ΚΙΝΗΣΗ

Ο Καβάφης του Κουτσουρέλη. Από τον Κωστή Παπαγιώργη

Ο Καβάφης του Κουτσουρέλη. Από τον Κωστή Παπαγιώργη Facebook Twitter
Πηγή φωτογραφίας: Αρχείο Καβάφη / Ίδρυμα Ωνάση
0


ΣΤΙΣ ΛΙΓΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ του Αλεξανδρινού ποιητή στην Αθήνα, η οποία είχε σηκώσει ψηλά τη σημαία του δημοτικισμού, οι αντιδράσεις των ντόπιων λογοτεχνών ήταν από υπερεπιφυλακτικές μέχρι ονειδισμού και σατιρισμού. Δεν ξεχνιέται εύκολα το δίστιχο που είχε εκτοξευτεί εναντίον του Ξενόπουλου, του μόνου σχεδόν που αποδεχόταν την αξία του Καβάφη: «Διαβάζει κι ο Ξε(ρ)νόπουλος τον κύριο Καβάφη / που μόνο ένα α—ποίημα τον κάθε χρόνο γράφει». Οικεία ήθη και τρόμος μπροστά στο άγνωστο. Αν ο Κωστής Παλαμάς ήταν ο ντόπιος βασιλεύς και ο δημοτικισμός ακλόνητο καθεστώς, ο Αλεξανδρινός ενσάρκωνε το απολύτως έτερο, που διαβαζόταν μεν αλλά δεν είχε σαφείς ερμηνείες.

Η πρώτη του και σωτήρια ιδιότητα ήταν η ταυτότητα του ξένου. Όντως ανήκε στον ελληνισμό της διασποράς, εργαζόταν στην Αλεξάνδρεια, αλλά προηγουμένως είχε ζήσει δυο χρόνια στο Λίβερπουλ (1872-1874) και κατόπιν άλλα δυο χρόνια στο Λονδίνο, όπου φοίτησε σε αγγλικό σχολείο και, καθώς φαίνεται, ανέπτυξε βαθιά φιλία με την αγγλική γλώσσα. Η επιστροφή στην Αλεξάνδρεια δεν θα κρατήσει πολύ, επειδή η εξέγερση του Αραμπί αναγκάζει τη μάνα του Χαρίκλεια να βρει καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη (όπου εκδηλώνεται και η ομοφυλοφιλία του με τον εξάδελφό του Γ. Ψύλλιαρη). Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, θα εργαστεί στην υπηρεσία Αρδεύσεων με Άγγλους προϊσταμένους.

Ο Καβάφης υπήρξε για τα ελληνικά γράμματα εξαιρετική περίπτωση απ' όλες τις πλευρές. Πάει να πει, μια εξαίρεση. Τον καταλαβαίνουμε άσχημα, αν ζητάμε απ' αυτόν ό,τι δεν μπορεί να μας δώσει: το σφρίγος και την προοπτική του κανόνα – Κουτσουρέλης έφα.

Σήμερα πια δεν κατέχουμε μόνο τις σοβαρές εργασίες του Σεφέρη, του Μαλάνου, του Τσίρκα, της Γιουρσενάρ και πολλών ξένων, αλλά ως Έλληνες απολαμβάνουμε τον διεθνή μετεωρισμό του σε πολλές γλώσσες. Έχοντας υπόψη του όλο τον φάκελο της υπόθεσης «Καβάφη», ο Κουτσουρέλης επιχειρεί μια αξιοζήλευτη κριτική της καβαφικής ποίησης, και πιο συγκεκριμένα των προσωπικών του ποιητικών μυστικών, που όσο μοιάζουν κακόζηλες επινοήσεις, άλλο τόσο αποτελούν θεμέλια ενός έργου που δεν έχει το όμοιό του.
 

Γράφει ο Κουτσουρέλης: «Ποιητής ατάλαντος σε βαθμό σκανδαλώδη στα πρώτα του βήματα, αλλά και προικισμένος με πείσμα και επιμονή ασυνήθιστη, ο Καβάφης (τσαγκάρης σημαίνει η λέξη) κατάλαβε με καθυστέρηση, πλην εγκαίρως, ότι, αν ήθελε να γράψει, έπρεπε να απαλλαγεί από έξεις που όχι μόνο δεν του ήταν ξένες αλλά, το ανάποδο, βαθιά προσφιλείς. Αργά, διστακτικά, με συνεχείς παλινωδίες έως το τέλος, αλλά και άλματα, τον βλέπουμε να αντικαθιστά την καθαρολογία με μια γλώσσα αμεσότερη. Τον άνευρο λυρισμό με την πεζότητα, τον στόμφο με την ειρωνεία, την αισθηματολογία με τον σεξουαλικό ρεαλισμό. Όμως, όλες οι καίριες αποφάσεις του υπήρξαν στην πράξη μια προσπάθεια όχι να βρει μια λανθάνουσα, σκεπασμένη φωνή, αλλά, αντίθετα, να καλύψει καλά τη φωνή που κατείχε, όχι να απαλλαγεί από την ξένη επίδραση, αλλά από αυτό που κάποτε υπήρξε».

