Όλα τελείωσαν σε ένα νοσοκομείο, όταν μου έβαλαν αναισθητικό στα δάχτυλα για να μου αφαιρέσουν τα δόντια. Η ανακούφισή μου ήταν μεγάλη και κυρίως όταν βεβαιώθηκα ότι μετά την επέμβαση μπορούσα να κουνάω τα δάχτυλά μου κανονικά έχοντας αποφύγει τον κίνδυνο κατάγματος.
Η ιστορία ξεκίνησε (και τελείωσε) τη μέρα των εκλογών, όταν είχα διοριστεί μέλος της εφορευτικής επιτροπής. Στο νηπιαγωγείο όπου στεγαζόταν το εκλογικό κέντρο έφτασα χαράματα, ήδη όμως με είχαν προφτάσει ο δικαστικός αντιπρόσωπος, ο γραμματέας, ο κουλουρτζής και οι εκπρόσωποι των κομμάτων. Επίσης όλο το σχετικό υλικό ήταν έτοιμο: η κάλπη δίπλα στο κουκλοθέατρο, τα ψηφοδέλτια, το βουλοκέρι και το παραβάν για να ψηφίσουν οι πολίτες δίπλα στο στρουμφόσπιτο.
Λίγο αφότου ξεκίνησε η διαδικασία, κατέφθασαν και οι πρώτοι γέροι. Τους βάζαμε να περιμένουν στη σειρά, δίπλα στον τοίχο με τα αεροπλανάκια. Ένας από αυτούς ήθελε σώνει και καλά να ρίξει ψήφο δαγκωτή, εγώ πάλι από αίσθηση καθήκοντος πήγα να τον εμποδίσω και ο γέρος με δάγκωσε στα δάχτυλα. Όλη την υπόλοιπη μέρα τα είχα χωμένα σε ένα τάπερ με ειδικό υγρό για να απολυμαίνεται η μασέλα που είχε μαγκώσει στον αντίχειρά μου και το δείκτη. Στο νοσοκομείο μπόρεσα και πήγα μετά το πέρας της εκλογικής διαδικασίας, έχοντας το γέρο μπροστά να μου ανοίγει το δρόμο με τη μαγκούρα. Μόλις μου αφαίρεσαν τη μασέλα στο χειρουργείο, βγήκε η νοσοκόμα στην αίθουσα αναμονής και ανήγγειλε στο γέρο το χαρμόσυνο γεγονός. Στη συνέχεια οι νοσοκόμες πήραν από δίπλα μου τη μασέλα, την έπλυναν, την τύλιξαν και την έβαλαν σε μία θερμοκοιτίδα, εφόσον είχε ψιλοπαγώσει από το κρύο του χειρουργικού θαλάμου.
Πρώτη φορά βίωνα τόσο έντονα την κορυφαία δημοκρατική διαδικασία των εκλογών. Κάποτε ήθελα να συμμετάσχω κι εγώ σε δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, επειδή με είχε συγκινήσει ο βαρυσήμαντος λόγος του επικρατέστερου υποψηφίου δημάρχου. Αυτός κυβερνούσε το δήμο εδώ και δύο τετραετίες και χρειαζόταν μια τρίτη για να ολοκληρώσει το έργο του – ένα σπίτι που έχτιζε για την κόρη του σε έκταση που αποτελούσε ευγενική χορηγία του δήμου.
