Είμαι της άποψης ότι ακόμα κι αν δε βρεις παρέα για διακοπές, μπορείς να φορτωθείς το σακίδιο και να φύγεις μόνος σου για περιοδεία στα νησιά. Μόλις, λοιπόν, η Στέλλα κόλλησε γρίπη καλοκαιριάτικα, έτρεξα να αγοράσω το σακίδιο από ένα μαγαζί με είδη κάμπινγκ και να βγάλω εισιτήριο για το απογευματινό πλοίο. Στο μαγαζί ο πωλητής ήθελε καλά και σώνει να μου πουλήσει μία σούπερ σκηνή για 10 άτομα (γιατί ποτέ δεν ξέρεις...), που να αντέχει στους -20ο (γιατί ποτέ δεν ξέρεις...) και να αντέχει σε επιθέσεις αγέλης λύκων (που αν το ξέρεις και κατασκηνώσεις, θα είσαι εντελώς μαλάκας). Ο πωλητής προσέθεσε ότι αν το αποφάσιζα, δεν έπρεπε να ανησυχώ γιατί θα τα βρίσκαμε εύκολα στις δόσεις – εγώ και οι απόγονοί μου. Μόλις απασχόλησε τον πωλητή καινούριος πελάτης, άρπαξα μια σκηνή των 30€, την πήγα μπουσουλώντας στον πάγκο του ταμείου, πλήρωσα και βγήκα από το πορτάκι της γάτας.
Το ταξίδι με το πλοίο μου φάνηκε σύντομο, γιατί στη μισή του διάρκεια εξηγούσα της Στέλλας από το τηλέφωνο πόσο στενοχωριόμουν που πήγαινα στα νησιά χωρίς εκείνη. Γρήγορα πάντως εντόπισα την παρέα των νταλικέρηδων και πιάσαμε τις μπύρες. Ο ένας από αυτούς μιλούσε περήφανα για τη Scania του, τα ταξίδια που έχει κάνει με εκείνη και τα υπέροχα βενζινάδικα που έχει επισκεφτεί στην Ευρώπη. Ένα παριζιάνικο βενζινάδικο μάλιστα διέθετε και καμπαρέ με μπαλέτα της Ρενώ. Εκεί κατάφερε να τσιμπήσει μια Γαλλιδούλα και να την ψήσει να πάνε βόλτα με την νταλίκα. Είδανε ταινία σε σινεμά ντράιβ ιν, φάγανε σε φαστ φουντ που σερβίρουν επιτόπου στο όχημα, πήγανε σε πάρτυ στα διόδια, όλα ήταν ονειρικά. Στο τέλος πάρκαρε σε ένα λόφο και αγνάντευαν τα φώτα της πόλης από κάτω, ενώ αντάλλασσαν καυτά φιλιά. Εκείνη όμως ήθελε παιχνίδια πριν τον έρωτα, του ξέφυγε από την αγκαλιά του και τον κάλεσε να την κυνηγήσει. Άνοιξε την πόρτα της νταλίκας, έπεσε από τα δύο μέτρα... ευτυχώς από κάτω είχε βούρκο και τη γλίτωσε με ένα καταγματάκι. Την επόμενη μέρα η Γαλλιδούλα έβαλε αγγελία για γκόμενο με σκούτερ.
Φτάσαμε στο νησί πολύ αργά τη νύχτα, παρόλα αυτά μας περίμενε ένα λεωφορειάκι του κάμπινγκ. Το κάμπινγκ ήταν χαμηλού κόστους και έτσι το λεωφορειάκι ξέμεινε από βενζίνη. Μιας που δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή ανοιχτό βενζινάδικο, στήσαμε επιτόπου τις σκηνές μας κι εγώ φιλοξένησα στη δική μου τον οδηγό. Η σκηνή μου ήταν αρκετά μικρή και τα πόδια μας έβγαιναν από έξω. Για καλή μου τύχη η μυρμηγκοφωλιά βρισκόταν κάτω από τα πόδια του οδηγού και έτσι όλος ο πληθυσμός της ψόφησε από τη βρώμα – επιβίωσαν μόνο οι κατσαρίδες κι έτσι η γνωστή θεωρία επιβεβαιώθηκε.
Το προσωπικό του κάμπινγκ ήταν λιγοστό, γι' αυτό κι ο οδηγός του λεωφορείου μας άφησε στα 100 μέτρα πριν την είσοδο κι έτρεξε στη ρεσεψιόν να μας υποδεχτεί. Οι τουαλέτες ήταν αρκετά καθαρές, γιατί είχε βρέξει αρκετά τον Ιούνιο. Το εστιατόριο του επίσης ήταν περιποιημένο, καθαρό και με άνετες καρέκλες. Εκεί μπορούσα να κάθομαι βολικά όση ώρα χρειαζόταν μέχρι να μας φέρει ο ντελιβεράς τα καλτσόνε.
