2.
Μαρτυρία Άννας Χατζησωτηρίου
Ήταν Αύγουστος μήνας κι εμείς βρισκόμαστε στα χτήματά μας. Περνούσανε τα τραίνα γεμάτα κόσμο, μας εμείς δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Δεν ξέραμε ότι υποχωρεί ο στρατός. Σαν είδαμε αυτή την κατάσταση, γυρίσαμε κι εμείς στο σπίτι μας στον Κασαμπά.
Ξυπνήσαμε μια μέρα κι ήταν όλα ανάστατα. Το τηλεφωνείο κλειστό, ο κόσμος έφευγε. Έλεγαν ότι θα φέρουν τρόφιμα για τον στρατό. Ήταν Δευτέρα πρωί, ο άντρας μου έλειπε από το σπίτι. Ήταν στο δικαστήριο για να παραδώσει το βιβλίο με τους φόρους. Έτρεξα και βρήκα την αδελφή μου. «Αδελφή, τι θα κάνομε», της είπα, «ο κόσμος φεύγει». Ετοιμάσαμε δυο δέματα, κάτι χαλιά και λίγα ρούχα. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο κεχαγιάς που είχε στα χτήματά της η αδελφή μου για να εισπράξει τα ημερομίσθια των εργατών.
-Που πάτε, μας λέει.
-Φεύγομε.
-Ο Θεός να δώσει να έρθετε γρήγορα.
Η αδελφή μου του έδωσε εκατόν πενήντα λίρες, τα εργατικά για το άπλωμα της σταφίδας, κι έτσι φύγαμε απένταροι. Φεύγαμε κι αφήναμε τα σταφύλια απλωμένα στα σεργκιά (=εκεί όπου απλώνανε τις σταφίδες), που ήταν χρυσά σαν τη λίρα. Αφήναμε το πράμα γιατί ερχόντουσαν οι Βασιβουζίκοι.
Ετοιμαστήκαμε να φύγομε. Πού θα φορτώσομε τα δέματα; Τα τραίνα περνούσαν φορτωμένα κόσμο. Πού πάνε όλοι αυτοί, λέγαμε. Αυτοκίνητα, αμάξια δεν υπήρχαν. Σαν μάθαμε ότι υποχωρεί ο στρατός, τραβήξαμε την πόρτα του σπιτιού, τ’ αφήσαμε όλα και φύγαμε. Στον σταθμό ήταν χιλιάδες κόσμος μαζεμένος. Φωνές, αλαλαγμός. Γινότανε μεγάλο κακό. Σε λίγο ήρθε κι ο Αναστάσης.
-Τι κάνατε, μας είπε.
-Δέσαμε τ’ αναγκαία.
-Πηγαίνετε κι αύριο θα ’ρθω κι εγώ στη Σμύρνη.
Την άλλη μέρα συναντηθήκαμε στη Σμύρνη. Έφερε ένα μεγάλο δέμα και τα κλειδιά. Μας δείχνει τα κλειδιά και λέει: «Αυτή είναι η περιουσία μας».
Κλαεί εκείνος, κλαίμε κι εμείς.
Ζητάγαμε στέγη. Δεν είχαμε πού να μείνομε. Τραβήξαμε για του Γιαννίκη το οικοτροφείο. Στον δρόμο συναντήσαμε τη φίλη μου τη Θάλεια. Μας πήρε στο σπίτι της. Μας ζύμωσε και δυο ψωμιά και τα πήγαμε στον φούρνο. Εκεί που περιμέναμε να τα πάρομε, βλέπομε ένα κάρο με σκοτωμένους∙ ήταν Αρμεναίοι. Λυπηθήκαμε, δεν ξέραμε τι θα γίνομε. Το σπίτι που μέναμε έπιασε φωτιά. Φύγαμε και πήγαμε στο σχολείο. Πιάνει κι εκεί φωτιά μεγάλη. Τρομπάρανε αυτοί βενζίνη. Πού να πας, πού να σταθείς! Στον δρόμο συναντήσαμε την εξαδέλφη του Γιώργου με τον άνδρα της. Αυτή η κοπέλα ήταν κλινήρης δεκαεπτά χρόνια. Πολλοί την είχαν ξεχάσει, ήλιος δεν την είδε. Πώς πορπάτησε μετά από τόσα χρόνια;
-Που πηγαίνεις Βαγγελίτσα, της είπα.
