Μπήκαμε για τα καλά στην άνοιξη και η κακομοίρα Περσεφόνη έχει από καιρό επιστρέψει στη μάνα της Δήμητρα μπας και της πλύνει κάνα ρούχο από τη μουχλίλα του Άδη. Εγώ πάλι τέτοια εποχή συνηθίζω να κάνω άσκοπες βόλτες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης περπατώντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα σκάμματα του καινούριου μετρό. Οι εργασίες του, είναι η αλήθεια, προχωρούν κάπως αργά. Οι φήμες θέλουν την κατασκευή του να καθυστερεί λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης, πράγμα που η εταιρεία το διαψεύδει κατηγορηματικά. Από την άλλη μεριά η καχυποψία του κόσμου ξεπέρασε κάθε όριο, σε σημείο τέτοιο που να δυσπιστεί όταν οι υπεύθυνοι εξηγούν πως η εύλογη καθυστέρηση οφείλεται στα υψηλά βαρομετρικά, στις ολόμπουτες κάλτσες των φοιτητριών (με το κοντό παντελονάκι), στα κρυολογήματα του μετροπόντικα και φυσικά στα διάσπαρτα τμήματα της υπόγειας βυζαντινής πολιτείας που ξεθάβει καθημερινά η αρχαιολογική σκαπάνη[1].
Άμεση λύση στο πρόβλημα προτείνει το βιομηχανικό επιμελητήριο. Συγκεκριμένα θα μπορούσαμε να ξηλώσουμε τους βυζαντινούς δρόμους που βρέθηκαν και να τους τοποθετήσουμε στην εθνική οδό, μπας και βελτιωθεί κάπως το υπάρχον οδόστρωμα. Το ζήτημα είναι να υπάρξει καλή διάθεση από όλες τις πλευρές πριν τελικά αποφασίσουν οι εργολάβοι. Όχι τίποτε άλλο, με τόσες καθυστερήσεις το έργο θα κινδυνεύει στο μέλλον να μεταφερθεί από το υπουργείο μεταφορών στην εφορεία νεωτέρων μνημείων και από μετρό να μετονομαστεί σε ρετρό.
Κάτι ανάλογο έπαθε και ο φίλος μου ο Παναγιωτάκης, του οποίου το σπίτι στην Άνω Πόλη χαρακτηρίστηκε νεώτερο μνημείο. Πρόκειται για μια παλιά οθωμανική οικία με εσωτερική αυλή για τις χανούμισσες. Το σπίτι είναι πολύ γερό, όμως η αποχέτευση είναι ακόμη βουλωμένη από γυναικείες τρίχες. Συχνά πυκνά επίσης ο Παναγιωτάκης ανασύρει κι από κανένα παλιό σουτιέν από το πηγάδι. Αναπόφευκτο είναι, λοιπόν, το σπίτι να δέχεται συνεχείς επισκέψεις από τους αρχαιολόγους ώστε να εκτιμήσουν ποια τμήματα χρειάζεται να αφαιρεθούν ή να αποκολληθούν και να εκτεθούν στο δημοτικό μουσείο. Προς το παρόν του έχουν πάρει τρία σκαμνάκια, το μπαουλοντίβανο και την οδοντόβουρτσα, μιας και έχει να τη χρησιμοποιήσει από τότε που τον συντηρούσε η συμμαχική βοήθεια της ΟΥΝΡΑ[2].
