όλοι μαζί τον ουρανό για να θαυμάσουμε περιδεείς ένα απολιτίκ φεγγάρι που παραμένει αναλλοίωτο στους αιώνες.
«Και τελικά, ένα βράδυ με πανσέληνο, μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας τραγουδώντας μελωδικά;» αναρωτιέται στο σκηνοθετικό του σημείωμα ο Κωνσταντίνος Ρήγος. Μην ψάχνετε πιο μακριά: μέσα στη γλυκερή αφέλεια ετούτης της πρότασης συνοψίζονται εύστοχα το διακύβευμα και η αισθητική ολόκληρης της παράστασης.
Συντελεστές
Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης
Σκηνοθεσία – Χορογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος
Μουσική: Θοδωρής Ρέγκλης
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Ρήγος - Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Νατάσα Δημητρίου
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Συνεργάτις χορογράφου: Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Βοηθός σκηνοθέτη: Άγγελος Παναγόπουλος
Mουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνογράφου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστίνα Στεφανίδη
Βοηθός ενδυματολόγου: ΑλίσαΜπουλάτ
Βοηθός ενδυματολόγου: Κατερίνα Κωστάκη
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Διανομή (αλφαβητικά):
Αλλαντοπώλης: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης
Δήμος: Στέλιος Ιακωβίδης
Κλέων: Κώστας Κόκλας
Δημοσθένης: Πάνος Μουζουράκης
Νικίας: Κωνσταντίνος Πλεμμένος
Kορυφαίοι Χορού: Στεφανία Γουλιώτη, Κωνσταντίνος Μπιμπής (γιουκαλίλι), Γιάννης Χαρίσης
Χορός: Πάρις Αλεξανδρόπουλος, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Θάνος Γρίβας (κιθάρα), Πάνος Ζυγούρος (μελόντικα), Κωνσταντίνος Καϊκής, Γιάννης Καράμπαμπας (κιθάρα), Αλκιβιάδης Μαγγόνας (κλαρινέτο), Βασίλης Μπούτσικος (κιθάρα), Γιώργος Πατεράκης (κιθάρα), Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Περικλής Σιούντας (μπαγιάν), Γιώργος Σκαρλάτος (ευφώνιο), Αντώνης Σταμόπουλος (κιθάρα).
Αριστοφάνη, Ιππείς | Εθνικό Θέατρο | Περιοδεία | Καλοκαίρι 2021
Αναλυτικά η περιοδεία:
3 Ιουλίου, Καβάλα | Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
8 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Ήλιδας
16 & 17 Ιουλίου, Κύπρος | Αρχαίο Θέατρο Κουρίου
31 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
3 Αυγούστου, Θεσσαλονίκη | Θέατρο Δάσους
1 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Πέτρας
4-5 & 7-10 Σεπτεμβρίου, Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά
12 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη»
19 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα, Παλαιό Ελαιουργείο
22 Σεπτεμβρίου, Κατράκειο Θέατρο
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.