-Στο έλεος του Θεού.
Τέλος πάντων, χωρίσαμε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, δεν ξέραμε πού πηγαίναμε. Εμείς, το παιδί, λεπτό δεν τ’ αφήσαμε απ’ τα χέρια μας. Τραβήξαμε κατά την παραλία που δεν είχε φωτιά. Οι Τούρκοι από πίσω μας φωνάζανε «γιορού» (=περπάτα). Κάρα από δω, αυτοκίνητα από κει. Έχανες το μυαλό σου. Τέλος, φθάσαμε σε μια πεδιάδα δίπλα στη θάλασσα. Εκεί ξημερωθήκαμε. Κατά το απόγευμα έρχονται Τούρκοι και μας λένε:
-Σηκωθείτε, θα έρθει ο Κεμάλ, δεν πρέπει να είσαστε εδώ.
Μας βάζουν μπρος, χιλιάδες κόσμος. Προχωρούσαμε. Φτάσαμε στην Αγία Τριάδα, πεζοπορία. Εδώ, μας λένε, θα μείνετε. Πολύ ωραίο μέρος, ωραία περιβόλια. Εκεί είχε ένα σπίτι. Όλος ο κόσμος ήθελε να μπει μέσα. Ποιος, όμως, να πρωτομπεί; Περισσότερος ο κόσμος από τα φύλλα των δέντρων. Εμείς μπήκαμε στην κουζίνα, τον άνδρα μου δεν τον άφησαν. Πήγε δίπλα. Μεταξύ μας, στο πλήθος, χωθήκανε και στρατιώτες με πολιτικά. Ένας είχε γαλέτα κι έτρωγε. Η αδελφή μου του ζήτησε λίγη, είχαμε το παιδί νηστικό. Μας έδωσε ένα κομμάτι και του δώσαμε. Αν ζει, καλή του ώρα. Αφήσαμε σαράντα σακιά γεμάτα σιτάρι και ζητιανεύαμε ψωμί. Νομίζαμε ότι θα μείνουμε εκεί. Την άλλη μέρα έρχεται ο άτακτος στρατός, το ιππικό. Κάτι Μαυροθαλασσίτες, ο Θεός να φυλάει!
Το καράβι μάς έβγαλε στη Χίο. Βγήκαμε στην αυλή της εκκλησίας, έπιασε όμως δυνατή βροχή και στριμωχτήκαμε στον γυναικωνίτη. Μείναμε τρεις μέρες. Ήρθε άλλο καράβι και μας πήγε στη Σύρο. Οι άρρωστοι όπως κι οι κρυολογημένοι έμειναν, δεν ήρθαν μαζί μας, οι περισσότεροι πεθάνανε.
Στη Σύρο πολύ φιλόξενοι άνθρωποι. Ξεσηκωθήκανε όλοι. Μας έφτιαξαν κεφτέδες, ψωμιά, τυριά. Ο ίδιος ο Δεσπότης μάς τα μοίρασε κατ' άτομο, στο πλοίο επάνω. Από τη Σμύρνη είχαμε να δούμε φαγητό.
-Σηκωθείτε, μας λένε πάλι, θα περάσει ο Κεμάλ∙ να είναι ευρύχωρο το μέρος.
Σηκωνόμαστε, μας βάζει μπρος το ιππικό και προχωρούμε. Από τα διάφορα μέρη μαζευότανε ο κόσμος. Τυραννία, όχι ότι θα περνούσε ο Κεμάλ.
Ο Αναστάσης είχε στον ώμο του δυο χαλιά. Τα μόνα που κρατήσαμε για να στρώνομε να κοιμάται το παιδί, όλα τα άλλα τα πετάξαμε. Τι μπορούσαμε να σώσομε; Τίποτα. Ένας επάνω στο άλογο του λέει:
-Γκιαούρ, δώσε μου αυτό που έχεις στον ώμο σου.
Ένας όμως αξιωματικός του φώναξε.
-Φύγε από κει κιοπέκ (=σκυλί), τι γυρεύεις; Άντε, του λέει τ’ Αναστάση, πήγαινε.
