ΑΡΚΕΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ στις μελέτες που έχουν γραφτεί για τη σπουδαία προσωπικότητα της Άιρις Μέρντοχ ‒στην αγγλοσαξoνική παράδοση λατρεύεται με την ίδια προσήλωση που λατρεύουν τη συνομιλήτριά της Σιμόν Βέιλ στη λεγόμενη «ηπειρωτική»‒ για να αντιληφθεί το παράξενα γοητευτικό μείγμα της φιλοσόφου που κατάλαβε ότι ο μυστικισμός δεν αντιμάχεται τη λογική και έχει πολύ πιο ξεκάθαρες αρχές απ’ όσο νομίζουμε ‒ ή μια ματιά σε έναν από τους πίνακες ζωγραφικής που κυριαρχούν στα βιβλία της.
Αυτό το ιδιόμορφο κράμα φιλοσοφίας και μυστικισμού που συνέδεε τις πιο υπόγειες πλατωνικές θεωρήσεις με τη λεξιπλαστική τάση που φέρει εντός της τον ποιητικό αέρα και τη μεταφορική δύναμη της ιρλανδικής καταγωγής της δεν θα μπορούσε να μη διαμορφώσει τη δική της σχολή και ένα ιδιόμορφο εκφραστικό μόρφωμα που παραμένει ισχυρό ακόμα και σήμερα.
Στην Ελλάδα, την Άιρις Μέρντοχ τη μάθαμε από τις εκδόσεις Χατζηνικολή και εμβληματικά βιβλία όπως ο Μαύρος Πρίγκιπας, το Μέσα στο δίχτυ, ο Πράσινος Ιππότης και το Δίλημμα του Τζάκσον, και φυσικά το κορυφαίο έργο της, Θάλασσα, Θάλασσα ‒ μεταφράστηκε εκ νέου από την Αθηνά Δημητριάδου και κυκλοφορεί από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg.
Σάμπως να ήταν γραφτό να προηγηθούν δεκαεπτά τίτλοι βιβλίων και πολλά χρόνια διαφορετικών συγγραφικών επιλογών για να δει η Μέρντοχ το απαιτητικό magnum opus της να βραβεύεται με το Μπούκερ το 1978 και να ανοίγει πολλαπλές συζητήσεις για τον αμφιλεγόμενο συνταξιούχο ήρωα που επέλεξε ως πρωταγωνιστή της, ο οποίος μένει να αναρωτιέται, στην άκρη ενός απομονωμένου μέρους, τι συνέβη με τις επιλογές του και να προσπαθεί, μάταια, να κατακτήσει έναν εφηβικό έρωτα.
Ενδεχομένως η μόνη περίπτωση που η ίδια θα συμφωνούσε με τον αρνητικό ήρωά της είναι η στιγμή που λέει με μεγάλη έμφαση ότι «μόνο ο Σαίξπηρ υπάρχει και κάποιος Έλληνας που δεν τον καταλαβαίνει κανείς». Όλοι ξέρουμε ότι δεν εννοεί άλλον από τον αγαπημένο της Πλάτωνα, μοναδικό συνοδοιπόρο και συνομιλητή της.
Είναι προφανές πως σε κάθε σελίδα του βιβλίου, ακόμα και στις πιο δυσερμήνευτες, η Άιρις Μέρντοχ έχει στο μυαλό της το φιλοσοφικό παράδειγμα, επιλέγοντας την καθαρόαιμη αναγωγή έναντι της υπόνοια και της ατέλειας αλλά και την ευθραυστότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα έναντι του απόλυτου των ρομαντικών ιδεών.
Ο υποκειμενισμός που διατείνεται κάθε φιλοσοφία, η οποία προασπίζεται τον αναχωρητισμό και τον σολιψισμό, συντρίβεται από τη στιγμή που ο ήρωας του μυθιστορήματος Τσαρλς Άροουμπαϊ, γνωστός θεατράνθρωπος και λάτρης του Σαίξπηρ, καταφθάνει σε ένα ερημικό σπίτι, χωρίς ηλεκτρικό και με ελάχιστες ανέσεις, για να κατακτήσει την υποτιθέμενη εσωτερική σοφία.
Η ανταριασμένη θάλασσα, σημάδι της μόνιμης εσωτερικής του κατάστασης, τα φαντάσματα και τα παράξενα πλάσματα που νομίζει ότι βλέπει, οι διαρκείς εισβολείς της σκέψης του, συνήθως γυναίκες τις οποίες έχει απογοητεύσει, είναι σημάδια ενός εσωτερικού χάους που μάταια προσπαθεί να βρει γιατρειά. Ο «σοφός γέρων», απομακρυσμένος από το πλήθος, είναι με τον πιο απτό σωκρατικό τρόπο η απόδειξη ότι καμία σοφία δεν επιτυγχάνεται μακριά από την αγορά και τη διαλεκτική συνύπαρξη που αναγκαστικά σε φέρνει ανάμεσα στους ανθρώπους.
