Όταν διαβάζεις μία συλλογή διηγημάτων του Κινγκ —από εξώφυλλο σε εξώφυλλο, βράδια, νύχτες, παίρνοντας όλες τις ιστορίες με τη σειρά, χωρίς διαλείμματα και χωρίς άλλα βιβλία να σε διακόπτουν απ' ανάμεσα—, αισθάνεσαι σαν παιδί που επισκέπτεται χωρίς τους γονείς του ένα περίκλειστο λούνα-παρκ και δοκιμάζει γρήγορα-γρήγορα όλα τα παιχνίδια, για να κλειστεί μετά, μόνο του, στο Τρενάκι του Τρόμου, μέσα σε ένα χαλασμένο βαγονέτο που για ώρα δεν μπορεί να πάει ούτε εμπρός ούτε πίσω, αλλά μένει εκεί, στα σκοτεινά, με πράγματα να σέρνονται γύρω του και να το πλησιάζουν. Διαβάζοντας την τελευταία του συλλογή, αισθάνεσαι μεν ακριβώς το ίδιο, μόνο που πια έχεις πάψει να είσαι παιδί. Και αυτά τα πράγματα που σέρνονται στο σκοτάδι, αυτοί οι φόβοι μέσα στο Τρενάκι του Τρόμου, είναι πιο αληθινοί, πιο προσωπικοί, πιο δικοί σου — και πιο τρομακτικοί.
Ο Κινγκ έχει μεγαλώσει πια, και δεν το κρύβει. Σε ένα μήνα γίνεται εβδομήντα. Ευτυχώς είναι γερός και δυνατός και χαίρει άκρας υγείας, σωματικής και πνευματικής, αλλά ο ίδιος ξέρει καλά τι σημαίνει να βρίσκεσαι ακόμη πιο κοντά σε ένα κάποιο τέλος, καθώς το έχει ζήσει τουλάχιστον δύο φορές μέχρι τώρα: το μεγάλο διάστημα στα νιάτα του που υπήρξε χρήστης ουσιών και αλκοολικός, και όταν εκείνος ο οδηγός έριξε το βαρύ αγροτικό αυτοκίνητο επάνω του, στέλνοντάς τον —παρά τρίχα— στον νούμερο ένα φαν και αρχετυπικό Constant Reader του, τον Θάνατο. Αυτή εδώ μοιάζει να είναι η τρίτη φορά. Και, μολονότι ελπίζουμε ότι έχει πολλά εκατομμύρια λέξεις ακόμη μπροστά του, πολλά ακόμα διηγήματα να μας δώσει (το πιο δύσκολο είδος) και ένα γεμάτο ράφι χοντρά μυθιστορήματα, είναι φανερό από τα θέματα που επιλέγει πια (ή που τον επιλέγουν, ενδεχομένως) και από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του ότι κάτι έχει αλλάξει μέσα του. Ο πιο μεγάλος παραμυθάς που γνωρίσαμε και θα γνωρίσουμε στη διάρκεια της ζωής μας μιλά για τα γηρατειά, για τη σωματική ανημπόρια και για τον χαμό με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα. Και μιλά για όλα αυτά με σοφία. Και με τα πιο καλά τροχισμένα μολύβια του. Τα πιο μυτερά.
Ο Κινγκ έχει μεγαλώσει πια, και δεν το κρύβει. Σε ένα μήνα γίνεται εβδομήντα. Ευτυχώς είναι γερός και δυνατός και χαίρει άκρας υγείας, σωματικής και πνευματικής, αλλά ο ίδιος ξέρει καλά τι σημαίνει να βρίσκεσαι ακόμη πιο κοντά σε ένα κάποιο τέλος...
Το «Παζάρι των κακών ονείρων» είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, και είμαστε σίγουροι πως απόλαυσαν ή το απολαμβάνουν όλοι οι φαν του Κινγκ, όπου γης — πλέον και οι Έλληνες φίλοι του, που είναι και πολλοί. Είναι γεμάτο από όλα τα χαρακτηριστικά της πρόζας του, και ας έχει αυτή ωριμάσει, κι ας γίνει πιο πυκνή και πιο βαθιά με τον χρόνο. Και είναι —μολονότι αυτό ακούγεται παράδοξο— και μια ιδανική εισαγωγή στο έργο του για όσους δεν είχαν αποτολμήσει μέχρι τώρα να τον διαβάσουν. Δεν πρόκειται να χάσουν, αυτό είναι σίγουρο, ακόμη και αν δεν είναι φαν του Τρόμου. Γιατί αυτό εδώ το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο Τρόμου — μολονότι είναι ένα βιβλίο που σε τρομάζει.