Εκεί που προχωρούσαμε, έρχεται άλλο ιππικό. Μ’ έριξε κάτω ένα άλογο και μου πάτησε το δάκτυλο. Σηκώθηκα. Τι να κάνω... Το αίμα έτρεχε, πανί δεν έχω να το δέσω, νερό δεν έχω. Φτύνω και βάζω λίγο χώμα. Μας πήγαμε στο Μερσινλί. Άι, λέμε, δόξα σοι ο Θεός! Ίσως μας αφήσουν εδώ. Ήμαστε νηστικοί. Δεν είχαμε δύναμη. Ανοίγομε ένα σπίτι να μπούμε. Βρήκαμε ένα σπίτι ανάστατο. Κάτω από τα παπλώματα άνθρωποι σκοτωμένοι. Αχ Θεέ μου, ας μας παίρνανε... Ευτυχώς, δεν μείναμε, μας πήρανε. Ήρθε πάλι ιππικό.
-Φύγετε, θα περάσει ο Κεμάλ, να έχει ευρυχωρία.
Σαν να μη χωρούσε κι εκείνος... Ξημερωνούμαστε, βραδιαζούμαστε μέσα τσι δρόμοι. Πού μας πηγαίνουνε; Μέσα στη Σμύρνη. Μας περνούνε από το νεκτροταφείο. Μνήματα παλάτια, ολόκληρα σπίτια! Κάμποσοι από μας έμειναν. Σαν φύγαμε, οι άλλοι άνοιξαν το νεκροταφείο και μπήκαν, για να γλυτώσουν από το σπαθί του Κεμάλ.
Εμάς μας πήγανε στο Νταρά αγάτς. Εκεί ήταν άφθονες παράγκες του ελληνικού στρατού όπου έβαζαν τρόφιμα, ζώα, κριθάρι, στάρι, λάδι...
Τ’ άφησαν όλα και φύγανε. Τα βρήκαμε εμείς. Δόξα σοι ο Θεός, φαίνεται θα μείνομε εδώ, δεν θα μας σηκώσουν, αφού βρήκαμε και τρόφιμα.
Πριν από μας είχαν πάει εκεί μια ξαδέρφη μου με τα παιδιά της. Είχαν βρει την καλύτερη παράγκα. Μας είδε ο γιος της κι έτρεξε.
-Ελάτε σ’ εμάς κι είσαστε και πεινασμένοι, μας είπε.
Καθίσαμε και φάγαμε. Η παράγκα ήταν γεμάτη, δεν χωράγαμε. Σαν ήρθε η ώρα να πλαγιάσουμε, μας πήρε ο γιος της πάλι και μας πήγε σ’ άλλη παράγκα. Εκεί ήταν ο αχυρώνας τους. Βρήκαμε μέσα τρεις-τέσσερις Αρμεναίοι. Τέλος καθίσαμε, σε μια ακρίτσα. Μόλις το παιδί έφυγε, έρχονται οι Μαυροθαλασσίτες.
-Έλα μέσα, του λέει η μητέρα του, μη σε πάρουν αιχμάλωτο.
Κρύβεται πίσω από την πόρτα. Η μητέρα, για να φυλάξει το παιδί της, δεν ανοίγει την πόρτα. Εκείνοι την κλωτσάνε και μπαίνουν.
-Κιοπέκ, είσαι στρατιώτης και θέλεις να μας κρυφτείς.
Τον πήρανε με το ξύλο. Βγαίνοντας, συναντάνε το μεγάλο του αδελφό, τον παίρνουνε κι αυτόν. Εμείς, μέσα στην παράγκα μας, δεν ξέραμε τι γινότανε πάρα πέρα. Μαζί μας ήταν μια χωρική, είχε ψωμί και τυρί κι έδωσε λίγο του παιδιού. Είχαμε κι έναν στρατιώτη. Για να τον σώσουμε, του βάζουμε το πανταλόνι του Γιώργου. Ήρθαν Τούρκοι εντόπιοι, ό,τι πάρουν, ό,τι αρπάξουν. Λένε στις Αρμεναίοι «σηκωθείτε», τους πήρανε. Ο άντρας μου, εν τω μεταξύ, έριξε κάτω το χαλάκι που είχε και κουκουλώθηκε μ’ αυτό, για να ξεκουραστεί κομμάτι. Έφυγαν οι Τούρκοι και πήρανε μαζί τους και τον στρατιώτη. Ήθελαν να πάρουν και το δικό μας παιδί.
-Τι να το κάνετε, τους είπε η αδελφή μου, είναι μικρό.
-Θα μεγαλώσει, θα γίνει στρατιώτης.