Η ψυχική σύγχυση του πρωταγωνιστή φαίνεται, επίσης, στον τρόπο που προσπαθεί ο ίδιος να ξεδιαλύνει τις ανάκατες σκέψεις του, χωρίς να μπορεί καν να αποφασίσει αν θα τις καταγράψει υπό μορφή σημειωματάριου, αυτοβιογραφίας ή απλώς απομνημονευμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η σύγχυση διευκολύνει ένα καταιγιστικό stream of consciousness ‒ένας έμμεσος μοντερνιστικός τρόπος έκφρασης της Μέρντοχ που αναμειγνύει λεκτικά παράδοξα, εντυπωσιακά επίθετα και μια ζωντανή, σωκρατικού τύπου προφορικότητα‒ που διευκολύνει, αντί να βαραίνει την αφήγηση. Ενίοτε της χαρίζει και μια χιουμοριστική νότα, καθώς απολαμβάνουμε τον παραληρηματικό τρόπο με τον οποίο ο άλλοτε γοητευτικός καθηγητής διακηρύσσει την τεράστια γοητεία που ασκούσε στις μαθητευόμενες ηθοποιούς του, π.χ. στη Λίζι, στην οποία γράφει μια παράξενη, σχεδόν ερωτική επιστολή, στη μεγαλύτερή του σε ηλικία, πρώτη του ερωμένη Κλέμεντ, ή στη μανιακή Ροζίνα την οποία κλέβει από τον καλό του φίλο Περεγκρίνο, μια τάση που φαίνεται να διακρίνει την ερωτική του ζωή.
Η εναλλαγή των γυναικών από το πρόσφατο ή μακρινό παρελθόν έρχεται, ωστόσο, σε απόλυτη αντίθεση με την αναζήτηση του ιδανικού εφηβικού του έρωτα, τον οποίο ξανασυναντάει στο πρόσωπο της ώριμης πλέον Μαίρη Χάρτλι Σμιθ (ή απλώς Χάρτλι), η οποία του γίνεται εμμονή. Πρόκειται για μια παρερμηνεία της πραγματικότητας που ενίοτε βοηθάει τον Τσαρλς να ελίσσεται κατά το δοκούν ‒σε κάποιο σημείο του βιβλίου η Χάρτλι τον παρομοιάζει με χέλι‒, εφόσον αρνείται να δει και να διεισδύσει στην ουσία των πραγμάτων.
Ακόμα και τα προφανώς κακόγευστα φαγητά, τα οποία καταναλώνει περιγράφοντάς τα με κάθε ακρίβεια, δείχνουν τον βαθμό της αλλοτριωμένης συνείδησης του Τσαρλς Άροουμπαϊ, ο οποίος δεν έχει επιτρέψει σε καμία από τις αισθήσεις να μετουσιωθούν σε συνειδησιακή εμπειρία.
Όλα αυτά δίνουν αφορμή στη Μέρντοχ να επιδοθεί σε διάφορες λογοτεχνικές περιγραφές του εσωτερικού κόσμου του ήρωα που βρίσκοντας αναλογίες με τη θάλασσα και κρύβοντας με τον πιο περίτεχνο τρόπο το πλάνο της σχετικά με τον Πλάτωνα, το οποίο ξετυλίγεται από την πρώτη σελίδα και αποκαλύπτεται μέσα από φράσεις που αναπτύσσονται σε διαφορετικές στιγμές του βιβλίου.
Ο μίτος της πλοκής φανερώνει, άλλωστε, πολλές αναλογίες με την περίτεχνη δομή του Φαίδρου αλλά και με τα κεντρικά ζητήματα που φέρνει στο προσκήνιο ο πλατωνικός διάλογος, όπως η ζήλεια, η αυτογνωσία και ο έρωτας. Όπως ο Τσαρλς έτσι και ο Φαίδρος στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο έχει την ίδια ανάγκη να γνωρίσει τον εαυτό του, γι’ αυτό πλησιάζει τον Σωκράτη ζητώντας του να συζητήσουν τον λόγο του Λυσία σχετικά με το θέμα του έρωτα και μάλιστα στην άκρη της πόλης, δίπλα στο νερό, στον Ιλισό. Τα νερά του ποταμού και η δροσιά που φέρνουν φαίνεται να επιδρούν διαφορετικά στη συζήτησή τους. Δεν είναι τυχαία ένας τόπος όπου σύχναζαν ενίοτε οι Νύμφες, όπως τα διάφορα στοιχειά που κάνουν την εμφάνισή τους στον ξαφνιασμένο Τσαρλς στο μυθιστόρημα.
Αν, μάλιστα, αναλογιστεί κανείς τις αντιστοιχίες μεταξύ του πλατωνικού μύθου του σπηλαίου και του σπιτιού όπου κατοικεί ο Τσαρλς, διαπιστώνει ότι η σπηλαιώδης περιγραφή του Σραφ Εντ έχει απόλυτη συνάφεια με τον ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Και εκεί που μένεις να παρακολουθείς με αμηχανία τον τρόπο που παρεισφρέουν όλες αυτές οι διαπιστώσεις στη σκέψη ενός ανθρώπου, ο οποίος επιμένει στα φαινόμενα και όχι στην αλήθεια των πραγμάτων, έρχεται μια φράση, κάπου στη μέση του βιβλίου, για να ξεκλειδώσει τους άπειρους συμβολισμούς. «Τη θάλασσα, τη θάλασσα»: έτσι ξεκινάει η εσωτερική διερώτηση που καταλήγει στη πανηγυρική διαπίστωσή ότι «ο Πλάτωνας από τη μεριά του πατέρα του ήταν απόγονος του Ποσειδώνα».