Και μολονότι ξεκινά με το «Μίλι 81», μια ιστορία καθαρού τρόμου (και επιστημονικής φαντασίας) που μας κλείνει το μάτι, μια ιστορία εμπνευσμένη από τον ίδιο τον... Κινγκ, και συγκεκριμένα από την «Κριστίν». Μπορεί να ειπωθεί ξανά μια ιστορία για ένα ζωντανό αυτοκίνητο; Ναι, και ο Κινγκ το έχει ούτως ή άλλως ξανακάνει και στο παρελθόν. Και ίσως επιχειρήσει να το κάνει άλλη μία φορά στο μέλλον — δεν νομίζουμε ότι θα έχει πρόβλημα. Απολαυστική ιστορία, με πρωταγωνιστές παιδιά: κλασικός Κινγκ.
Και έπειτα έρχεται το «Premium Harmony». Και μένεις με ανοιχτό το στόμα. Αφιερωμένο στον Ρέιμοντ Κάρβερ, είναι ένα διήγημα αλά Κάρβερ για τις σχέσεις των καθημερινών ανθρώπων και όχι μόνο (κυρίως τις συζυγικές) που κρατούν πολλά χρόνια και που, από ένα σημείο και μετά, καταντούν μονότονες και κουραστικές. Σχέσεις από τις οποίες θα ήθελες ίσως να απαλλαγείς, μα δεν ξέρεις πώς. Όταν όμως αυτό συμβεί, ίσως και να μη χρειαστεί, ή τέλος πάντων ίσως και να μη θέλεις να πενθήσεις. Περίεργο, ε; Όχι. Διαβάστε το και θα πειστείτε.
Στην ιστορία «Ο Μπάτμαν και ο Ρόμπιν μπλέκονται σε καβγά» μένουμε πάλι στα ίδια: έχουμε εδώ πάλι ένα αλά Ντέιβιντ Λιντς (αυτή τη φορά) περιστατικό, εμβόλιμο θαρρείς στην εργογραφία του Κινγκ με τον ίδιο τρόπο που παρεισφρέουν εικόνες και έμφοβα περιστατικά στο έργο του Λιντς. Ναι, είναι τρόμος. Αλλά ταυτόχρονα δεν είναι. Είναι η εντελώς καθημερινή ιστορία ενός πατέρα με άνοια και του γιου του. Δύο ακόμη συνηθισμένων ανθρώπων. Και ενός γρήγορου φόνου. Διαμάντι.
Ο «Αμμόλοφος» είναι παλιός καλός Κινγκ. Ένα περιστατικό που θυμίζει Twilight Zone, μια παραξενιά της φύσης, οπλίζει κάποιον με προφητική ματιά: ξέρει τον επόμενο νεκρό. Και, τρόπον τινά, εκμεταλλεύεται το χάρισμά του. Είναι πάντα χρήσιμο να ξέρεις ποιος πρόκειται να πεθάνει σύντομα, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι. Αρκεί να κάνεις τις κατάλληλες προβλέψεις.
Το «Κακό αγοράκι» είναι κρυφά αφιερωμένο σε όλους όσους δεν πολυσυμπαθούν τα παιδιά που στις παραλίες, ή όπου αλλού, χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους, σκορπάνε τον χρόνο τους κάνοντας μπούλινγκ σε ό,τι κινείται και γενικώς φέρονται ηλίθια και αντικοινωνικά. Είμαι ένας από αυτούς, και το ευχαριστήθηκα. Φυσικά στο τέλος υπάρχει ανατροπή, αλλά αυτή είναι μια ιστορία του Κινγκ, οπότε έπρεπε να το περιμένεις.
Το επόμενο διήγημα θα το ξέρουν όλοι οι συνδρομητές τού «New Yorker», καθώς ο Κινγκ επέλεξε ειδικά αυτό για τη στήλη Fiction του περιοδικού. Ήταν άλλωστε από τα διηγήματα του ΤΝΥ που συζητήθηκαν πολύ πρόπερσι, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε. Είναι διαφορετικό, με τελείως άλλη γλώσσα από τη συνηθισμένη του Κινγκ. Και είναι ανατριχιαστικό.