-Πάρτε εμένα να ’ρθω στον μάγειρα κοντά, να βοηθάω.
-Δεν έχεις τίποτα βραχιόλια, φλωριά;
-Παιδάκι μου, μέρα νύχτα γυρίζομε στους δρόμους, δεν έχομε, πού να τα βρούμε.
Φεύγουν κι έρχονται άλλοι. Ό,τι φύγανε, κάθισε ο Αναστάσης.
-Α, του λένε, στρατιώτης είσαι κι εσύ. Σήκω, εμπρός. Να κι άλλος ένας.
Τσι παίρνουν και τσι δυο αιχμάλωτοι. Εγώ βγήκα να δω πού τους πάνε.
Το μάτι μου στήθηκε σ’ ένα μέρος απέναντι, που τσι είχαν όλοι στημένοι.
Στήσανε και τον Αναστάση και τον Ησαΐα.
Βράδιασε. Τι να κάνω, τον άντρα μου να συλλογιστώ, τις φωνές που παίρναν τα κορίτσια; Εε, Θεέ μου, εδώ είναι κόλαση!
Αυτή την Ελεονώρα που βλέπεις την είχα μουντζουρωμένη και διπλωμένη μ’ ένα μαύρο μαντίλι. Άκουγες φωνές μέσα στη νύχτα: «Μανούλα μου, σώσε με». Τι κακό ήτανε κείνο!
Ξημερώνει ο Θεός την ημέρα, περιμέναμε να δούμε τι θα κάνουν τους αιχμαλώτους. Έρχεται άλλο ιππικό με τους αξιωματικούς και πηγαίνει προς αυτούς. Εμείς τους βλέπαμε μ’ αγωνία.
Τότε ο άντρας μου σκέφτηκε: έτσι κι έτσι χαμένος. Είχε επάνω του πέντε χιλιάδες μπαγκανότες. Τις βγάζει, τις δίνει με τρόπο σ’ έναν αξιωματικό και του λέει:
-Δεν είμαι στρατιώτης. Κοιτάχτε το διαβατήριό μου, κι αν είμαι, πάρτε με.
-Εφέντη, γκιετς (=πέρασε).
Λέγει όμως ο άνδρας μου:
-Πάρα πέρα είναι άλλος και θα μ’ εμποδίσει.
Φωνάζει τότε ο Τούρκος στον άλλον:
-Αφήστε να περάσει ο κύριος, γιατί δεν είναι στρατιώτης.
Πήρε τις μπαγκανότες, βλέπεις, και τον έκανε κύριο. Βλέπουμε τον Αναστάση να έρχεται προς εμάς. Το τάγμα με τους αιχμαλώτους έφυγε, μαζί κι ο Ησαΐας. Εμείς είμαστε εδώ και δεν ξέραμε πού θα μας πάνε και πού θα μείνομε. Κατόπιν μας σηκώσανε και μας πήγανε στο νέο κτίριο του Πανεπιστημίου. Χιλιάδες κόσμος ήταν μέσα. Εκεί ήρθαν δύο που πουλούσαν εισιτήρια για τα πλοία. Δέκα μπαγκανότες το άτομο. Εμείς πληρώσαμε σαράντα μπαγκανότες για τέσσερα άτομα∙ ο Αναστάσης, εγώ, η αδελφή μου και το παιδί της.
Την άλλη μέρα το πρωί έρχονται και μας σηκώνουν από κει. Πήγαμε στην παραλία και περιμέναμε τα πλοία∙ μα τα πλοία δεν ερχόντουσαν. Είχαμε τα εισιτήρια στο χέρι και περιμέναμε επ’ αόριστον. Αυτοί που μας τα πουλήσανε, χαθήκανε, πήγανε ν’ απατήσουν κι άλλοι.
Για να μην είμαστε στο ύπαιθρο, μας βάλανε σ’ ένα σπίτι. Οι Τούρκοι ήσαν λυσσασμένοι. Όποιον εύρισκαν έξω, από τα μαλλιά τον τραβούσαν. Δεν μπορούσαμε τίποτα να βρούμε να φάμε. Πίσω από το σπίτι ήταν γεμάτο Τούρκοι. Μετά δυο-τρεις μέρες, ήρθανε τα πλοία. Στην παραλία καθόντουσαν Εγγλέζοι ναύτες και σαν ήρθαν τα πλοία, μας πιάναν και μας ανεβάζαν. Εμείς ήμαστε ράκη. Όλη η οικογένεια ανεβήκαμε με τη σειρά από τη σκάλα. Μια σκάλα μεγάλη κι αψηλή.
