Το τυροπιτάδικο της γειτονιάς – σκεφτείτε μια συνοικία σαν το Κουκάκι ή τα Πετράλωνα – έβαλε λουκέτο σ’ ένα βράδυ. Σε λιγότερο από 10 μέρες, στη θέση του «ξημέρωσε» «ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ – ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΗΤΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ – 100% ΑΣΦΑΛΕΙΑ / ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ».
Είχε προηγηθεί «τέλος εποχής» σε καμιά 50αριά μικρά γειτονίστικα μαγαζιά με ρούχα, παιχνίδια, γλυκά, ψιλικά, όμως, ο θάνατος της γειτονίσιας τυρόπιτας και το ξεφύτρωμα του «όλα τα χρυσά αγοράζω», δίχασε τους νοικοκυραίους.
Άρχισαν να συμπεριφέρονται περίεργα. Οι μισοί έβριζαν στο απέναντι καφενείο για την «ακούμπα» που άνοιξε για να κλείσει τα σπίτια των μεροκαματιάρηδων. Οι άλλοι μισοί περνούσαν απ’ έξω και σταυροκοπιούνταν, λες κι έβλεπαν εκτεθειμένα τα οστά του Ρασπούτιν.
Με δυο σακουλάρες μαναβική, κοψομεσιασμένη, σταματάω απ’ έξω να ρωτήσω ποια είναι η διαδικασία, «ποτέ δεν ξέρεις», σκέφτομαι. Το «αφεντικό» καπνίζει και λιάζεται στην είσοδο, μάλλον του φαίνομαι αρκετά ταλαιπωρημένη, μου χαμογελάει πλατιά με στόμα «σκακιέρα» (ένα δόντι, κανένα δόντι, ένα δόντι, κλπ) και με «ξεκινάει».
«- Πέρνα μέσα να πάρεις μιαν ανάσα, έβαλε ζέστη» - ρετάρει λίγο η ομιλία – «πες μου για τι ενδιαφέρεσαι...».
«- Σκεφτόμουν να αφήσω κάτι...».
«- Κοίτα, εγώ δεν έχω ακόμη χαρτιά για ενεχυροδανειστήριο. Μόνο αγοράζω. Και εχτιμάω (sic) δωρεάν. Φέρε μου ό,τι γουστάρεις να στο εχτιμήσω. Και για ενέχυρο, άμα θες, εγώ θα σε στείλω». Μου δίνει κάρτα.
«Εδώ από πάνω είναι, στο 96. Χρυσά παιδιά! Να τους πεις ότι σ’ έστειλε ο Γιάννης!».
Φτάνω στα «χρυσά παιδιά». Αφήνω κάτω τις σακούλες, σπρώχνω τη βαριά πόρτα, τζίφος, κλειστά. Κάνω μεταβολή να φύγω και μου ανοίγει πλατινέ δεσποινίδα, με φωνή SCANIA, ροζ σαλβάρι και νύχι της υπερβολής.
«- Εδώ είμαστε! Περάστε! Κλειδώνουμε για λόγους, καταλαβαίνετε, ασφαλείας». Μπαίνω.
«- Περάστε! Καθίστε! Τι θα θέλατε;».
«-Ε, ναι... Μετάλλια, παράσημα και τα συναφή έχουν κάποια αξία;».
«- Πες μου το ονοματάκι σου...» (αντίο, πληθυντικέ μου).
«- Χριστίνα».
«- Λοιπόν, Χριστινάκι, εγώ είμαι η Ντία κι αυτός είναι ο Γιώργος! Καφεδάκι;»
«- Όχι, ευχαριστώ».
«- Καπνίζεις; Κάνε τσιγαράκι. Θέλω να νιώθεις άνετα, να πούμε πέντε πράγματα. Λοιπόν, αυτά που μου λες, μπορεί και να μην έχουνε καμία αξία. Αυτά, συνήθως, είναι βαμμένα κι από μέσα τσίγκος. Φέρ’ τα να τα δω...».
«- Συγνώμη, πως θα; Θέλω να πω...».
«- Πως θα το διαπιστώσουμε; Αν μου επιτρέψεις, θα ξύσουμε λίγο σε μια επιφάνεια που δεν θα φαίνεται – από πίσω, ας πούμε -, θα τους ρίξω ένα ειδικό υγρό...» -(πιάνει μπουκαλάκι τύπου κολλύριο)- «και που λες, αν πρασινίσει, κάρβουνο τα μετάλλια, φίλη! Αν τρέξει το υγρό σα νεράκι, το εκτιμάμε, το ζυγίζουμε και πάμε παρακάτω».
«- Δηλαδή;».
«- Κοίτα, θα ‘χεις στο μυαλό σου, ότι αν αυτό το πράγμα κάνει 200 ευρώ, ας πούμε, εσύ στο χέρι θα πάρεις 100 και υπολογίζεις και ένα 10% τόκο για κάθε μήνα που το αντικείμενο μένει σ’ εμάς!».
«- Συγνώμη, να σας διακόψω λίγο;».
«- Όσο θες, αγαπάκι, και λέγε με Γιώργο!» (είναι ψηλό, πολύ ψηλό, το παιδί με το μούσκουλο).