Ωστόσο, η υποψηφιότητά μου απορρίφθηκε, επειδή είχα λευκό ποινικό μητρώο. Αμέσως εγώ από πείσμα έκλεψα το ποδήλατο της (μνηστής μου) Στέλλας, της ζήτησα να μου κάνει μήνυση κι εκείνη από αγάπη δέχτηκε. Παρά ταύτα, στη δίκη αθωώθηκα, γιατί τελικά το ποδήλατο ανήκε στη γειτόνισσα, που στο μεταξύ είχε γραφτεί στη λέσχη περιπατητών. Τα μέλη της διοργάνωναν τεράστιες πεζοπορίες με αφετηρία διάφορες περιοχές της χώρας και προορισμό κάποια κεντρικά σημεία, όπου οι περιπατητές έστηναν γλέντια με βηματιστούς χορούς. Το πράγμα όμως δεν περπάτησε πολύ καιρό και μάλιστα έγινε ένα βήμα πίσω στην όλη ιδέα, όταν κάποιοι άρχισαν να νοθεύουν την πεζοπορία με πηδηματάκια – επόμενο ήταν να πάρουν πόδι.
Το υπόλοιπο πρωινό στο εκλογικό κέντρο κύλισε πολύ χαλαρά σε σημείο που να ανησυχούμε για τα ποσοστά αποχής. Είχα διαβάσει πρόσφατα ότι σε ένα κρατίδιο της Ινδίας η αποχή στις εκλογές ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο βασιλιάς αναγκάστηκε να δανειστεί τα κομματικά ποσοστά από ένα γειτονικό κράτος – ως πρώτο κόμμα επέλεξε το Εθνικό Κοινωνικό, δεύτερο το Ρεπουμπλικανικό, τρίτο το Βασιλικό Κοινωνικό (για να έχει παρέα ο πίθηκός του) και τέταρτο το κόμμα των Ελεφάντων (κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τι πρέσβευε αυτό το κόμμα, άσε που και τα δικά του στελέχη ενεπλάκησαν σε ένα σκάνδαλο αποτρίχωσης).
Η μεγάλη μάζα της νεολαίας κατέφθασε στο εκλογικό κέντρο μετά τις 3. Οι πιο πολλοί, αγουροξυπνημένοι καθώς ήταν, μπερδεύονταν συνεχώς στη διαδικασία της ψηφοφορίας. Επέλεγαν την ψήφο τους έξω από το παραβάν, μπέρδευαν τα ψηφοδέλτια των κομμάτων, χούφτωναν τις εκπροσώπους των παρατάξεων ή έριχναν τις ψήφους τους στο κουκλοθέατρο – αυτό προκάλεσε σύγχυση στα exit poll που έβγαλαν φαβορί των εκλογών τον Μπάρμπα - Μυτούση.
Όλη αυτή η διαδικασία κατάντησε τελικά για μένα πολύ κουραστική, ειδικά έτσι όπως στριμωχνόταν η καρέκλα μου από το στρουμφόσπιτο. Επιπλέον, ο πόνος από τη μασέλα στα δάχτυλά μου γινόταν όλο και πιο αφόρητος, γιατί έκανε κρύο και τα δόντια της τουρτούριζαν. Όλα τελείωσαν ευτυχώς λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν και πήγα στο νοσοκομείο για να την αφαιρέσω. Μετά την επέμβαση επέστρεψα ανακουφισμένος στο σπίτι, όμως η Στέλλα με πέταξε έξω. Η κατηγορία ήταν ότι με έπαιρνε όλη μέρα στο τηλέφωνο και το σήκωνε κάποια Νάνσυ – μια κοπελιά της εφορευτικής, με την οποία ανταλλάξαμε κατά λάθος τα κινητά μας και αναγκάστηκα να δίνω κάθε δέκα λεπτά αναφορά αντ’ αυτής στην πεθερά της. Ξεσπιτωμένος καθώς ήμουν, πέρασα ξανά από το νηπιαγωγείο – εκλογικό κέντρο, όπου συνάντησα το δικαστικό αντιπρόσωπο να χαλαρώνει καπνίζοντας την πίπα του. Τον κοίταξα κουρασμένος και στενοχωρημένος, με κοίταξε κουρασμένος και μπαϊλντισμένος, νοιώσαμε μια ειλικρινή αλληλεγγύη ο ένας για τον άλλο και αποσυρθήκαμε για ύπνο στο στρουμφόσπιτο.
σχόλια