Όσον αφορά την παρέα ήμουν πολύ τυχερός, γιατί συνάντησα κάτι γνωστούς μου σε μία φοιτητική ομάδα που θα ταξινομούσε το ιστορικό αρχείο του νησιού. Έθεσα και τον εαυτό μου στη διάθεσή τους, μιας και έχω σπουδάσει παρόμοια πράγματα. Η όλη φάση κράτησε μόλις δύο μέρες, γιατί τα παιδιά της ομάδας ανέσυραν ένα έγγραφο που αφορούσε τον πατέρα του δημάρχου – μια αστυνομική αναφορά για καταπάτηση 80 στρεμμάτων – κι ο δήμαρχος μας ευχαρίστησε για την εργασία μας και κλείδωσε το αρχείο καταπίνοντας το κλειδί.
Η παραλίες του νησιού ήταν βραχώδεις και ήθελε πολύ περπάτημα για να τις προσεγγίσεις – τόσο περπάτημα ούτε για ψώνια με την Στέλλα! Τα βράχια εμπόδιζαν τη θέα σε κάποια σημεία της ακτής, γι' αυτό και σύχναζαν σε ορισμένους κολπίσκους αρκετοί γυμνιστές. Τους επισκέφτηκα αναγκαστικά, γιατί το μαγιό μου σκάλωσε σε ένα μυτερό βράχο και απέκτησε άνοιγμα και για τρίτο πόδι. Οι γυμνιστές εκεί ήταν κυρίως μεσήλικες και πάρα πολύ άνετοι. Πήρα θάρρος κι εγώ, βγήκα από την κρυψώνα μου κι έκανα μακροβούτι στη θάλασσα την ώρα που δεν κολυμπούσε κανείς.
Δεν μπορώ να περιγράψω το πώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή μόνος, γυμνός, απροστάτευτος, παραδομένος στην αγκαλιά του απέραντου γαλάζιου. Το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν μια πλειάδα από Νηρηίδες που με καλούσαν να μπω ακόμα πιο μέσα στο βασίλειο του Ποσειδώνα. Υπήρχαν φυσικά και κάποιες Νηρηίδες που έφερναν φατσικά στην Στέλλα και με προειδοποιούσαν ότι αν κολυμπούσα πιο μέσα θα με ψάρευε καμιά μηχανότρατα.
Αφού χάρηκα τη θάλασσα και καθώς ήμουν εξουθενωμένος από το παιχνίδι με τα κύματα, ζήτησα από κάποια κυρία Αθηνά εκεί δίπλα να με βοηθήσει να αποφύγω τους αχινούς στα ρηχά. Την παρακάλεσα, επιπλέον, να μου δανείσει κάτι να φορέσω προκειμένου να πάω να βρω στον παραδίπλα κολπίσκο την υπόλοιπη παρέα μου. Εκείνη προσφέρθηκε να μου δανείσει κάτι μεταξωτές κορδέλες, αλλά εγώ τελικά προτίμησα τα φύκια, για να αποφύγω την υποχρέωση.
Έτσι όπως βγήκα στη διπλανή παραλία με τα φύκια να καλύπτουν το κορμί μου, τρόμαξαν στη θέα μου κάτι κοπέλες που έπαιζαν εκεί κοντά τόπι. Μόνη γενναία μία κόρη με πλησίασε – το όνομά της άρχιζε από «Ν» αλλά το ξέχασα θαμπωμένος από τα μάτια της – και με ρώτησε από πού ερχόμουν και σε ποια θάλασσα βολόδερνα. Της απάντησα ότι ερχόμουν από το μακρινό βορά (της έκανα μια περιγραφή της μπουγάτσας), ότι περιπλανιόμουν στη διπλανή θάλασσα και ότι μία ευγενική ξένη με έσωσε από τερατώδεις αχινούς. Εκείνη μου έδωσε ένα παρεό να καλύψω τη γύμνια μου και με πήγε στον πατέρα της.
Για καλή μου τύχη η όμορφη κοπέλα ήταν η κόρη του δημάρχου. Εκείνος με υποδέχτηκε με μεγαλοπρέπεια και μου πρόσφερε τη βασιλική του φιλοξενία για αρκετές εβδομάδες, αφού πρώτα τον ενημέρωσα ότι, αν με στενοχωρήσει, ίσως βγάλω στη φόρα το έγγραφο από το αρχείο για την καταπάτηση των 80 στρεμμάτων από τον πατέρα του.
σχόλια