ΙΔΡΩΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ που λικνίζονται κάτω από τους κουβανέζικους ήχους, ποτά με νερό και ζάχαρη που εναλλάσσονται με παλαιωμένα Σαντιάγο δε Κούμπα, σπίτια φτιαγμένα σαν τα κουβανέζικα σολάρ αλλά και κουβανέζικες μποτανίκες-μαγαζιά με θρησκευτικά προϊόντα δίπλα σε εντυπωσιακές εκκλησίες και καπνισμένα πούρα Αβάνας που καλύπτουν αναμνήσεις δραματικές και ανεξίτηλες ξεπηδούν ως εμμονικές εικόνες ακόμα και πολύ μακριά από το νησί του Κάστρο.
Ίσως να είναι το γοητευτικό προκάλυμμα μιας κατά τα άλλα σκληρής πραγματικότητας, ίσως το ειρωνικό έργο μιας καθημερινής τέχνης που καλύπτει τα τραύματα τα οποία εξακολουθούν να βιώνουν εσωτερικά οι Κουβανοί.
Εκφραστής όλων αυτών δεν είναι άλλος από τον σπουδαιότερο εν ζωή Κουβανό συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα, ο οποίος φέρνει στο προσκήνιο με την ωραία, άκρως ποιητική πένα του αληθινούς ανθρώπους με όλα τα τραύματα, την ιστορία και τον δραματικό αισθησιασμό τους. Δεν καταδικάζει ούτε επαινεί, κρατώντας την κριτική απόσταση που αρμόζει σε έναν συνεπή ερευνητή και φιλόλογο, άλλοτε ενεργό δημοσιογράφο αλλά και λάτρη των καλτ, αμερικανικών αστυνομικών ιστοριών και του μπέιζμπολ ‒ αυτά τα στοιχεία έχουν διαπεράσει με τον πιο εναργή τρόπο τις νουάρ ιστορίες του.
Άλλωστε, ο Παδούρα, που έχει γίνει γνωστός στην Ελλάδα με κορυφαία βιβλία όπως τα «Αντιός, Χέμινγουεϊ», οι «Αιρετικοί», με τη γνωστή τετραλογία του «Οι τέσσερις εποχές» με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Μάριο Κόντε και, φυσικά, με το magnum opus του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», που περιγράφει το περίφημο σκηνικό που έστησε τη δολοφονία του Τρότσκι, δεν υπήρξε ποτέ οπαδός της καθαρότητας, προσπαθώντας σε κάθε του πόνημα να καταδείξει τις αντιφατικές όψεις της ανθρώπινης φύσης αλλά και τις μπολιασμένες σε μυριάδες αντίρροπες δυνάμεις όψεις της κουβανικής ιστορίας.
Αν λοιπόν στο νέο του έργο το κρυφό κλειδί της ερμηνείας των πραγμάτων είναι, όπως γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου, το άλεφ, στην πρόσληψη της Ιστορίας είναι το παιδί του Ηράκλειτου που παίζει ειρωνικά με τους πεσσούς όταν όλα γύρω του γίνονται συντρίμμια (είναι διαρκείς οι αναφορές του στο ελληνικό στοιχείο, από την αρχαία Ελλάδα έως τη νικηφόρο βραδιά για την Εθνική μας στον τελικό ποδοσφαίρου).
Στην πραγματικότητα, η αληθινή πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η ίδια η Κούβα με τα αρνητικά σημάδια των απανωτών κρίσεων και των πολιτικών αντιφάσεων, αυτή η «σαραβαλιασμένη και επιτηδευμένη, γοητευτική και απωθητική, ευγενική και επιθετική, εξωτική και με χαρακτήρα» ή όλα αυτά ταυτόχρονα, όπως αποκαλύπτεται στα μάτια της πανέμορφης δεκαεπτάχρονης Αδέλα.
Ειδικά στην περίπτωση του πρόσφατου, εξακοσίων σελίδων έργου του που κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σαν σκόνη στον άνεμο», πάντα σε μετάφραση Κώστα Αθανασίου, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο δραματικός τόνος, η τραυματική ένταση και η νοσταλγία για τα μεγάλα όνειρα που σκορπίστηκαν σαν σκόνη στον άνεμο κυριολεκτικά σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα είναι πιο έντονα από ποτέ.