H «Ηθική» παίζει ένα πολύ τρομακτικό παιχνίδι. Εξίσου τρομακτικό με τη δουλειά που ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος ζητά να κάνουν οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας. Τι θα λέγατε για λίγη παιδική κακοποίηση; Εσείς θα παίρνατε τη δουλειά; Και θα τη μαγνητοσκοπούσατε; Και μετά θα βλέπατε ξανά και ξανά το φιλμ; ΟΧΙ ΒΕΒΑΙΑ, δεν θα το κάνατε, αν είναι ποτέ δυνατόν. Οι ήρωες του διηγήματος το έκαναν: τρόμαξαν ένα παιδάκι στην παιδική χαρά, τίποτε πιο ακραίο. Και, ναι, είναι ένα δύσκολο διήγημα αυτό.
Στη «Μετά θάνατον ζωή» ακολουθούμε έναν άνθρωπο που ξέρει ότι, μολονότι πέθανε και δεν μπορεί να κάνει τίποτε πια για τις αποφάσεις που πήρε όσο ζούσε, θα επιστρέψει στη ζωή. Στην ίδια ακριβώς ζωή, ξανά από την αρχή. Θα ξανακάνει τα ίδια λάθη; Θα τα αποφύγει; Θα μπορέσει άραγε να θυμηθεί οτιδήποτε από την τωρινή του εμπειρία για να είναι έστω και λίγο καλύτερος; Ποιος να ξέρει.
Το «Ουρ» είναι φημισμένο γιατί πρωτοεκδόθηκε στο Amazon για τα Kindle. Και μιλά για τα Kindle. Είναι σίγουρα το πιο πολυδιαβασμένο διήγημα της συλλογής. Τη χρονιά που αναρτήθηκε για πρώτη φορά, πρέπει να κατέβηκε σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες συσκευές. Αλλά πέραν τούτου: είναι ένα διήγημα (καλύτερα: μία νουβέλα) για τη Λογοτεχνία. Για την ιστορία της λογοτεχνίας. Σίγουρα το πιο βιβλιοφιλικό αυτής της συλλογής. Είναι σπουδαίο, συναρπαστικό κείμενο.
«Ο Χέρμαν Γουκ ζει ακόμα»: ο πιο παράδοξος τίτλος σε όλο το «Παζάρι των κακών ονείρων». Ειδικά αν σκεφτείς ότι ο Χέρμαν Γουκ ζει ακόμα. Είναι επίσης ένα από τα πιο ερωτικά της συλλογής. Το πιο ξεχωριστό, αν θέλει κάποιος τη γνώμη μου. Βασισμένο —όχι το μόνο— σε αληθινή ιστορία. Απόλαυση.
Η «Άρρωστη» θα μπορούσε να είναι επίσης εμπνευσμένη από κάποια ανάλογη πραγματική είδηση. Οι πηγές από τις οποίες αντλεί υλικό ο Κινγκ είναι άπειρες, άλλωστε. Και νά τι σημειώνει ο ίδιος στο εισαγωγικό κομμάτι του διηγήματος:
Το «Από πού αντλείς τις ιδέες σου» και το «Από πού προήλθε αυτή η ιδέα» είναι διαφορετικές ερωτήσεις. Η πρώτη δεν μπορεί να απαντηθεί, γι' αυτό και το γυρνάω στην πλάκα και λέω ότι τις ψωνίζω από ένα μικρό Μαγαζί Μεταχειρισμένων Ιδεών στη Γιούτικα. Η δεύτερη μερικές φορές απαντιέται, αλλά σ' έναν αναπάντεχο αριθμό περιπτώσεων όχι, επειδή οι ιστορίες είναι σαν όνειρα. Ενόσω γράφονται, τα πάντα είναι μ' έναν υπέροχο τρόπο καθαρά, αλλά ό,τι απομένει όταν τελειώνει η ιστορία είναι μερικά αχνά ίχνη. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ένα βιβλίο με διηγήματα στην πραγματικότητα είναι ένα ημερολόγιο ονείρων.