«- Σε τι ποσοστό επιστρέφει ο κόσμος για να πάρει πίσω το ενέχυρο του;»
«- Πρώτον, δεν θέλω να φοβάσαι. Δεύτερον, θα σου μιλήσω σα να σε ξέρω. Μην ακούς τις μαλακίες που λένε στις τηλεοράσεις! Ε, λοιπόν, σου λέω ότι ένα 80% έρχεται και παίρνει τα πράγματα του πίσω! Γιατί, όμως;»
«-Γιατί;» (ακολουθεί πολιτική διαφήμιση).
«- Γιατί τώρα, που άνοιξε αυτό το επάγγελμα, αυτά τα μαγαζιά δεν είναι όπως παλιά. Σφαγεία, με το συμπάθειο. Που “κούρευαν” τον πελάτη, στεγνά. Παλιά, υπήρχαν 5 ενεχυροδανειστήρια στην Αθήνα και 5 στον Πειραιά και έτρεχε «αίμα» λέμε, από παντού. Εδώ, είμαστε γειτονιά! Είμαστε μια πόρτα. Εγώ, αύριο, μεθαύριο θα πιω έναν καφέ μαζί σου, θα σε πάρω να πιούμε μια μπύρα. Θα σε ξαναδώ! Δεν μπορώ να σε γδάρω, αγαπάκι. Κι εγώ του μεροκάματου είμαι και εσύ του μεροκάματου είσαι! Δεν θέλω να με πιάσεις μια μέρα και να μου πεις “Γιώργο, μ’ έσφαξες!”. Και στην τελική, δεν πρέπει και να σ’ τα λέω αυτά τα πράγματα, γιατί κι εγώ υπάλληλος είμαι, αλλά το σωστό, είναι το σωστό! Και να σου πω και κάτι ακόμη, μάνα μου; Σε αυτά τα μαγαζιά , που είναι και ψιλοσυνοικιακά, δεν ξεφεύγει η κατάσταση με τα ποσά. Εγώ, για να σε βάλω στο νόημα, κινούμαι με μικρά ποσά. Δεν ξεφεύγω απ’ τα 600 ευρώ, γιατί κι εμένα θα μου μείνει το ενέχυρο αμανάτι κι ο πελάτης δεν θα μπορέσει ποτέ να το ξαναπάρει. Σου είπα: το σωστό, σωστό!»
«- Οk, το ‘χω! Παράσημα δεν παίζουν. Άλλο;».
«- Αλυσίδες, δαχτυλίδια, μπριγιάν, εικονίσματα με επένδυση...».
«- Και οι αλυσιδίτσες οι μικρές;».
«- Αναλόγως το βάρος, αγαπάκι! Και τη γνησιότητα. Για να καταλάβεις, μου ‘χουν φέρει αλυσιδάρα, τάχα μου μασίφ χρυσή, ενα κρικάκι χρυσό, ένα κρικάκι βαμμένο... Μη στα πολυλέω: όλη η αλυσίδα μπασταρδεμένη!».
«-!!!»
«- Ναι, ρε συ! Μιλάμε, αρκουδιά τρελή! Όσο για τα διαμαντάκια, να ξέρεις –βγάζει εργαλείο μέτρησης που μοιάζει με πολυσουγιά – ό,τι μου φέρεις από 0,20 και πάνω (σ.σ.: μιλάει για την περίμετρο της πέτρας), είμαι ο άνθρωπος σου! Α, και επειδή νέο κορίτσι είσαι και με το ιντερνέτ (sic) τα πας καλά, θα σου δείξω ένα site για να μπαίνεις να τσεκάρεις τις τιμές του χρυσού για να μη σε πιάνει κότσο κανείς!».
Υποθέτω ότι αν είσαι πολύ απελπισμένος, δεν τα προσέχεις αυτά. Όμως, τόση ώρα - περίπου 20 λεπτά – όλο αυτό το θερμό μπίρι μπίρι που ερχόταν σε κοντράστ με την ψυχρή διαρρύθμιση, μου διέφευγε. Χώρος γυμνός, νοσοκομειακά λευκός, με μαύρες πέτσινες πολυθρόνες και καναπέ. Μόνο χρώμα στο μοναδικό κατάμαυρο τραπεζάκι, λίγες καραμέλες σ’ ένα σκονισμένο μπωλ και μια ντομάτα που ξέφυγε από τη σακουλάρα στη γκρι μοκέτα...
Είμαι σίγουρη πάντως, πως τόση «γειτονιά» δεν την αντέχω. Όχι σε σημείο να σταυροκοπιέμαι, περνώντας απ’ έξω, χώρια που – ευτυχώς ή δυστυχώς – δεν έχω τίποτα να πουλήσω ή να αφήσω «αμανάτι» στον κύριο. Αλλά, θα προτιμούσα ένα ψυχρό «κοστίζει 300, θα σου δώσω 150». Ή καλύτερα τις τυρόπιτες του Παναγή, που έφυγε νύχτα από το μαγαζί του.
*Ακούμπα: αποταμίευση (σύμφωνα με την κλασική αργκό η ακούμπα ήτανε το ενεχυροδανειστήριο) – Από τον "Κουραδοκόφτη" του Ηλία Πετρόπουλου, εκδόσεις Νεφέλη, σελ.40
σχόλια