Όταν το 1889 ο νεαρότατος συνθέτης Τζάκομο Πουτσίνι παρακολούθησε τη θρυλική Γαλλίδα ηθοποιό Σάρα Μπερνάρ στο Μιλάνο σε παράσταση της «Τόσκα» του Βικτοριέν Σαρντού, ενός σύγχρονου έργου γραμμένου το 1887 που εκείνη την εποχή έκανε θραύση, αν και οι γνώσεις του των γαλλικών ήταν μηδαμινές, εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό από την πρωταγωνίστρια, που έβαλε στόχο να το μεταφέρει στην όπερα.
Παρόλο που του το είχε υποδείξει ο ποιητής και λιμπρετίστας Φερντινάντο Φοντάνα, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί και στην όπερα «Έντγκαρ», αποφάσισε ότι δεν ήταν αυτός ο κατάλληλος για να γράψει το ποιητικό κείμενο της νέας αυτής όπερας. Απευθύνθηκε στον εκδότη Τζούλιο Ρικόρντι που τον έφερε σε επαφή με τον νεαρό ποιητή Λουίτζι Ίλικα, με τον οποίο συμφώνησαν να προχωρήσουν το εγχείρημα.
Ωστόσο η δική του «απιστία» απαντήθηκε από την άρνηση του διάσημου την εποχή εκείνη Γάλλου συγγραφέα Σαρντού να παραχωρήσει τα δικαιώματα του έργου του σε έναν παντελώς σ' εκείνον άγνωστο μουσικό.
Η τρίπρακτη «Τόσκα» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 14 Ιανουαρίου του 1900 στο θέατρο Κοστάντζι της Ρώμης με πρωταγωνίστρια την ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνο Χαρίκλεια Νταρκλέ –το γένος Χαρικλή–, επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι. Η επιτυχία ήταν τέτοια, που παιζόταν για είκοσι συνεχείς μέρες σε ένα γεμάτο θέατρο.
Η ιστορία εν τέλει θα ακολουθούσε μια τεθλασμένη πορεία, καθώς ο εκδότης αποφάσισε να το προτείνει σε άλλον συνθέτη. Ωστόσο, χάρη στους επαίνους του Βέρντι για το λιμπρέτο του Ίλικα, ο Πουτσίνι, κάνοντας αγώνα δρόμου, επανέκτησε την εύνοια του Ρικόρντι, ο οποίος εν τέλει του ανέθεσε την όπερα, με τη σύμφωνη πλέον γνώμη του συγγραφέα.
Στην πορεία προστέθηκε στην προετοιμασία του κειμένου και ο Τζουζέπε Τζακόζα ως βοηθός του Ίλικα, αλλά οι συγκρούσεις με τον συνθέτη ήταν ατέλειωτες και συχνά αγεφύρωτες. Ο στόχος ήταν ο απόλυτος ρεαλισμός, η εμμονή στον βερισμό με έμφαση στις λεπτομέρειες, ηχητικά και οπτικά εφέ που θα ξεπερνούσαν μια βέκια θεατρική παράδοση, η εκτίναξη των έντονων συναισθημάτων, όπως ο έρωτας, η ζήλια, το μίσος, το επαναστατικό πνεύμα της εποχής, τα πατριωτικά αισθήματα, η αυτοθυσία χάριν των μεγάλων αξιών, η αυτοκτονία λόγω απώλειας και περηφάνιας.
Ο Πουτσίνι επέμενε στην ακατάπαυστη δράση, ενώ τον ενοχλούσαν αφάνταστα οι «στάσεις», που πίστευε ότι δεν έχουν καμία ρεαλιστική διάσταση.
Αυτές οι απόψεις τρόμαζαν τους δύο λιμπρετίστες, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε συνεχή αντιπαράθεση. Εκείνος σχεδόν αδιαφορούσε για τη συναισθηματική διάσταση των χαρακτήρων, ήθελε να δώσει έμφαση στη δράση και στη θεατρική διάσταση της πλοκής και χρειάστηκε πολλή προσπάθεια από μεριάς του ακόμα και για να κρατήσει τη διάσημη άρια της πρωταγωνίστριας «Έζησα για την τέχνη», με την οποία αποκαλύπτεται ο βαθύτερος συναισθηματικός κόσμος της ηρωίδας.