Το καράβι μάς έβγαλε στη Χίο. Βγήκαμε στην αυλή της εκκλησίας, έπιασε όμως δυνατή βροχή και στριμωχτήκαμε στον γυναικωνίτη. Μείναμε τρεις μέρες. Ήρθε άλλο καράβι και μας πήγε στη Σύρο. Οι άρρωστοι όπως κι οι κρυολογημένοι έμειναν, δεν ήρθαν μαζί μας, οι περισσότεροι πεθάνανε.
Στη Σύρο πολύ φιλόξενοι άνθρωποι. Ξεσηκωθήκανε όλοι. Μας έφτιαξαν κεφτέδες, ψωμιά, τυριά. Ο ίδιος ο Δεσπότης μάς τα μοίρασε κατ’ άτομο, στο πλοίο επάνω. Από τη Σμύρνη είχαμε να δούμε φαγητό.
Ο άνδρας μου βγηκε να δει το μέρος, αν είναι κατάλληλο να ζήσομε.
Το ίδιο έκαναν κι άλλοι. Σε λιγάκι έρχεται ενθουσιασμένος και μας λέει:
-Ελάτε, κατεβείτε να μείνομε.
-Άκου, του λέω, η Σύρος είναι φτωχή –το είχα ακούσει από τη γιαγιά μου–, καλύτερα να φύγομε.
-Κατεβείτε να μείνομε λίγο κι αν δεν μας αρέσει, φεύγομε.
-Ας φύγομε τώρα που είναι δωρεάν, του λέω, γιατί μετά πού να βρούμε λεφτά.
Εγώ δεν ήθελα να μείνομε για το παιδί. Ήθελα να πάμε στην Αθήνα να το μορφώσουμε. Χάριν, λοιπόν, του παιδιού δεν κατεβήκαμε. Το πλοίο έφυγε. Μας έβγαλε στην Αίγινα. Είχε προηγηθεί όμως άλλο πλοίο κι η Αίγινα ήταν γεμάτη πρόσφυγες. Παρ’ όλα αυτά, μας περιποιήθηκαν πάρα πολύ. Φιλόξενοι άνθρωποι. Ερχόντουσαν με τα κάρα στο λιμάνι και κουβάλαγαν τον κόσμο. Σ’εμάς ήρθε ένας που τον έλεγαν Λάμπρο και μας ρώτησε αν έχομε πού να μείνουμε. Μας πήρε στο σπίτι του. Ήταν γεμάτο Αρμεναίοι. Στενοχωρήθηκε πολύ που δεν είχε πού να μας βάλει. Μας έβαλε σε μια μεγάλη αποθήκη, ήταν καθαρή και περιποιημένη. Καθίσαμε τέσσερις οικογένειες εκεί. Το πρωί η πεθερά τους μας έφερε τσάι. Η γυναίκα του ήταν λεχώνα. Μας περιποιήθηκαν πάρα πολύ αυτοί οι άνθρωποι κι όλοι οι Αιγινίτες.
Την άλλη ημέρα βγήκαν κυρίες να μας περιθάλψουν και ρωτούσαν ποιες ξέρουν ράψιμο. Πήγαμε εγώ κι η εξαδέλφη μου. Μας περιποιήθηκαν, ούτε στο σπίτι μας έτσι. Ράψαμε όλο το πρωί και το μεσημέρι μάς έφεραν όπως έπρεπε το φαγητό. Τ’ απόγευμα πάλι καφέ. Το βράδυ μας έδωσαν μαζί μας φαγητό για να φάμε με τις οικογένειές μας. Αφού τελειώσαμε τα ραψίματα, μετά από έξι-εφτά ημέρες μας πλήρωσαν είκοσι πέντε δραχμές την ημέρα. Χαρά πια εμείς που πήραμε λεφτά!
Την Κυριακή μου λέει ο άνδρας μου να κάνομε έναν γύρο, να δούμε τι θα πράξομε. Το όνειρό μου όμως εμένα ήταν η Αθήνα. Βγήκαμε, λοιπόν, βόλτα και καθώς πηγαίναμε, είδαμε έναν κήπο με δεξαμενή. Η πεζούλα ήταν χαλασμένη. Μπήκαμε μέσα, πλυθήκαμε με το νεράκι και καθίσαμε. Βλέπομε από μακριά να έρχεται μια γυναίκα. Θα είναι η νοικοκυρά και θα μας προσβάλει, σκεφθήκαμε. Μας πλησιάζει, μας χαιρετά και μας ερωτά από πού είμαστε και πώς βρεθήκαμε εκεί. Ήταν υπηρεσία. Έφυγε και πάει στην έπαυλη και λέει της κυρίας της:
-Βρήκα κάτι πρόσφυγες να κάθονται στην άκρη στην πεζούλα. Φαίνεται να είναι από οικογένεια.
Πιάνει η κυρία αυτή σ’ έναν δίσκο μεγάλο και βάζει μια πιατέλα πιλάφι και κρέας∙ ως κι αλάτι και πιπέρι. Σαν φάγαμε το πιλάφι, έρχεται άλλος δίσκος με καρπούζια. Ρωτήσαμε την υπηρέτρια ποια είναι, τέλος πάντων, η κυρία αυτή. Μάθαμε πως ήταν κυρία της τιμής. Ρώτησε αν έχομε σκοπό να μείνομε στην Αίγινα. Της απαντήσαμε όχι. Τότε μας έστειλε με την υπηρέτρια ένα σημείωμα, να πάμε να τη βρούμε στην Αθήνα και να μας βοηθήσει. Αφού φάγαμε, αποχαιρετήσαμε την υπηρέτρια και φύγαμε.
Μετά θυμηθήκαμε ότι στις φυλακές ήταν ένας πατριώτης μας. Πήραμε τσιγάρα και πήγαμε να τον δούμε. Ο φύλακας μας είπε ότι αθωώθηκε και βγήκε. Αφήσαμε τα τσιγάρα στους άλλους και φύγαμε. Όταν άρχισε να κατεβαίνει ο ήλιος, γυρίσαμε στο σπίτι και τα είπαμε στην αδελφή μου.
Σε είκοσι μέρες σηκωνόμαστε κι ερχόμαστε εδώ. Ξένοι, δεν ξέραμε πού να πάμε. Είχαμε έναν συγγενή που έμενε σ’ ένα σχολείο, στην οδό Μιχαήλ Βόδα. Συναντήσαμε τα παιδιά του στην Ομόνοια. Αυτά, σαν είδαν τα χάλια, πήγαν και το είπαν στη μητέρα τους. «Να πάτε γρήγορα να τους φέρετε» τους είπε αυτή. «Τα πόδια μας στον τοίχο θα βάλομε και θα χωρέσομε». Πήγαμε πια και μείναμε εκεί. Ήμαστε ο ένας απάνω στον άλλο. Η αυλή του σχολείου πήχτρα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, είχαμε και τον θυρωρό που μας έβριζε. Μετά μας έβαλαν σ’ ένα μεγαλύτερο δωμάτιο κι ήμαστε κάπως καλύτερα.
Εν τω μεταξύ, ο άντρας μου φρόντιζε να τακτοποιηθούμε. Έκανε αίτηση στο Υπουργείο κι είπε πως εργάστηκε στους Έλληνες, στον Κασαμπά. Αμέσως είχανε την καλοσύνη και του έδωσαν τέσσερις χιλιάδες δραχμές για τους μισθούς του. Συνήντησε κι έναν πατριώτη μας, τον Γιαννέλο, και τον πήγε εκ δευτέρου στο Υπουργείο και τον σύστησε. Τους είπε να τον διορίσουν σε πόλη.
Τον διορίσανε στον Βόλο, στο Ταμείο, εισπράχτορα, και μείναμε εκεί δεκαεφτά χρόνια. Ο μισθός του στην αρχή ήταν εξακόσιες δραχμές τον μήνα. Αντικαθιστούσε έναν στρατιώτη. Μετά τον ξαναδιόρισαν, μόνιμο πια. Αλλά κι εγώ κι η αδελφή μου εργαστήκαμε, δεν μείναμε έτσι. Πηγαίναμε στα εργοστάσια και παίρναμε δουλειά. Μας μάθανε ότι κεντάγαμε καλά και ποτέ δεν μας έλειψε η εργασία.
________
Η Έξοδος, Τόμος Α', Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1980 (εξαντλημένο).
σχόλια