Προχωρώντας στο βιβλίο από σελίδα σε σελίδα, διαπιστώνουμε με κάποια κατάπληξη ότι ο Κουτσουρέλης επιμένει στη μέτρια πλευρά του Καβάφη, στα μεγάλα θα λέγαμε κουσούρια του, που μπορεί να ενσωματώνονται τελικά στο ποίημα, αλλά με την παραμικρή στραβοτιμονιά το όλον «μπατάρει». Φυσικά δεν είναι ο μόνος. Ο Άγρας, για παράδειγμα, μέτρησε τις μεταφορές, τις μετωνυμίες, τις αλληγορίες, που τις βρήκε ελάχιστες. Η καβαφική προσωδία, λέει ο Κουτσουρέλης, διέπεται από την αρχή του απροσδιόριστου, σε τελευταία ανάλυση χωράει τα πάντα. Κι εδώ, δηλαδή, έχουμε ένα κουσούρι που θα πρέπει να συναιρεθεί με κάτι έτερο για να αποδώσει. Εδώ μάλλον ανακαλύπτουμε και την αναλυτικότητα του Κουτσουρέλη: ό,τι από μόνο του δεν ευσταθεί, παντρεμένο με κάτι άλλο στήνει δικό του βασίλειο.

Θυμάται, για παράδειγμα, την παραβολή του Καβάφη με τον Σουρή (ψυχαρικό επιχείρημα), που όμως εκκινεί από ορθή αφετηρία. Όπως και το παλαμικό «ρεπορτάζ ανά τους αιώνες», που είναι μια μετριότατη παρατήρηση. Το ίδιο δεν ισχύει για την «πόζα»; Για τον σατιριστή των κοινών, ήτοι τον επιθεωρησιογράφο; Τον μάστορα της ατάκας; Το πασπαρτού «Καβάφης» του Ελύτη; Την ομοιότητα με τον Αχιλλέα Παράσχο; Τον λογοτεχνικό φαναριωτισμό; Αν λέγαμε ότι ο Καβάφης έπλασε ένα έξοχο έργο που βρίθει από οφθαλμοφανή ελαττώματα, θα επαληθεύαμε τη λογιότητα, αλλά θα ξεχνούσαμε το ανώτερο σκαλί, που είναι η ποιητική ανάπλαση. Αν ο ποιητής περιεργάζεται τους έρωτές του σαν τα ταριχευμένα πτώματα (Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν...), ο Κουτσουρέλης προτιμά τη σκέψη ότι τα ινδάλματα της ηδονής και της νεότητας είναι από τα πλέον εύθραυστα. Άλλωστε, η καβαφική ηδονή φανερώνεται μόνο μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της αμαρτίας, της εσωτερικευμένης ενοχής – πράγμα που δεν εξουδετερώνει την αμαρτία. Όσο για την έξυπνη κατακλείδα του Κουτσουρέλη, που συμπεραίνει ότι «το δόσιμο κάνει τον έρωτα, όχι το είδος του», μάλλον αστοχεί (λόγω ελλιπούς πείρας...)

Παρατηρεί ο Κουτσουρέλης, εκμεταλλευόμενος μια σκέψη του Ώντεν: «Το μόνο κριτήριο στο οποίο ο Καβάφης ανταποκρίνεται είναι το απαραγνώριστο όραμα του ύφους. Αυτό, όμως, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Ο Καβάφης δεν είναι μόνο ο πιο πρωτότυπος Έλληνας, είναι ένας από τους πιο πρωτότυπους Ευρωπαίους ποιητές του 20ού αιώνα. Ακόμα και ο πιο άπειρος αναγνώστης, ακόμα και ο αναγνώστης της πιο κακής μετάφρασης των στίχων του, είναι αδύνατον να τους συμφύρει με εκείνους οποιουδήποτε άλλου. Και είναι αυτή ακριβώς η πρωτοτυπία του που τον καθιστά ίσως τον πιο ενδιαφέροντα νεοέλληνα λογοτέχνη... Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: αρκεί, τάχα, η πρωτοτυπία από μόνη της για να θεωρηθεί ένας ποιητής μεγάλος;

Αν αφήσουμε για λίγο τον Κουτσουρέλη και μεταβούμε στο «παλαιό ερώτημα» του Μανόλη Αναγνωστάκη, το συμπέρασμα, παρότι είναι αντίστροφο, ουσιαστικά δεν δικαιώνει τον Καβάφη. «Μέσα από το έργο του Καβάφη περνά αυτό που λέμε "ρίγος της μεγαλοφυΐας", αυτό το τρομερό ρίγος που το αισθανόμαστε και σε πολύ κατώτερους σε ολοκλήρωση έργου ποιητές και που διατρυπά ξάφνου τον αναγνώστη σαν ξίφος και τον καθηλώνει, ή, απλώς, το κυριαρχικό αίσθημα που νιώθουμε διαβάζοντας τους στίχους του είναι ο θαυμασμός για την άρτια, καίρια και αμίμητη εκφραστική, ή μια άκρως λεπτή έως έντονα οδυνηρή συγκίνηση διανοητικού τύπου που μόλις ψαύει τα κράσπεδα της καρδιάς».

