...Αθανάσιος μιλάει για οράματα, για φλόγες και αχειροποίητες εικόνες, για καταστροφές των ειδώλων από τα σπαθιά των αρχαγγέλων, για ιερά λείψανα και αγιασμένο ύδωρ. Ιστορίες χιλιοειπωμένες και εκτεθειμένες στην σκόνη του χρόνου. Κάποια στιγμή βρίσκεις ευκαιρία και αποσύρεσαι προφασιζόμενος τη δίψα σου.
Βγαίνεις στον προαύλιο χώρο και παρατηρείς τους τοίχους του μοναστηριού, στους οποίους έχουν ενσωματωθεί αρχαίοι κίονες και μαρμάρινες πλάκες. Πιο κάτω βλέπεις ένα λουτρονιπτήρα που δεν είναι τίποτα άλλο από το βωμό που θυσίαζαν τα ζώα και μάζευαν το αίμα για τις προσφορές. Είναι αργά το απόγευμα και τα κεριά του εσπερινού έχουν ανάψει.
Τρεις μετά τα μεσάνυχτα και με αναμμένο το φακό προχωράς στο μονοπάτι κάτω από τ’ αστέρια του ουρανού. Απόλυτο σκοτάδι, τα τσακάλια έχουν αρχίσει συναυλία και οι κουκουβάγιες συμμετέχουν αφιλοκερδώς. Σε μια διασταύρωση μονοπατιών, γύρω στα 800 μ υψόμετρο, συναντάς μια γάτα, που εμφανίστηκε από του πουθενά και νιαουρίζοντας ναζιάρικα τρίβεται πάνω σε έναν σταυρό. Έργο του σατανά…σκέφτεσαι και συνεχίζεις.
Με το πρώτο φως της μέρας το σκοτάδι δίνει τη θέση του σε πολύχρωμες γραμμές και ο θόλος τ’ ουρανού σχηματίζεται μπροστά σου.
Η ανατολή σε βρίσκει στην κορυφή στα 2.033 μ., γαλήνιο και ανέπαφο.
Μέσα από το εκκλησάκι ακούγονται ψαλμωδίες. Μπαίνεις μέσα και βλέπεις έξι ψηλούς Ρώσους μοναχούς να κάνουν λειτουργία .Διανυκτέρευσαν εκεί μέσα, διότι γίνονται εργασίες στους γύρω χώρους για την κατασκευή καταφυγίου.
Βγαίνεις έξω και απολαμβάνεις τη θέα,
την σκιά της κορυφής του Αγίου όρους μέσα στη θάλασσα
και παρατηρείς ότι δεν είναι σαν το τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο της σκιάς του Ταϋγέτου. Η μία του πλευρά είναι λίγο μεγαλύτερη. Νιώθεις πλήρης κι ας σου έχουν τελειώσει και οι τελευταίες προμήθειες σε τρόφιμα.
Λίγες ώρες αργότερα περπατώντας μέσα από καστανιές
φτάνεις σε μια ερημική και ονειρική παραλία, όπου η θάλασσα ξεχύνεται σε γη χωρίς γωνίες.
Κάπου διάβασες ότι το κολύμπι απαγορεύεται αλλά εσύ βγάζεις τα ρούχα σου και κολυμπάς.Τις βάρκες με τους μοναχούς που πηγαινοέρχονται φροντίζεις να τις αποφεύγεις είτε τρυπώνοντας στα βράχια,
είτε κάνοντας μακροβούτια.
Ο βυθός είναι πεντακάθαρος
και αφού γεμίζεις ενέργεια συνεχίζεις την πορεία σου και φτάνεις σε μια σκήτη, η οποία θυμίζει χωριό σε νησί άγονης γραμμής.
Εκεί οι λιγοστοί μοναχοί είναι πολύ φιλόξενοι, έχουν χιούμορ και σου φέρνουν αμέσως φαγητό και κρασί. Κάθεσαι στο ξύλινο μπαλκόνι και μέσα από τα φύλλα της κληματαριάς
κοιτάς τη θάλασσα και ακούς τον ήχο της.
Ένας μοναχός σου ζητά να ξεριζώσεις τις ξεραμένες ντοματιές. Κατεβαίνεις στον κήπο και βρίσκεις μια λωτιά με κατακόκκινους λωτούς. Κόβεις έναν και πριν τον δοκιμάσεις, διστάζεις λίγο, φοβάσαι μην την πατήσεις όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα αλλά στο τέλος υποκύπτεις στη μοναδική του γεύση.
Επιστρέφεις με το καράβι
γεμάτος απορίες και σιωπηλός, γεμάτος εικόνες και ανήσυχος.
Στον «Αχινό και Φούσκες» καθώς απολαμβάνεις τα υπέροχα θαλασσινά, σου έρχονται στο νου οι μοναχοί που σου μίλησαν για την απόφασή τους να εγκαταλείψουν τον κόσμο, τα περί καλεσμάτων του Κυρίου και της μηδενικής τους αντίστασης σε αυτά. Αδυνατείς να κατανοήσεις τι οδηγεί έναν νέο άνθρωπο, να παρατήσει τη ζωή του, την οικογένειά του, τους φίλους του, τις γυναίκες του, τα διδακτορικά του , τη δουλειά του, να έρθει σ’ αυτόν τον τόπο και να φορέσει ράσα. Πληρώνεις το λογαριασμό, βγαίνεις έξω στο δρόμο, διαπιστώνεις με ανακούφιση ότι εσένα μόνο η πόλη σε καλεί
και ξεχύνεσαι στους δρόμους της…
σχόλια