Ποια είναι η ιστορία της διάσημης όπερας «Τόσκα»; Χρονικά τοποθετείται σε μια ταραγμένη εποχή, τον Ιούνιο του 1800, κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ναπολέοντα στην Ιταλία, που απειλούσε την κυριαρχία του Βασιλείου της Νάπολης, υπό τη διοίκηση του οποίου βρισκόταν η Ρώμη, όπου και διαδραματίζεται το έργο.
Ο ζωγράφος και επαναστάτης Μάριο Καβαραντόσι είναι εραστής της γνωστής τραγουδίστριας της όπερας Φλόρια Τόσκα. Συναντάει μέσα στον ναό Σάντ’ Αντρέα ντέλα Βάλε ομοϊδεάτη του Τσέζαρε Αντζελότι, τον οποίο και σκοπεύει να βοηθήσει να κρυφτεί από την αστυνομία, που τον καταδιώκει.
Η συνομιλία τους γίνεται μέσα στο παρεκκλήσι όπου εμφανίζεται η Τόσκα, η οποία ακούει ομιλίες μεν, αλλά δεν συναντάει τον Αντζελότι, που εν τω μεταξύ έχει κρυφτεί, κι αυτό πυροδοτεί την παθολογική της ζήλια. Αφού ο αγαπημένος της καταφέρνει να την καθησυχάσει φεύγει μαζί με τον σύντροφό του.
Υπό τους ήχους και τους ύμνους του θρησκόληπτου πλήθους που ψέλνει το «Te Deum» εμφανίζεται το πρόσωπο που αποτελεί το αντίπαλο δέος της πλοκής, ο διαβολικός βαρόνος Σκάρπια, αρχηγός της αστυνομίας, που αναζητά τον φυγά Αντζελότι.
Επίσης είναι ένας άντρας που ποθεί την Τόσκα, χωρίς να έχει πιθανότητες να την κατακτήσει. Καθώς υποπτεύεται τον Καβαραντόσι για υπόθαλψη του Αντζελότι, όταν τη βλέπει μπροστά του προσπαθεί να της αποσπάσει πληροφορίες, αλλά δεν τα καταφέρνει.
Στη δεύτερη πράξη, ο βοηθός του, ο Σπολέτα, μην μπορώντας να βρει τον φυγά, συλλαμβάνει τον ζωγράφο, θεωρώντας τον ύποπτο. Ο Σκάρπια τον ανακρίνει, αλλά δεν του αποσπά καμία πληροφορία, μέχρι που καταφθάνει η Τόσκα, κατόπιν δικής του πρόσκλησης. Εκείνη ακούει τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλεται ο αγαπημένος της από διπλανό δωμάτιο και στην απόγνωσή της αποκαλύπτει το κρησφύγετο του Αντζελότι που εκείνος της έχει εμπιστευτεί.
Εν τω μεταξύ, διαδίδεται η επέλαση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα και ο φυλακισμένος πανηγυρίζει, εξοργίζοντας τον Σκάρπια ακόμα περισσότερο. Ο τελευταίος βάζει όρο στην Τόσκα ότι για να τον απελευθερώσει πρέπει πρώτα να του δοθεί ερωτικά. Κάτω από αυτή την πίεση προς στιγμή προσποιείται ότι ενδίδει στην ερωτική πράξη, ουσιαστικά έναν βιασμό αν ολοκληρωνόταν, υποβάλλοντας την σε έναν ψυχολογικό εξευτελισμό.
Στη συνέχεια ο Σκάρπια υποκρίνεται ότι σχεδιάζει την εικονική εκτέλεση του αγαπημένου της. Καθώς ετοιμάζει το γράμμα με το οποίο υποτίθεται ότι θα μπορούν οι δύο εραστές να φύγουν από τη Ρώμη ελεύθεροι, εκείνη τον μαχαιρώνει θανάσιμα.
Ξημερώματα στο Καστέλ Σάντ’ Άντζελο και ενώ ηχούν οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου, αναμένεται η εκτέλεση του Καβαραντόσι, ο οποίος τραγουδάει τη δική του άρια, περιγράφοντας τα γλυκά φιλιά της αγαπημένης του – και όχι ένα πολιτικό μήνυμα, όπως επέμεναν οι δύο λιπρετίστες, αλλά δεν επέτρεψε ο Πουτσίνι. Εμφανίζεται η Τόσκα και του εξηγεί ότι η εκτέλεσή του δεν θα είναι αληθινή και ότι σύντομα θα είναι ελεύθεροι να φύγουν, καθώς ο Σκάρπια είναι νεκρός.
