Μια που είμαστε σε ιδιαίτερα σχολική ατμόσφαιρα, να δούμε πώς τα ελληνόπουλα μάθαιναν γράμματα κάπου τη δεκαετία του 1850. Αντιγράφω από την εφημερίδα «Η Εικονογραφημένη» του 1915 μια σχετική ιστορική αναδρομή:
«Φαντασθήτε μίαν τεραστίαν αίθουσαν, και εκεί μέσα υλικόν, διάκοσμον, προσωπικόν, μαθητάς, όλα, ένα πελώριον μάτι –του Θεού- υψηλά απέναντι των μαθητών, ρητά διάφορα, «Τίμα τον πατέρα σου...», «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου», «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον», το αλφάβητον εις μέγα σχήμα και εις όλας τας μορφάς, καλλιγραφικά, του τύπου.
Έπειτα διπλή σειρά πινάκων αναγνώσεως και αριθμήσεως από του άλφα και της συλλαβής έως της ελευθέρας και απνευστί αναγνώσεως και από της «κουλούρας» μέχρι της πολυπλοκωτέρας διαιρέσεως, των συμμιγών και κλασμάτων, εις τους εκατέρωθεν των μαθητών τοίχους.
Και τέλος δίπλα της θύρας η «δασκαλοκαθέδρα, λεπτουργημένη, επάνω εις ένα βάθρον με 2-3 βαθμίδας, επί του οποίου υπήρχον τα γραφεία και τα ντουλάπια της υπηρεσίας του σχολείου, κάτω δε από το βάθρον υπήρχε κρύπτη, η οποία εχρησίμευε και ως φυλακή διά τους ατάκτους.
Από την δασκαλοκαθέδραν αυτήν, το στραταρχείον του σχολείου, ο μεγάλος δάσκαλος, όπως ελέγετο ο διευθυντής, ενθρονισμένος και περιστοιχούμενος από ολόκληρον επιτελείον βοηθών, δασκάλων πρωτοσχόλων, διηύθυνε με συνθηματικάς κωδωνοκρουσίας, με κρούσεις του δείκτου, με συριγμούς, με φωνάς διατόρους και παράτασσε και ωδήγει και εμοίραζε προς γραφήν, προς ανάγνωσιν ή προς αριθμητικήν, το βομβούν γύρω του σμήνος των μαθητών του.
Επάνω εις την εξέδραν αυτήν εστηρίζετο όλο το σχολείον, το υλικόν, οι κατάλογοι, τα ποινολόγια, ο μέλας και ο χρυσούς πίναξ της μομφής και της τιμής, ο γεωγραφικός χάρτης, η βιβλιοθήκη και βιβλία εις δέματα και όλαι αι εγκύκλιοι τουΥπουργείου, αίτινες απετέλουν τον τυφλοσούρτην του μεγάλου δασκάλου.
Η διδασκαλία ήρχιζε με την ανάγνωσιν. Οι μαθηταί εκάθηντο, προσερχόμενοι προ του μαθήματος, εις τα θρανία καθ' ηλικίαν και ανάστημα εμπρός οι μικρότεροι ή μικροσωμότεροι.
Οι βοηθοί, με πόζαν καθηγητού Πανεπιστημίου εκκρεμούσαν εις τον μαυροπίνακα τον πίνακα της αναγνώσεως και ήρχιζε το μάθημα ...
-Βδέλ, φράξ, χράπ, κνύξ, λάξ, λαός, υιός ...
Την ανιαρότητα της διδασκαλίας εποίκιλε κάπου-κάπου κατά την αποσύνθεσιν των ημικυκλίων ένα τραγουδάκι:
Παύει πλέον η μελέτη
Κι' ο καιρός της προσευχής,
Ώρα της εξόδου ήλθε
Στώμεν μετά προσοχής κλπ
Κ' εις το τέλος ο ύμνος προς τον Βασιλέα:
Τον Βασιλέα μας τον πρώτον
Όθωνα, σώσον Θεέ!
Δός Δόξης στέφανον,
Την τύχην άφθαρτον
Τον Βασιλέα μας
Σώσον Θεέ!
Η στοιχειωδεστέρα ποινή ήτο η νηστεία, διαρκής και πολύωρος, έπειτα ήρχετο η γονυκλισία, η μαστίγωσις, και εκ μέρους όλων των μαθητών, διά παρελάσεως, το φτύσιμον. Αλλ' ήσαν εν χρήσει και αμοιβαί. Ούτω των επιμελών και ευτάκτων το όνομα ανεγράφετο εις ειδικόν πίνακα, απενέμετο δε εις αυτούς και εύσημον.
Της αυτής μορφής ήσαν και τα σχολεία των κορασίων με πρόσθετον μάθημα χειροτεχνημάτων. Αλλά δεν εφύετο τότε αφθόνως η «δασκάλα» και ούτω πολλά σχολεία κορασίων διηύθυνον πρεσβύται δημοδιδάσκαλοι.
Εκ παραλλήλου, υπήρχον και μικτά σχολεία αρρένων και κορασίων, αλλ' έγιναν τόσον πολλά βραδύτερον, ώστε το 1852 το Υπουργείον εξέδωκε εγκύκλιον σχετικήν, η οποία θα μείνη αλησμόνητος: «Περί αποχωρήσεως των αρρένων από τα κοράσια» δι' ής απηγόρευε «την επιμιξίαν, ήτις προκαταβάλλει σπέρματα δυσαρέστων συνεπειών», επέβαλλε δε «το αυλίζεσθαι δι' ετέρας εισόδου εις το αυτό οίκημα διωρόφου οικοδομής».
Για περισσότερα νοσταλγικά βλέπε Παλιά Αθήνα
Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ /
σχόλια