Christmas Slash-a-thon #1
Silent Night, Bloody Night του Theodore Gershuny, 1974, ΗΠΑ, 88’
Δεδομένων των ημερών και γνωρίζοντας ότι μερικοί από εσάς ίσως έχετε βαρεθεί να βλέπετε τις ίδιες κλισέ ταινίες που παίζονται κατά τη γιορτινή περίοδο στις οθόνες σας, δεν μπορώ να μείνω άπραγος. Για τους πιο τολμηρούς θα προτείνω κάποιες ταινίες με περιεχόμενο που θα μπορούσε να κάνει τη στολή του Άγιου Βασίλη φυσικά κόκκινη και όχι μέσω τεχνητών ξωτικονημάτων.
Καθώς δεν είμαι ιδιαίτερο party-animal και δράττομαι της ευκαιρίας να χουχουλιάσω με μια καλή (η και κακή) ταινία κατά τις άγιες τούτες μέρες, συχνά θέλω κάτι ατμοσφαιρικό, κάτι που θα με κάνει να κοιτάω πίσω μου όλη την ώρα μήπως κάποιος παραμονεύει να με κάνει λωρίδες. Αυτή η ταινία μου το προκάλεσε και με το παραπάνω.
Τη δεκαετία του 70 δεν ήταν και λίγοι αυτοί που παρά τις οικονομικές τους δυσχέρειες έκαναν μια ταινία με ό, τι είχαν διαθέσιμο. Μερικοί το έκαναν μάλιστα με πολύ επιτυχημένο τρόπο μιας και τα χαμηλής οικονομικής παραγωγής δημιουργήματά τους φαίνονταν πολύ πιο αυθεντικά από τους αντίστοιχους Χολιγουντιανούς κολοσσούς. Ο Theodore Gershuny, λοιπόν, δεν πτοήθηκε από την έλλειψη πόρων και μας έλουσε με κρύο ιδρώτα μέσα στο χριστουγεννιάτικο ψύχος.
Για να δούμε λοιπόν, τι ακολουθεί επί της οθόνης: ένας νεαρός θέλει να πουλήσει μια έπαυλη που κληρονόμησε. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων, η έπαυλη στο παρελθόν ήταν ψυχιατρικό άσυλο. Αυτό όμως δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τα περίεργα, γεμάτα καχυποψία βλέμματα τους. Ταυτόχρονα, μαθαίνουμε για την απόδραση ενός ψυχοπαθή και τις κατά συρροή δολοφονίες που διαπράττει στην πόλη, πράγμα που τους βάζει (και μας βάζει και εμάς με τη σειρά μας) σε υποψίες.
Πρωτότυπη ιστορία? Σίγουρα όχι. Τα έχουμε ξανακούσει/ξαναδεί αυτά κάποια στιγμή στο παρελθόν. Αφήστε με όμως να σας κάνω μια σύγκριση: όλοι τρομάξατε σε κάποια φάση της ζωής σας με μια ιστορία/ ένα βιβλίο. Οι πιθανότητες δεν ήταν λίγες όταν αυτό μεταφέρθηκε στην οθόνη να ήταν τόσο καλογυρισμένο που παρόλο που ξέρετε τη συνέχεια να σας έχει φάει τα σωθικά η αγωνία. Έτσι και εδώ. Η έλλειψη πρωτοτυπίας, ειδικά στη δεκαετία των drive-in που τέτοιες ταινίες παράγονταν με την καρότσα, δεν δείχνει να της στερεί το φάγωμα των νυχιών.
Τα μουντά, σκιώδη χρώματα της παραμονής των Χριστουγέννων σε αυτή τη μικρή πόλη, τα πλάνα μέσα από τα μάτια του ψυχοπαθή την ώρα που παραμονεύει στο σκοτάδι με έναν φανό υγραερίου για την κατάλληλη στιγμή εφόδου, τα κατάμαυρα πλάνα των πήγαινέλα με αμάξι, τα σέπια flashbacks που θα μπορούσαν να ανήκουν σε παρανοϊκό ξάδερφο του πρωτομάστορα του αμερικάνικου κινηματογράφου, D. W. Griffith, όλα αυτά συντελούν σε ένα ντελίριο πανικού στο σωστό θεατή.
Ενώ η κατά τα πρότυπα ήρεμη αυτή νύχτα βάφεται πορφυρή από τα θύματα του δολοφόνου, δεν πρόκειται να δούμε ένα μαχαίρι να βυθίζεται μέσα σε σάρκινο κουκούλι. Θα δούμε το αίμα στους τοίχους, στα σώματα εν γένει, τις ετοιμοθάνατες μορφές με τα γουρλωμένα μάτια, αλλά την χάρη δε θα μας την κάνει ο σκηνοθέτης, δε θα ομολογήσει ποτέ τα αποτελέσματα της νεκροψίας. Πέθαναν με φρικτό τρόπο. Τέλος. Δε χρειάζεται να ξέρουμε τίποτα άλλο. Η άγνοιά μας εις βάρος μας.
Λίγο πριν την έλευση του νέου έτους και έχοντας υπερπλημμυριστεί με τη χλιδή του 3D και της υψηλής ανάλυσης, που ο τρόμος πλέον βασίζεται όχι σε μια σωστά δομημένη ιστορία αλλά στο πόσο καλός είναι ο μοντέρ και ο υπεύθυνος των ειδικών εφέ, κάτι τέτοιες ταινίες μας θυμίζουν την ουσία του τρόμου. Όταν το χιόνι, σύμβολο της αγνότητας, βάφεται κόκκινο, η φρίκη είναι αναπόφευκτη. Ελληνική έκδοση και πάλι δεν υπάρχει, αλλά μερικοί από εσας ενδέχεται να την έχετε στη διάθεσή σας από μια παλιότερη διανομή που είχε κάνει το Cine Βήμα. Ακόμα όμως και στις διεθνείς εκδόσεις σε DVD η ποιότητα δεν είναι και η καλύτερη, καθώς είναι άμεσα μεταφερμένη από VHS. Αυτό όμως έχει και τα θετικά του, καθώς η κακή ποιότητα μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα, όπως πχ μια πολύ πιο έντονη ατμόσφαιρα, η οποία, άλλωστε αποτελεί και το κύριο ατού της ταινίας.