Παρά τις δυσκολίες του μετρό, οι δημότες της πόλης αισιοδοξούν ότι θα το δουν κάποτε να λειτουργεί, εφόσον ο φυσικά ο μέσος όρος ζωής προσεγγίσει τα ποσοστά της Ικαρίας. Εκεί οι υπεραιωνόβιοι αποτελούν ένα σεβαστό ποσοστό και μάλιστα όλοι τους ψηφίζουν κομουνιστικό κόμμα, καθώς είναι ακόμα δυσαρεστημένοι από τις περικοπές που τους είχε επιβάλει στις συντάξεις ο Βενιζέλος κατά την οικονομική κρίση του 1931. Το '31 είναι σημαντικό και για το λόγο ότι τότε παντρεύτηκε τη γιαγιά ο παππούς μου, αγνοώντας επιδεικτικά την προφητεία ότι αν τεκνοποιούσε, θα τον περίμενε σκληρή μοίρα, καθώς ο εγγονός του (ο «μονοσάνδαλος» ή «μονοπάντουφλος», δε θυμόταν ακριβώς) 60 χρόνια αργότερα επρόκειτο να τον κάνει ρεζίλι.
Παρόλο που με ζορίζει αρκετά το να κινούμαι υπόγεια, γεγονός είναι ότι το μετρό με βόλεψε πολύ την περίοδο που εργαζόμουν στην πρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, είχα πιάσει δουλειά σαν δοκιμαστής παγωτών και έπρεπε μονίμως να μετακινούμαι από ζαχαροπλαστείο σε ζαχαροπλαστείο. Οι συνθήκες εργασίας ήταν δύσκολες, ο κάτω μου προγόμφιος υπέφερε από ουλίτιδα και το τελειωτικό χτύπημα ήταν όταν μας έκοψαν το επίδομα ψύξης. Ο κλάδος αντιδρώντας άμεσα κατέβηκε σε πορεία, χωρίς όμως να προηγηθεί συνέλευση, πράγμα που ψύχρανε αρκετά τις σχέσεις μας με το προεδρείο. Όταν η πορεία έφτασε τελικά στο υπουργείο, παγώσαμε όλοι μας μπροστά στη θέα των σκληροτράχηλων ΜΑΤ. Κάποιος εκπρόσωπός μας επεχείρησε να συνομιλήσει με τον αξιωματικό τους, μήπως και σπάσει ο πάγος. Τελικά μας επέτρεψαν να επιδώσουμε ένα ψήφισμα, όπου αιτούμασταν την ένταξη του επαγγέλματος στα βαρέα και ανθυγιεινά καθώς και έξι εβδομάδες απόψυξης.
Η δουλειά του δοκιμαστή είχε βέβαια και τα τυχερά της. Η εταιρεία συχνά πυκνά με έστελνε για έρευνα στο εξωτερικό. Η πιο πετυχημένη μου αποστολή ήταν στη Φλωρεντία, όπου επισκέφτηκα το κορυφαίο ίσως παγωτατζίδικο για το 2002. Το μαγαζί βρισκόταν σε κάποιο λαϊκό προάστιο. Ήταν δε τόσο μικρό που για να χωρέσει το μακρύ του ψυγείο το σήκωσαν όρθιο. Για αρχή ζήτησα από τον παγωτατζή να μου βάλει στο κυπελλάκι μια τυχαία γεύση. Εκείνος ανέβηκε τη σκάλα, μου κατέβασε από το τελευταίο ράφι του ψυγείου ένα δοχείο με αμαρέττο και μου έβαλε στο κυπελλάκι μια γενναία σπατουλιά, την οποίαν και ετίμησα δεόντως. Στη συνέχεια δοκίμασα λίγη στρατσατέλα, γεύτηκα μπανάνα σοκολάτα, έφαγα βανίλια oreo, καταβρόχθισα black forest, κατασπάραξα μήλο-κανέλλα, μέχρι που άρχισα να απογειώνομαι σιγά σιγά, να υψώνομαι πάνω από τα κτήρια, να πετάω πάνω από τον ποταμό Άρνο, το Ντουόμο και το Ponte Vecchio, ανάμεσα σε σύννεφα γεμάτα παγωτό φυστίκι, λεμόνι, φρούτα του δάσους, σοκολάτα φράουλα, μέχρι που η ουρά στο παγωτατζίδικο έφτασε ως την εκκλησία και η γριά πίσω μου με κλώτσησε στα πισινά.