Με αφορμή την ιστορία της Αδέλα, μιας νεαρής Νεοϋορκέζας με καταγωγή από την Κούβα, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με μια τρομερή αποκάλυψη, ο Παδούρα αρχίζει να ξετυλίγει ένα κουβάρι από παράλληλες ιστορίες πρώην φίλων που σχεδόν κατέληξαν εχθροί, ανίκανοι να συγκεντρώσουν τα κομμάτια τους που σκορπίστηκαν σαν τις ολοζώντανες μνήμες από θανάτους που παρέμειναν ανεξιχνίαστοι και από έρωτες που κάλυψαν μυστικά χρόνων.
Έχοντας ως κυρίαρχο το ερώτημα «γιατί κάποιος φεύγει από τη χώρα του χωρίς να φύγει απ’ αυτήν» που διαπερνά σαν λάιτ μοτίφ την αφήγηση, ο Παδούρα υπενθυμίζει ότι κανείς από τους ήρωες που εξαφανίστηκαν, δραπέτευσαν ή έφυγαν με όνειρα για μια άλλη καριέρα σε διαφορετικές περιοχές της Αμερικής ή της Ευρώπης δεν κατάφερε τελικά να αρνηθεί το νησί που τον στοιχειώνει.
Στην πραγματικότητα, η αληθινή πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η ίδια η Κούβα με τα αρνητικά σημάδια των απανωτών κρίσεων και των πολιτικών αντιφάσεων, αυτή η «σαραβαλιασμένη και επιτηδευμένη, γοητευτική και απωθητική, ευγενική και επιθετική, εξωτική και με χαρακτήρα» ή όλα αυτά ταυτόχρονα, όπως αποκαλύπτεται στα μάτια της πανέμορφης δεκαεπτάχρονης Αδέλα.
Γιατί μπορεί η νεαρή πρωταγωνίστρια του βιβλίου να μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη διαβάζοντας Πολ Όστερ και βλέποντας αμερικανικές σειρές του Νέτφλιξ, όπως το «Βetter call Saul», ψωνίζοντας σε αμερικανικά μαγαζιά και καλλιεργώντας αμερικανικές συνήθειες, αλλά έμεινε με έναν αδιευκρίνιστα εμμονικό τρόπο πιστή στο νησί της καταγωγής της.
Παρότι πίστευε στον Ομπάμα και τους Δημοκρατικούς ‒αποφάσισε μάλιστα να δουλέψει γι’ αυτόν στην προετοιμασία της επίσκεψής του στην Κούβα‒, στο διδακτορικό της μελετά τους Κουβανούς του δέκατου ένατου αιώνα, όπως οι Μαρτί, Κάρλος Μανουέλ δε Σέσπεδες, Χοσέ Αντόνιο Σάκο, ενώ, παρά τις αντιδράσεις της μητέρας της, αποφασίζει να μετακομίσει στο Χαιαλία, στο Μαϊάμι, μια περιοχή όπου μένουν σχεδόν αποκλειστικά Κουβανοί, έχοντας ερωτευθεί έναν βέρο Κουβανό, τον Μάρκος Μαρτίνες Τσάπλε.
Εκείνος είναι που αναλαμβάνει να τη μυήσει στα κρυμμένα μυστικά της κουβανέζικης αισθαντικότητας, ένα ακόμα σημείο αναφοράς για τον Παδούρα, αλλά και σε μια ιστορία που συνδέει με τον πιο δραματικό τρόπο το δικό του παρελθόν με το δικό της.
Μια φωτογραφία τραβηγμένη πριν από είκοσι πέντε χρόνια, άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία των γονιών του, αρκεί για να συνταράξει την Αδέλα, η οποία, σε συνδυασμό με ένα τηλεφώνημα που δέχεται από τη μητέρα της, έρχεται αντιμέτωπη με τη διαφορετική πτυχή της ιστορίας. Πρόκειται για ένα ενσταντανέ που απαθανατίζει μια παρέα Κουβανών, την επονομαζόμενη «Συμμορία», της οποίας τα μέλη είναι προικισμένοι καλλιτέχνες και επιστήμονες, γοητευτικοί νέοι με ανοιχτή σεξουαλικότητα, οι οποίοι έμελλε, για διαφορετικούς λόγους, να εγκαταλείψουν την Κούβα.
Άλλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με το αμείλικτο παρελθόν και άλλοι επέμειναν να στοιχειώνουν με τον θάνατό τους τις μνήμες των ζωντανών. Κοινό σημείο αναφοράς τους το δραματικό βράδυ των γενεθλίων της Κλάρα που θα άλλαζε τη ζωή τους για πάντα, με το οποίο συνδέεται άμεσα η φωτογραφία.
Είναι εκείνο το βράδυ που θα αποκάλυπτε τι κρυβόταν στην ψυχή κάθε μέλους της παρέας με τα άπειρα ταλέντα και τα άλλα τόσα απωθημένα, με τα όνειρα που βγήκαν πλάνες για μια Κούβα που θα αποδεικνυόταν διαφορετική από αυτή που φαντάζονταν όλοι αυτοί οι επιστήμονες, διόλου τυχαία συνομήλικοι του Παδούρα: από το ρομαντικό ζευγάρι των αρχιτεκτόνων, του Φάμπιο και της Λιούπα, που, δουλεύοντας σκληρά στα ζαχαροκάλαμα, με τα γεμάτα κάλους χέρια τους έφτασαν να σχεδιάζουν τα σπίτια του αύριο, έως τον ιδιόρρυθμο και προικισμένο ζωγράφο Ουόλτερ, που θα αυτοκτονούσε ‒ή μήπως όχι;‒, πέφτοντας από την ταράτσα δύο χρόνια μετά το δραματικό συμβάν στα γενέθλια της Κλάρα αλλά και τον ωραίο και ευφάνταστο γιατρό Δαρίο, που θα καταλήξει στην Ισπανία, ή τον πεφωτισμένο Οράσιο και τον φιλοπερίεργο γκέι Ίρβινγκ με τη διορατική ματιά και τις αυξημένες ευαισθησίες, που δίνει μια καλή αφορμή στον Παδούρα να περιγράψει το απερίγραπτο μπούλινγκ που βίωναν οι ομοφυλόφιλοι όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά από το ματσίσμο των ίδιων των Κουβανών.
Κυρίως, όμως, η παρέα πλαισιώνεται από δυναμικές και ελεύθερες σεξουαλικά γυναίκες γύρω από τις οποίες εξελίσσει και διαμορφώνει ο συγγραφέας την αφήγηση· κυρίως γύρω από τον μητριαρχικό και στιβαρό χαρακτήρα της μηχανικού Κλάρα, που έφτασε να πουλάει φρούτα για να ζήσει, και τον προβληματικό και άκρως ενδιαφέροντα χαρακτήρα της Ελίσα, η οποία μεταμορφώνεται διαρκώς, ικανή να αναδιπλώνεται και να ξεφεύγει ακόμα και από την πένα του ίδιου του συγγραφέα, θα έλεγε κανείς.
Μαζί με αυτούς και ο ίδιος ο Παδούρα, που μέσα από την αναζήτηση της ταυτότητας της μητέρας της νεαρής Αδέλα αναζητά τι συνιστά τελικά την Κούβα του τότε και την Κούβα του σήμερα, πέρα και πριν από τα σύνορα που πέρασαν τόσοι άνθρωποι, όπως τα μέλη της «Συμμορίας», θέλοντας να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν, χωρίς όμως να μπορέσουν ποτέ να ξεριζώσουν το νησί από τις καρδιές τους.
Ανίκανοι να βρουν κάπου οριστικό καταφύγιο ή παρηγοριά ‒ίσως να έβρισκαν πρόσκαιρη καταφυγή στην ομορφιά της Φλωρεντίας π.χ., σε ένα από τα πιο ωραία κεφάλαια του βιβλίου‒, έφτασαν τελικά να νιώθουν σαν τα περίεργα ψαράκια που κολυμπάνε μαζί με τα αιμοβόρα πιράνχας στις άγριες θάλασσες της Κούβας, μην μπορώντας να συμβιβαστούν με αυτόν τον τόσο απέραντο όσο και μικρό, «στο μέγεθος ενός μαντιλιού», όπως λέει το γνωμικό που αναφέρεται σε κάποια στιγμή του βιβλίου, κουβανικό σύμπαν που ξεπερνά τα όνειρα, τις εμμονές και τις συνειδήσεις.