Στο νέο του βιβλίο με τον διόλου υπαινικτικό τίτλο "Why Iris Murdoch Matters" (Γιατί έχει σημασία η Άιρις Μέρντοχ), ο συγγραφέας Gary Browning τονίζει εξαρχής ότι «είναι λάθος να διαχωρίζουμε τις νουβέλες της από την φιλοσοφία της».
Το βέβαιο είναι ότι έφτασε λοιπόν ξανά το πλήρωμα του χρόνου για να επανεξετάσουμε το έργο της Μέρντοχ που γεννήθηκε πριν από εκατό χρόνια. Αξίζουν να διαβαστούν (ξανά) τα βιβλία της; Είναι οι ιδέες που παρουσιάζονται σ' αυτά συμβατές με το πνεύμα της εποχής μας;
Γι' αυτούς που τις αγάπησαν, οι νουβέλες της υπήρξαν εθιστικές, με τον ίδιο τρόπο μάλιστα (κι ας ξενίσει αυτό κάποιους) που ήταν και είναι εθιστικά τα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι ή του Στίβεν Κίνγκ. Περιέχουν μια χαρακτηριστική γεύση κι ένα ξεχωριστό γλωσσικό ύφος, με έντονα ιδιοσυγκρασιακούς διαλόγους και έναν κατακλυσμό επιθετικών προσδιορισμών.
«Μια νουβέλα πρέπει να είναι ένα σπίτι κατάλληλο να κατοικηθεί από ελεύθερους χαρακτήρες» επέμενε η ίδια, «και η υψηλότερη τέχνη της πρόζας συνδυάζει τη φόρμα με ένα σεβασμό προς την πραγματικότητα σε όλες τις περίεργες εκδοχές της»
Τι συμβαίνει στις νουβέλες της; Πολλά και περίεργα. Οι χαρακτήρες παρανοούν, αντιλαμβάνονται λάθος και παρεξηγούν αλλήλους αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό. Ερωτεύονται και ξε-ερωτεύονται, όταν δεν μιλάνε για την επιθυμία τους να ερωτευτούν, παραπλανούν, παρασύρονται, προδίδουν, γοητεύουν και γοητεύονται, συγκρούονται, τα ξαναβρίσκουν. Παίζουν ερωτικά παιχνίδια. Ανησυχούν για τον Θεό και καμιά φορά για το Ολοκαύτωμα. Συνάπτουν έντονες και βαθιές σχέσεις με πίνακες ζωγραφικής και χρησιμοποιούν λεξιλόγιο φιλοσόφων που εκπαιδεύτηκαν στην Οξφόρδη και στο Καίμπριτζ. Τα ζώα περιγράφονται με αγάπη. Πού και πού εμφανίζεται κι ένας ιπτάμενος δίσκος.
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας του βιβλίου, η Μέρντοχ είχε μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το πώς πρέπει να είναι μια νουβέλα. Δεν πρέπει να είναι «κρυστάλλινη», όπως οι φιλοσοφικές αλληγορίες του Σαρτρ ή απλά «δημοσιογραφική», αλλά να αποτελεί μια βαθιά εξερεύνηση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
«Μια νουβέλα πρέπει να είναι ένα σπίτι κατάλληλο να κατοικηθεί από ελεύθερους χαρακτήρες» επέμενε η ίδια, «και η υψηλότερη τέχνη της πρόζας συνδυάζει τη φόρμα με ένα σεβασμό προς την πραγματικότητα σε όλες τις περίεργες εκδοχές της». Σύμφωνα με τον Browning, οι νουβέλες της είναι «έτσι πλαισιωμένες ώστε να εμφανίζονται και να λειτουργούν ελεύθερα οι χαρακτήρες και ενάντια στους μορφολογικούς σχεδιασμούς της δημιουργού τους».
Εξακολουθεί πάντως να παραμένει δύσκολο να διαχειριστεί κάποιος το ανακάτεμα πλατωνικής μεταφυσικής και ψυχολογίας «της πολυθρόνας» που μοιάζει να αποτελεί τη βάση της ερωτικής θεωρίας της. Και ακόμα πιο δύσκολο να συμβιβάσουν τη φιλοσοφία της με τη ζωή της. Ακόμα κι όσοι δεν έχουν διαβάσει ποτέ Μέρντοχ, θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα διαβάσει ή ακούσει για την πολυερωτική, «πανσεξουαλική» αισθηματική της ζωή, τόσο πριν όσο και μετά από τον γάμο της με τον καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας στην Οξφόρδη, Τζον Μπέιλι – γάμος που διήρκεσε ως τον θάνατό της το 1999.
Η νεαρή Ίρις Μέρντοχ απαθανατίστηκε στην οθόνη με τη μορφή της Κέιτ Γουίνσλετ στην ταινία "Iris" του 2001, η οποία είχε βασιστεί σε απομνημονεύματα του Μπέιλι. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η «εγκεκριμένη» βιογραφία της από τον Peter J. Conradi και δύο χρόνια μετά η «μη εγκεκριμένη» από τον A.N. Wilson. Αυτά τα τρία έργα μας παρέδωσαν μια πιο σύνθετη εικόνα από αυτήν που κυριαρχούσε όσο βρισκόταν εν ζωή και κατά κανόνα την παρουσίαζε ως μια αγιοποιημένη σχεδόν φιγούρα που φώτιζε όσους ήταν τριγύρω της και τους έκανε να αισθάνονται ότι κάποιος τους κοιτά πραγματικά για πρώτη φορά.
Για να επανέλθουμε όμως στον τίτλο αυτού του νέου βιβλίου: Μετράει ακόμα η Άιρις Μέρντοχ; Ναι, επειδή οι νουβέλες της δεν είναι μόνο πολύ ψυχαγωγικές αλλά και περί μιας ιδανικής ψυχαγωγίας. Περιέχουν αναρίθμητες χάρες και προθέσεις. Αποτελούν ένα παράθυρο σε έναν άλλον κόσμο – ένα κόσμο εκρηκτικών παθών, ευφραδούς ενδοσκόπησης και ηθικού κινδύνου.
Με στοιχεία από το Los Angeles Review of Books