Ακόμα και η ψευδής συνείδηση και η τύφλωση που κάνουν τον Τσαρλς Άροουμπαϊ να μη βλέπει την αλήθεια των πραγμάτων και να δικαιολογεί μέχρι και την απόφασή του να κρατήσει έγκλειστη στο σπίτι του τη Χάρτλι, παρά τη θέλησή της, σχετίζονται με τα ψευδή τεχνάσματα που επικαλείται ένας ρήτορας όπως ο Λυσίας στον Φαίδρο, για να πετύχει στο δικαστήριο αυτό που θέλει: τίποτα δεν έχει σημασία, εκτός από την κατάκτηση του στόχου, που πόρρω απέχει από την πραγματική επικράτεια του καλού.
Ενίοτε, μάλιστα, η ναρκισσιστική ανάγκη του Τσαρλς να κατακτήσει τον στόχο δείχνει να έρχεται σε αντιδιαστολή με εκείνη του φιλοσοφημένου, βουδιστή ξαδέλφου του, Τζέιμς, αυτής της παράξενης φιγούρας, η οποία φαντάζει σαν την εισβολή της ανατολικής φιλοσοφίας στον ψευδεπίγραφο κόσμο του δυτικού σκεπτικισμού.
Καθώς φαίνεται, για τη Μέρντοχ αυτή η απεχθής υποκρισία του σύγχρονου ανθρώπου, η αλλοτρίωση του αστικού πολιτισμού από εφήμερες μόδες, όπως ο σπιριτουαλισμός, μια απέχθεια ανάλογη με εκείνη του Πλάτωνα για τη ρητορική, η διαρκής προάσπιση του ατελούς έναντι της φαινομενικής επιτυχίας, έχουν άμεση σχέση με τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα που οφείλει να θέτει με σωκρατικό τρόπο κανείς στη ζωή του.
Πολλές φορές, μάλιστα, οι αυταπάτες του Τσαρς Άροουμπαϊ είναι τόσο μεγάλες που ο αναγνώστης αναρωτιέται αν όλα αυτά τα πρόσωπα που περιγράφονται στο βιβλίο υφίστανται: σε κάποιο σημείο προς το τέλος η Χάρτλι του λέει για τον υιοθετημένο γιο του, Τίτο, «θα δεις που θα αποδειχθεί κι αυτός παιδί των ονείρων σου, θα σβήνει σιγά σιγά ώσπου θα χαθεί» ‒ και αυτό προτού καταλήξει νεκρός από πνιγμό.
Τίποτα, ωστόσο, δεν χάνεται, αφού η παραμικρή λεπτομέρεια έχει τη δική της βαρύτητα στο πολύπλοκο παζλ της ζωής, που όσο δύσκολη και δυσνόητη κι αν φαίνεται, όπως ενίοτε είναι το βιβλίο της Μέρντοχ, οφείλει να εξεταστεί, αλλιώς, όπως έλεγε και ο Πλάτωνας, δεν αξίζει καν να τη ζήσει κανείς.
Με άλλα λόγια, η φιλοσοφική διερώτηση είναι η απάντηση, ανεξάρτητα από την ποιητική και συμβολική ανάγκη περιγραφής του βίου. Δεν είναι τυχαίο ότι, επικαλούμενος τη φιλοσοφική φύση της Άιρις Μέρντοχ, ο αυστηρός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ της είχε φυλάξει δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στις σπουδαίες εκπροσώπους της σύγχρονης σκέψης, ενώ ο Τζορτζ Στάινερ, που ως γνωστόν δεν είχε καλή σχέση με τις γυναίκες συγγραφείς, είχε τονίσει πως «η φιλοσοφία και η λογοτεχνία στο έργο της Μέρντοχ είναι αδιαχώριστες» και λειτουργούν με τρόπο μοναδικό. Κάτι αντίστοιχο είχε υποστηρίξει και ο Γκάρι Μπράουνινγκ στο Γιατί έχει αξία η Άιρις Μέρντοχ, το κορυφαίο βιβλίο που μελετά τη σύνδεση μεταξύ του έργου και της ζωής της σπουδαίας συγγραφέως και φιλοσόφου.
Ενδεχομένως η μόνη περίπτωση που η ίδια θα συμφωνούσε με τον αρνητικό ήρωά της είναι η στιγμή που λέει με μεγάλη έμφαση ότι «μόνο ο Σαίξπηρ υπάρχει και κάποιος Έλληνας που δεν τον καταλαβαίνει κανείς». Όλοι ξέρουμε ότι δεν εννοεί άλλον από τον αγαπημένο της Πλάτωνα, μοναδικό συνοδοιπόρο και συνομιλητή της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.