Το επόμενο διήγημα έχει το όνομα του πρωταγωνιστή του: «Μπίλι Μπλόκος». Ο Μπλόκος είναι παίκτης του μπέιζμπολ, και όλο το διήγημα είναι μια υπέροχη αφήγηση στον ίδιο τον Κινγκ (!) ενός παλαίμαχου προπονητή του μπέιζμπολ. Η φανατική λατρεία του Κινγκ για το άθλημα είναι γνωστή, και όσοι αγαπούν (όχι αναγκαστικά το μπέιζμπολ αλλά) τον αθλητισμό θα το ευχαριστηθούν. Είναι υπέροχο. Και ο Μιχάλης Μακρόπουλος δίνει ρεσιτάλ εδώ: είναι τρομερά δύσκολο να μεταφερθεί η ορολογία του αθλήματος στα ελληνικά χωρίς να καταντά δυσανάγνωστο το κείμενο. Και όμως τα καταφέρνει περίφημα. Και άνετα.
Ο Κινγκ καταπιάνεται με το AIDS στον «Μίστερ Μούρλια», κάτι που δεν θυμάμαι να το έχει ξανακάνει με τόσο άμεσο τρόπο. Ο ήρωάς του είναι ένας γέρος ομοφυλόφιλος που πέρασε την πρώτη —και τη δεύτερη— νιότη του τον καιρό που ελάχιστοι έπαιρναν προφυλάξεις —οι παλαιότεροι θα θυμούνται πολύ καλά πώς ζούσαμε τότε— και τώρα ζει σε έναν οίκο ευγηρίας. Και έχει κάτι ανατριχιαστικό να αφηγηθεί. Αλλά και πολύ όμορφο. Άλλο ένα διαμάντι, από τα πολλά της συλλογής. Και ένας υπέροχος ήρωας.
Ο «Μικρός πράσινος θεός του πόνου» μιλά για έναν... μικρό πράσινο θεό του πόνου, και είναι Κινγκ της παλιάς σχολής. Αναφέρεται με έμμεσο τρόπο στη διετία που είχε τραυματιστεί και ήταν κατάκοιτος, και είναι ένα από τα κείμενα που ο Κινγκ απολαμβάνει —περιέργως— να γράφει με σχεδόν μαζοχιστικό τρόπο (δεν είναι εύκολο πράγμα να πονάς επί είκοσι μήνες, κάθε μέρα), καθώς φτάνει στο σημείο σχεδόν να παρωδεί τον εαυτό του.
Το επόμενο διήγημα, το «Βάζο για μπισκότα», μιλά για πολλά. Και με έναν τρόπο που σε μαγεύει και σου θυμίζει παλιά μυθιστορήματα του Κινγκ, τότε που όλος ο κόσμος ήταν αλλιώς. Είναι νοσταλγικό, έχει παιδιά για ήρωές του, που αναπόφευκτα μεγαλώνουν, αλλά έχει και ένα twist (κεντρικό και νευραλγικό) που σε αναστατώνει. Ας μη θεωρηθεί σπόιλερ η αποκάλυψη ότι, ενώ η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από ένα βάζο με μπισκότα που δεν τελειώνουν ποτέ, μιλά για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων. Δεν είναι σπόιλερ.
«Αυτό το λεωφορείο είναι ένας άλλος κόσμος». Εμπνευσμένο επίσης από ένα πραγματικό περιστατικό —κάτι που συνέβη στον ίδιο, ένα φλας μέσα στη νύχτα, τίποτε ιδιαίτερο—, είναι το πιο παράδοξο διήγημα της συλλογής, και ας μη διαθέτει κανένα φανταστικό στοιχείο. Εκτός, βέβαια, και αν όλα είναι φανταστικά — εκτός και αν υπάρχουν και άλλοι κόσμοι δίπλα στον δικό μας. Ποιος ξέρει. Και, ναι, είναι ένα από τα πιο τρομακτικά του τόμου. Πράγμα δύσκολο, γιατί ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος.
Οι «Νεκρολογίες» είναι μία σάτιρα (ιδίως των ακόμη λεγόμενων Νέων Μέσων και της trash δημοσιογραφίας). Είναι γραμμένη, όπως γράφει η ηρωίδα του Κινγκ, «χωρίς πολλές σάλτσες και γαρνιτούρες. Προσπάθησα να την πω ξεκάθαρα και με μια σειρά. Από την αρχή προς τη μέση κι από τη μέση προς το τέλος. Με τον παλιομοδίτικο τρόπο, αν με πιάνετε». Ναι, τα πράγματα είναι περίπου έτσι. Αλλά όχι ακριβώς. Γιατί αυτή είναι μια ιστορία του Στίβεν Κινγκ. Οπότε ας κρατάμε μεγάλο καλάθι.