Το παγωτατζίδικο με τον καιρό έγινε τόσο διάσημο, ώστε η επιχείρηση να επεκταθεί και σε άλλες ιταλικές πόλεις, να εισαχθεί στο χρηματιστήριο και η αξία της μετοχής του να εκτοξευθεί – οι Standard & Poor's μάλιστα επιβεβαίωσαν την κορυφαία αξιολόγηση ΑΑΑ για το τιραμισού μπισκότο. Η ίδια επιχείρηση κλήθηκε να προμηθεύσει με παγωτά τη μεγάλη σύνοδο κορυφής της Ρώμης. Για τη μεταφορά τους στο μέγαρο επιστρατεύτηκαν επίλεκτα σώματα των ειδικών δυνάμεων, εξαιτίας όμως του καύσωνα υποχρεώθηκαν να γλείφουν το λιωμένο παγωτό από το χείλος της καζάνας. Κάποιοι έγλειψαν τόσο πολύ ώστε λόγω υποθερμίας αντικατέστησαν επάξια κάποια χαλασμένα κλιματιστικά του μεγάρου.
Τέτοιες σκέψεις έκανα όταν χτύπησε το κινητό μου μέσα από τη φόδρα του σακακιού κι έτσι κατάφερα να το εντοπίσω μετά από τριήμερη αναζήτηση. Ήταν τα κοράκια της εισπρακτικής εταιρείας που γύρευαν μια ξεχασμένη δόση για τον καυστήρα φουντουκιών. Με προειδοποίησαν ότι αν δεν πλήρωνα σε μισή ώρα, θα μου βούλωναν την αποχέτευση. Πανικόβλητος έτρεξα στον κοντινότερο σταθμό του μετρό, όπου είχε αναρτηθεί ανακοίνωση ότι το δρομολόγιο θα ξεκινούσε σε 16 χρόνια. Στην τράπεζα έφτασα λαχανιάζοντας στο παρά πέντε, πλήρωσα τη δόση και πήρα τηλέφωνο στην εταιρεία αποχέτευσης για επιβεβαίωση. Εκείνοι με διαβεβαίωσαν ότι στις αιτήσεις των εισπρακτικών εταιρειών για βούλωμα δεν περιλαμβανόταν η δική μου αποχέτευση.
Δυστυχώς ο γείτονας μου ο κυρ Θόδωρος είχε αφήσει το δικό του λογαριασμό απλήρωτο κι έτσι όλος ο όροφος γέμισε ακαθαρσίες. Αποφάσισα, ωστόσο, να μην ακυρώσω το ρομαντικό δείπνο που είχα υποσχεθεί στη Στέλλα. Πήραμε τα σάντουίτς μας και ανεβήκαμε στην ταράτσα να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα. Η μέρα μας τέλειωσε σχεδόν ονειρικά, με τη Στέλλα να μου χαϊδεύει τη γάμπα κι εμένα αγέρωχα μπλεγμένο ανάμεσα στις κεραίες (στην προσπάθεια να φτάσω το τελευταίο μου 5ευρω που μου πήρε ο αέρας) λουσμένοι και οι δυο από τις τελευταίες ακτίδες του ήλιου, καθώς εκείνος αποσυρόταν πίσω από τα Πιέρια όρη αδημονώντας να βρεθεί αντάμα με τις νύμφες φίλες του.
[1] Όχι βέβαια κανένα ιδιαίτερο εύρημα, μάλλον κάτι πιο κοντά σε Πομπηία: την καρδιά της ρωμαϊκής-βυζαντινής μεγαλούπολης με τη διασταύρωση των δύο κυριοτέρων δρόμων της, το τετράπυλο που στεφάνωνε το δεσμό τους, κάποιες ρωμαϊκές στοές και πολλά καταστήματα.
[2] 1945 - 1947
σχόλια