Οι στρατιώτες προχωρούν στην εκτέλεση, εκείνος πέφτει νεκρός και μόνο όταν η Τόσκα πλησιάζει το άψυχο πια σώμα διαπιστώνει συντετριμμένη την πλάνη στην οποία έπεσε. Καθώς οι στρατιώτες ετοιμάζονται να τη συλλάβουν για τον θάνατο του βαρόνου, εκείνη προτιμάει να πέσει στο κενό. Μια μεγάλη χειρονομία αντάξια μιας πραγματικής «ντίβας» της όπερας, την οποία πραγματοποιεί τραγουδώντας: «Ω, Σκάρπια, ενώπιον του Θεού!»
Η εκτενής βία ήταν κάτι συνηθισμένο στην ιταλική όπερα, μια τάση της εποχής που πρόσθετε πόντους σε κάθε νέο έργο που παρουσιαζόταν. Η τρίπρακτη «Τόσκα» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 14 Ιανουαρίου του 1900 στο θέατρο Κοστάντζι της Ρώμης με πρωταγωνίστρια την ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνο Χαρίκλεια Νταρκλέ –το γένος Χαρικλή–, επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι. Η επιτυχία ήταν τέτοια, που παιζόταν για είκοσι συνεχείς μέρες με γεμάτο το θέατρο.
Ακολούθησε η πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου στις 17 Μαρτίου 1900 με διευθυντή ορχήστρας τον Αρτούρο Τοσκανίνι και η επιτυχία μεταδόθηκε σαν πυρκαγιά σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο: Βασιλική Όπερα Λονδίνου / Covent Garden - 12/7, Metropolitan Οpera Νέας Υόρκης - 4/2/01, Opéra Comique Παρισιού - 13/10/03.
Μέχρι το 1914 και την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το έργο είχε παρουσιαστεί σε περισσότερες από πενήντα πόλεις. Στην Αθήνα παρουσιάστηκε πρώτη φορά από ξένο περιοδεύοντα θίασο το 1901, αλλά επίσημα καταγράφεται τον Αύγουστο του 1916 από το Γ' Ελληνικό Μελόδραμα.
Στη Λυρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ανέβηκε πρώτη φορά στις 27 Αυγούστου 1942 εν μέσω γερμανικής κατοχής, δηλαδή ογδόντα χρόνια πριν, στο Θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, σε μετάφραση του Άγγελου Τερζάκη. Η σκηνοθεσία ήταν του Ντίνου Γιαννόπουλου, η διεύθυνση ορχήστρας του Σώτου Βασιλειάδη, τα σκηνικά του Κλεόβουλου Κλώνη και τα κοστούμια του Αντώνη Φωκά.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμήνευσε μια υψίφωνος χωρίς ιδιαίτερη πείρα, η δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου, μετέπειτα Κάλλας. Είχε προσληφθεί μόλις δύο χρόνια νωρίτερα και ήταν η πρώτη μεγάλη επαγγελματική της εμφάνιση.
Ο Τύπος της εποχής ωστόσο έγραψε: «Μια φωνή πλούσια σ’ όλη της την έκτασι, μια φωνή κρυστάλλινη, ομοιογενής, σωστή, μ’ ένα τέλειο μηχανισμό αναπνοής, αρθρώσεως, προφοράς. Μια βαθειά, έμφυτη μουσικότης, μια θεατρική αντίληψις σπάνια, μια θερμή ιδιοσυγκρασία καθοδηγημένη από μια σκέψι εκπληκτική για την ηλικία της καλλιτέχνιδος. Και επί πλέον μια εμφάνισις γεμάτη ομορφιά και κομψότητα. Δεν είναι καθόλου παράξενο που το κοινό τής επεφύλαξε σωστή αποθέωσι».
Ως Μαρία Κάλλας έμελλε να κάνει τον ρόλο διάσημο ακόμα και σε όσους δεν αγαπούν την όπερα, ενώ έκλεισε την εκθαμβωτική της καριέρα με αυτόν το 1965 στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και για τελευταία φορά στο Λονδίνο.
Tosca at the Odeon of Herodes Atticus
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την όπερα «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι εδώ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 27.7.2022