Τα «Μεθυσμένα πυροτεχνήματα» αφηγούνται τη διαμάχη δύο γειτόνων κάθε 4η Ιουλίου. Και οι μεν και οι δε θέλουν να πετάξουν καλύτερα πυροτεχνήματα από τους άλλους. Πιο μεγάλα, πιο φαντασμαγορικά, πιο εκρηκτικά. Και βέβαια τίποτε δεν μπορεί να πάει καλά μέχρι το τέλος, σωστά; Είναι επίσης μια ιστορία που βασίζεται στην επαναληπτικότητα. Και στην απαρίθμηση λεπτομερειών. Των ίδιων και των ίδιων. Όμως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς: κάθε 4η Ιουλίου μοιάζει με όλες τις άλλες, αν το καλοσκεφτείς. Αυτό ισχυρίζεται ο αφηγητής του Κινγκ, κι αυτό μάς λέει εμμέσως ο ίδιος ο Κινγκ, κλείνοντάς μας το μάτι:
Όχι, Αρντέλ, η μηχανή και η πισίνα δεν είναι και τόσο σημαντικές για την ιστορία· όμως, άμα θες να σ' την πω, θα την ακούσεις με τον δικό μου τρόπο.
Και τελειώνουμε με την «Καλοκαιρινή βροντή», το δεύτερο (ή ίσως το πρώτο;) πιο αγαπημένο μου διήγημα του βιβλίου. Άλλο ένα κείμενο για το τέλος (του κόσμου, της ζωής, της ελπίδας, της ανάγνωσης) και για την ελευθερία. Εν πάση περιπτώσει, αυτό —η ελευθερία, η ελευθερία της δημιουργίας κυρίως— είναι βασικό θέμα στα βιβλία του Κινγκ: ο πυρήνας της μανίας του για το γράψιμο, για την αφήγηση: για την ψυχαγωγία μας. Και συχνά παίρνει τη μορφή μιας μοτοσικλέτας, που τις αγαπά πολύ ως γνωστόν, ή ενός αυτοκινήτου, ή ενός ροκ τραγουδιού. Ο Κινγκ παίζει και σε ροκ συγκρότημα, όπως όλοι ξέρουμε.
Ας κλείσουμε εδώ, γιατί είπαμε ήδη πολλά. Αν και παραλείψαμε κάποια βασικά πράγματα. Πρώτον: στο «Παζάρι» θα βρείτε και δύο μεγάλα ποιήματα του Κινγκ. Σπάνια δημοσιεύει την ποίησή του. Και χαιρόμαστε που τώρα το έκανε, είναι μια πλευρά του που δεν την ξέρουμε. Δεύτερον: το βιβλίο έχει πρόλογο, και όλα τα διηγήματα (και τα ποιήματα) έχουν το δικό τους εισαγωγικό σημείωμα. Οι φαν του Κινγκ θα έχουν ήδη καταλάβει πως τα μικρά αυτά κειμενάκια θα χαραχτούν στο μυαλό τους για πάντα. Και στην καρδιά τους — για πάντα.
ΥΓ. Οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος ξεκινούν με αυτό το βιβλίο τη μεγάλη Βιβλιοθήκη Στίβεν Κινγκ. Αρχές Σεπτεμβρίου κυκλοφορεί το «Αυτό», ταυτόχρονα με την έξοδο της ταινίας στους κινηματογράφους. Τον Νοέμβριο θα εκδοθούν το «Πυρ και μανία» και τα «Έργα οδοποιίας». Και πάει λέγοντας: ΟΛΟ το έργο του Κινγκ, παλιό και καινούριο, σε μία μεγάλη σειρά. Χαράς ευαγγέλια.
Η αναπάντεχη νουβέλα «Η Γκουέντι και το κουτί» (μετάφραση Γωγώ Αρβανίτη, Εκδόσεις Κλειδάριθμος, Ιούνιος 2017, 152 σσ.) είναι προϊόν συνεργασίας του Stephen King με τον συγγραφέα, ανθολόγο και ειδικό στο έργο του King, Richard Chizmar. Ελάχιστες φορές μέχρι τώρα έχει συνεργαστεί με κάποιον ο King: έχει γράψει δύο βιβλία με τον Peter Straub, το 1984 και το 2001, και ένα, για τους Red Sox αυτό, με τον Stewart O'Nan. Τον Σεπτέμβριο θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος και το ογκώδες μυθιστόρημα «Sleeping Beauties», που έγραψε μαζί με τον γιο του, Owen King, σχεδόν ταυτόχρονα με το πρωτότυπο.