Λαμβάνοντας υπόψη μας την αξία ενός συγγραφέα συγκρινόμενη με την αξία των νομισμάτων, καταλήγουμε σε σαθρά συμπεράσματα απλώς και μόνο επειδή η ανάγνωση ενός ποιητή –όποιος κι αν είναι αυτός– έχει τη στιγμιαία έστω δύναμη να αποσκεπάσει τους άλλους – όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν ανήκουν. Πόσο μάλλον όταν ο Καβάφης διαβάζεται (μεταφρασμένος) από πολλούς ξένους. Το αντίθετο, βέβαια, ισχύει για τον Σολωμό και κυρίως για τον Παπαδιαμάντη, που ισχύει και υπάρχει επειδή ακριβώς δεν μεταφράζεται ούτε γι' αστείο.

Ενίοτε ο Κουτσουρέλης είναι τόσο μεγάλος θαυμαστής των επιχειρημάτων του, ώστε, ακόμα και στους επαίνους του έναντι του καβαφικού έργου, υποκρύπτει κάποιο αρνητικό φρασίδιο: για να θυμηθούμε τον Γκάτσο, ο Καβάφης είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Ποιος λέει το αντίθετο τάχα; Αυτό που μας συναρπάζει δεν είναι η μίμηση του Αλεξανδρινού αλλά το γεγονός ότι από το τίποτα ή το καθόλου ο Καβάφης κατόρθωσε να στήσει μια δική του μοναρχία. Ενώ, λοιπόν, τα επιχειρήματα του Κουτσουρέλη είναι περίτεχνα, σωστά, λογοτεχνικότατα και ποιητικά, το έργο δεν θίγεται, παρεκτός με δευτερεύουσες επιχειρήσεις αποδόμησης.

Αντιγράφουμε μια παράγραφο του Κουτσουρέλη για του λόγου το αληθές: «Προσώρας η μορφή του Καβάφη ταιριάζει στο βλέμμα μας. Να γιατί ταυτιζόμαστε μαζί του. Ο κόσμος του είναι στην ουσία δικός μας. Ο ελάσσων κόσμος ενός fin de siècle, ένας κόσμος φαναριώτικος στη γλώσσα, στο ύφος και στην επιτήδευσή του, με άφθονη σωρευμένη σοφία και πείρα, αλλά στα άμεσα βιώματά του φτωχός. Που για να μιλήσει για τον έρωτα ανατρέχει σε εμπειρίες αποκτημένες προ είκοσι ετών, και για την πολιτική συμβάντα που διαδραματίστηκαν προ είκοσι αιώνων. Που ως και τα οράματά του είναι ιδιωτικά, τα πάθη του βιαστικά και αναλώσιμα, οι ενθουσιασμοί του γεροντικές παραξενιές που διαρκούν όσο διαρκεί μια ανάσα».

Kαι λοιπόν;

Ο Καβάφης υπήρξε για τα ελληνικά γράμματα εξαιρετική περίπτωση απ' όλες τις πλευρές. Πάει να πει, μια εξαίρεση. Τον καταλαβαίνουμε άσχημα, αν ζητάμε απ' αυτόν ό,τι δεν μπορεί να μας δώσει: το σφρίγος και την προοπτική του κανόνα – Κουτσουρέλης έφα. Ας πούμε, λοιπόν, κι εμείς τη γνώμη μας, παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε πάρε δώσε με την ποίηση ούτε πετάμε τη σκούφια μας για τα ποιήματα.

Υπάρχουν ποιήματα μόνο, όχι η ποίηση. Υπάρχουν μυθιστορήματα, όχι κανόνας μυθιστορηματικός. Όταν ο Μπόρχες λέγει με κάποια ρηχότητα ότι ο Ντοστογιέφσκι δεν του αρέσει διότι έχει πολλά «πάχη», ουσιαστικά ταΐζει την προκατάληψή του και τίποτε άλλο. Αν υπήρχε κανόνας στη δημιουργία, τότε ένα βιβλίο κάποιου ιδιοφυούς θα έφτανε για να βρούμε το μυστικό. Ωστόσο, «μυστικό» δεν υπάρχει. Όλοι οι συγγραφείς γίνονται κομμάτια εξαιτίας της ζωής, άρα δεν βαραίνει ο τύπος αλλά μόνο η αφήγηση, που δανείζεται πιθανώς τεχνικές, αλλά ποτέ δεν καταντά αντίγραφο.

Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς / Οι Σελευκείς κ' οι πολυάριθμοι / επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας, / κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι/ Με τες εκτεταμένες επικράτειες, / με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών / Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς / Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

 

Το βιβλίο Κώστας Κουτσουρέλης - Κ. Π. Καβάφης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκδόσεις Μελάνι

Βιβλίο
0

ΚΙΝΗΣΗ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