Δεν είναι δα και κανένα αστικό μυστικό, ότι από την Ερμού έως τη Μακρυγιάννη, η διαδρομή εκπέμπει ψυχοβάλσαμα και χωράει τα πάντα. Και τους πάντες.
Από το βάρος στο κεφάλι και την καρδιά, που το «ρουφάει» σταδιακά η πέτρα και τα δέντρα, όσο πλησιάζεις έξω από το Ηρώδειο, μέχρι τα παράξενα μικροτσούρμα που συναντάς στον δρόμο ως το Μουσείο της Ακρόπολης.
Πλανόδιοι μικροπωλητές και καλλιτέχνες, κατά μήκος της Ερμού, της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και της Αποστόλου Παύλου, μαριονέτες και κουκλοθέατρο, αυτοσχέδιοι πάγκοι με χειροποίητα κοσμήματα, ερασιτέχνες και επαγγελματίες του σκίτσου, της μουσικής, της παντομίμας, του χορού, του τραγουδιού, αλήθεια- χωράνε όλοι.
Στην Πλάκα κάνουν «καμάκι» στον πελάτη, (που άμα λάχει και) φοράει φούστα, μαζί με τον κατάλογο σερβίρουνε και νάζι και βγαίνει «πρόγραμμα» η σταβλίσια στη Μακρυγιάννη, ακριβώς τη στιγμή που ο τουρίστας (και ο ντόπιος) «χωνεύει» ακόμη τη μαγεία της Καρυάτιδας.
Όχι ότι δεν πέσανε και φάπες και κυνηγητό και τσαμπουκάδες με τη Δημοτική Αστυνομία (κι ακόμη πέφτουνε), πριν και μετά την πεζοδρόμηση, για να (μη) «χωρέσουν» όλοι. Και όλα. Όμορφα και άσχημα.
Παπατζήδες και ζαράκηδες στα γύρω στενά στο Μοναστηράκι, χορευτές tango καταμεσής της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σαντούρια και άνθρωποι – ορχήστρες, όλοι τους, κάπως, «χώρεσαν» στην καθημερινότητα των περαστικών και των μαγαζατοραίων, όλοι «βρήκαν» τα τετραγωνικά τους, με άδεια ή χωρίς, και (οι πιο ευσυνείδητοι) μάζεψαν τα σκουπίδια τους, όλοι κάπου στριμώχτηκαν και έγιναν κομμάτι της τεράστιας γειτονιάς που ξεκινάει από την καθημαγμένη εμπορική καρδιά και καταλήγει κάτω από την Ακρόπολη.
Εδώ «χώρεσαν», αν και δεν φτούρησαν πάντα, οι «φαεινές» ιδέες των εκάστοτε δημάρχων (άλλος με τα οικολογικά σακουλάκια για τα κακά των σκύλων, άλλος με τα παρκόμετρα και τα καγκελάκια του κι άλλος με τις ποδηλατάδες του και τα ενοχλητικά τρενάκια της ξενάγησης, ο Θεός να την κάνει) και δεν θα «χώραγαν», όσοι παλεύουν για το 2ευρο, στο όριο της νομιμότητας;
Ας όψεται και το Ηρώδειο που συγκρατούσε (και συγκρατεί) τα ήθη, να ‘ναι καλά και η αξιοπρεπής οικογένεια που διατηρεί το θερινό (και βραβευμένο) «Σινέ Θησείο» να «ραντίζει» νυχτολούλουδο και γιασεμί τα πέριξ και τελοσπάντων, ακόμη και οι πολύ θρασείς δίσταζαν να «στήσουν» το πλανόδιο μαγαζί τους έξω από το Μουσείο της Ακρόπολης (ο φυστικάς εξαιρείται για λόγους prestige).
Μέχρι που ήρθαν και μέρες ένδοξες, καλή ώρα σαν αυτές που περιγράφουν τα δελτία, με τα ευρήματα της Αμφίπολης να θυμίζουν ότι για όσο οι εκεί Καρυάτιδες δεν θα είναι ακόμη για επισκέψεις και συστάσεις, θα υπάρχουν πάντα οι πολύτιμες οικοδέσποινες του Μουσείου της Ακρόπολης.
Και πύκνωσε (κι άλλο) η προσέλευση κι «άνοιξε» κάπως η κίνηση στα μαγαζιά πίσω από το Μουσείο και όλοι χάρηκαν, μόνο που κάποιοι λίγοι ξεχάστηκαν και ξέχασαν και πού βρίσκονται κι αμόλησαν «κράχτες». Κατά το κοινώς λεγόμενον, «καμάκια».
Κι αυτό που ήταν πρακτική και χούι στα Βλάχικα της Βάρης («βάλτο μέσα, κουμπάρε! Όλοι χωράμε!»), που καλή και ευλογημένη, αλλά δεν της έριχνε σκιά ο Παρθενώνας, έγινε εδώ και λίγο καιρό συνήθειο, όπισθεν του Μουσείου. Και ο «μεγάλος περίπατος», όπως τον ξέρουν οι πρεσβύτεροι, μαζί με όλα του τα βάλσαμα, στο τέλος του, «σκοντάφτει» σε δίμετρους με κολοβά αγγλικά και κουτσαβακίστικη ποζερία.
Που, όπως στην Πλάκα – αλλά της Πλάκας οι αμαρτίες είναι παλιές: 9 ευρώ ο μουσακάς και 19 η μοσχαρίσια... – κάνουν «καμάκι» στον πελάτη, (που άμα λάχει και) φοράει φούστα, μαζί με τον κατάλογο σερβίρουνε και νάζι και βγαίνει «πρόγραμμα» η σταβλίσια στη Μακρυγιάννη, ακριβώς τη στιγμή που ο τουρίστας (και ο ντόπιος) «χωνεύει» ακόμη τη μαγεία της Καρυάτιδας.
Μόνο που «εκεί», κυρίως εκεί - που ακόμη το νταβαντούρι με τους "κράχτες" είναι μικρό- ο τόπος βαστεί. Κι αν η περιοχή τους «χώρεσε» όλους – πλανόδιους, καλλιτέχνες, ΜΑΤατζήδες και καστανάδες- ήταν γιατί το άντεχε η αισθητική και το μεράκι της. Το μεράκι της, όχι το «καμάκι» της. Κι αν «κρατιέται», ακόμη και τις μέρες αιχμής (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές, Καθαροδευτέρες και σχόλες) είναι γιατί έχει χαρακτήρα. Κι αυτός – με το συμπάθειο – δεν «χωράει» ψηστήρια.
σχόλια