Christmas Slash-a-thon #2
Black Christmas του Bob Clark, 1974, Καναδάς, 98’
Συνεχίζοντας τις προτάσεις ταινιών που θα σας κάνουν να αγαπήσετε/μισήσετε τα Χριστούγεννα με έναν διαφορετικό τρόπο, δε θα μπορούσα να μην προτείνω την εν λόγω. Πολλοί από εσάς θα την ξέρετε ήδη από το remake του 2006, αλλά, όπως και να το κάνουμε, ελάχιστες οι φορές που οι φερέλπιδες αναπαραγωγοί παλιότερων ταινιών κατάφεραν να επιβληθούν στις πρωτότυπες. Παρόλα αυτά, και το remake, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν κι άσχημο. Απλώς εστίαζε σε έναν διαφορετικό τρόμο.
«Καλά, πλάκα μας κάνεις? Έχουμε δει το νεότερο, τι παραπάνω μπορεί να προσφέρει το παλιότερο?». Υπομονή, σέβομαι τον χρόνο σας, δεν πρόκειται να σας βάλω μαχαίρι στο λαιμό. Αυτή είναι η δουλειά των πρωταγωνιστών αυτών των ταινιών και θα ’ταν κρίμα τις άγιες τούτες μέρες να τους αφήσω άνεργους. Οπότε, καλά θα κάνω να εξηγήσω το γιατί και όσο το δυνατόν πειστικότερα.
Υπόθεση απλή και κατανοητή. Μέλη μιας γυναικείας κολεγιακής αδελφότητας αποφασίζουν να μείνουν σε αυτή και τα Χριστούγεννα. Τα αγόρια τους δεν απέχουν πολύ, οι γονείς τους το αντίθετο, τι καλύτερο? Αχ, τι καλά… μισό λεπτό, χτυπάει το τηλέφωνο… και σαν να ήξερε εκ των προτέρων ότι ήθελαν να περάσουν καλά, κάποιος τις απειλεί. Τους λέει προστυχόλογα ανάμεσα σε βογγητά και σατανικά γέλια. Τα προστυχόλογα διαδέχονται απειλές θανάτου. Και ο καλών δε φαίνεται να είναι ένας απλός φαρσέρ, πόσο μάλλον να μένει στα λόγια. Και, όντως, δε μένει…
Θαρρώ πως η υπόθεση από μόνη της δεν αποτελεί το μέγιστο δυνατό πειστήριο. Αλλά για ενεργοποιήστε όσο περισσότερο μπορείτε τις συναισθησιακές σας ικανότητες και μπείτε λίγο στη θέση της δεσποσύνης εν κινδύνω. Δε νομίζω να υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από τέτοια μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα. Πόσο μάλλον σε μια δεκαετία, όπως του 70, που οι όροι «απόκρυψη» και «αναγνώριση κλήσεως» παράγονταν από το μυαλό ενός πολύ καλού μυθιστοριογράφου επιστημονικής φαντασίας. Αν αυτά μάλιστα, συνοδεύονται από μια χαμηλή, ψιθυριστή απόκοσμη φωνή, ο ύπνος με το ένα μάτι ανοιχτό είναι εγγυημένος.
Τα πλάνα μέσα στους παλιωμένους κοιτώνες με τα θαμπά χρώματα, χωρίς το υπόβαθρο οποιασδήποτε μουσικής συγκαταλέγονται στα μεγάλα πλεονεκτήματα. Αν η μουσική, δε, αντικαθίσταται από δυνατά, ζωώδη ρουθουνητά, όπως αυτά του ταύρου πριν κάνει τον ταυρομάχο να παρακαλάει τον Θεό για έλεος, διπλό το ρίγος. Και εδώ ο σκηνοθέτης μας δίνει το ρόλο του δολοφόνου. Η κάμερα συχνά ταυτίζεται με τα μάτια του. Δεν ξέρουμε το πρόσωπό του, αλλά κάνουμε τα εγκλήματά του μαζί του. Δεν το θέλουμε. Δεν πρόκειται να σταματήσει την κρίση φρενίτιδάς του για να μας ακούσει. Συμπράττουμε και δείχνει να το απολαμβάνει δεόντως.
Εδώ λοιπόν, έγκειται και η κύρια διαφορά της σε σχέση με το remake. Το Black Christmas του 2006 είχε όμορφες πρωταγωνίστριες, λίτρα αίματος, πολύ καλή πλοκή. Το Silent Night, Evil Night (ο εναλλακτικός της τίτλος) όμως, είχε έντονο το στοιχείο της επιβίωσης και το αίμα, αν και υπήρχε δεν ήταν το βασικό του συστατικό. Η θέση αυτή ανήκε στον πόλεμο που ασκούσε ο Clark στο μυαλό μας. Μας έκανε να πιστεύουμε στην παντοδυναμία του δολοφόνου, είτε βάζοντάς μας στη θέση του με τη σωστή χρήση της κάμερας, είτε σκοτώνοντας κάποια θύματα εκτός πλάνου και αφήνοντάς μας να υποθέσουμε τα χειρότερα. Αν αυτό έγινε και στο νεότερο, τότε η κόπια του ‘74 βγαίνει και πάλι νικήτρια, λόγω αυθεντικότητας.
Άλλη μια ταινία που μπορεί να σας παγώσει το αίμα αν αφεθείτε σε αυτή. Οι τόσο ήρεμοι εισαγωγικοί τίτλοι υπό τους ήχους του Silent Night, Holy Night είναι απλά το ανυποψίαστο πρελούδιο σε μια λαίλαπα τρόμου. Την είχα δει σε βιντεοκασέτα 5 χρόνια πριν (από τη Σπέντζος Films, με ελληνικό τίτλο «Υστερία»), μετά τις γιορτές, μέσα στο καταμεσήμερο και, αν και ήμουν ήδη μαθημένος στα θρίλερ δεν μπόρεσα να αποφύγω το κάλυμμα των ματιών μου σε επίμαχες στιγμές της. Απολαύστε τη με τα φώτα σβηστά και ευχηθείτε να μην χτυπήσει το τηλέφωνο, καθώς κάποιοι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι…