«Βράδυ της Υπαπαντής στο καφφωδείον του Μπελαούρη. Είνε η «Φέμινα» της Καλαμάτας και, σας παρακαλώ, όσοι γλεντζέδες, να… αποκαλυφθήτε. Ένας υπόγειος παράδεισος με τα όλα του. Μια σάλα ατελείωτη, πνιγμένη στους καπνούς και… μεθυσμένη απ’ τις μπύρες που πηγαινοέρχονται. Στο βάθρο της μια ορχήστρα του παληού καλού ή κακού καιρού, περιποιείται με θανάσιμον αγάπην όλες τις τελευταίες επιτυχίες του μουσικού χορευτικού ρεπερτορίου. Το κέντρον είνε ύπερπλήρες, ένεκα οι… ανύπαντροι προσκυνηταί, που καταστάλαξαν εκεί μετά την λιτανεία και τα σταυροκοπήματα. Και η πεταλούδες των φτηνών ερώτων έχουν μεγάλη ζήτησι. Πράγματα ντόπια όλες. Εκτός μιάς και μόνης, που ισχυριζεται ότι είνε Ουγγαρίς, που έχει πλούσια ξανθά-οξυζενέ μαλλιά και που έχει και πέρασι, ως φρούτο ξενικό.
Κάποιος –προσκυνητής κι’ αυτός απ’ τη Θουρία- της εξηγεί τον έρωτά του.
-Μουά, δηλαδή, ζε βέ χορέψ, πάρσκε ζέ… πως το λένε ρέ… - ζέ αγαπώ, δηλαδή…
-Του μ’ αίμ…
-Έτσι γειά σου κυρά μου… Του μ’ αίμ, το βρήκες!...
Από τα σκαλοπάτια της εισόδου κατρακυλάει ένας γεροντάκος, φέσι στο μεθύσι. Και προσφωνεί την πελατείαν με διάφορους σταυρούς και Παναγίες! Στο τέλος πέφτει σ’ ένα κάθισμα κι’ αρχίζει κλέφτικο τραγούδι:
Ωώχ… ωχωχωχωχ!... Με κάψανε τα … χώωωχ… χουχ!...
Αλλά ένα από τα γκαρσόνια επεμβαίνει, τον διακόπτει και του υποδεικνύει να κυττάξη κάποια πινακίδα, που βρίσκεται σε μια γωνιά του κέντρου.
-Δεν ξέρω γράμματα, ρε μύγα… Τι λέη;
-«Απαγορεύονται ρεμπέτικα και οι ελληνικοί χοροί!»
-Και τι επιτρέπεται ρέ βλάμη;…
-Οι ογρωπαϊκοί…
-Άη να κοιμηθής!
Το επεισόδιον είνε επι θύραις! Αλλά δύο χωροφύλακες, μόνιμος καθημερινή φρουρά του κέντρου και διαρκής περιπολία εις την αίθουσάν του, βάζουν τελεία και παύλα.
Ρωτώ:
-Οι χωροφύλακες τι κάνουν εδώ μέσα;…
-Σωματική έρευνα!...
Πολύ συχνά η πελατεία αφοπλίζεται και μένει μόνο ο λεβέντης Μπελαούρης για να τραβάη ένα δυό βόλια στον αέρα…
Ο καμπανίτης πάλι δεν είνε άγνωστος εις το κέντρον. Αλλά είνε και το πάν… Αυτός που θα προσφέρη μια σαμπάνια, θα γίνη κύριος ζωής επι της «κόρης» που θα την γευθή. Και είνε τόσον γοητευτικαί αυταί αι «κόραι»! Κάθομαι απέναντι από την Τασίτσα. Ύψος… κακούργο, στόμα, που σού επιφυλάσσει όλα τα … φιλοφρονήματα της γής, αν την πειράξης, κορμί που σού επιτρέπει ν’ αποθαυμάσης όλες τις καμπυλότητες και που λυγιέται στο φόξ-τρότ με μια σπαραξικάρδια ερωτική ευκινησία. Μαλλιά ολίγον ακατάστατα και ελαφρώς μαντεκωμένα.
-Από πού είσθε δεσποινίς Τασίτσα;…
-…….
-Με συγχωρείτε, ερωτώ από πού είσθε;…
-Περικαλώ;…
-Έκανα μίαν ερώτησιν…
-Ληξίαρχος είσαι, κύριε… φάβα;…
-Παρντόν, δεν εννοούσα…
-Παρντόν να γίνης και με το παρντόν να σε ξεβγάλουνε!...
Κατόπιν τούτου και ο πιο σκληρόκαρδος να είσαι, μπορείς να μην… ερωτευθής;… Μπορείς να μη δικαιολογήσης τα τόσα θύματα της γοητευτικής Τασίτσας, που την δαγκάνουν με τα μάτια, την πυρπολούν, πεθαίνουν για μια ώρα στο κρεββάτι της;…
Και η Μαρίκα, άλλο του καφωδείου άνθος… Τι ονειρώδης ύπαρξις είνε αυτή;… Απέναντί της ένα συμπαθητικό μεθυσμενάκι, Καλαμιωτάκι ερωτευμένο, της σιγοτραγουδάει το πάθος του:
«Αυτός είνε ο έρως… Άχ!... γεννιέται με μια ματιά…».
Αλλά αυτή η άσπλαχνη ξύνει χαριτωμένα τη μύτη της, τα νύχια της, τις γάμπες της, το ντεκολτέ και τα μαλλιά της κι’ ανοίγει σε χασμουρητό ατελείωτο ένα τεράστιο στόμα με δεκατρία δόντια. Έπειτα δίνει και την αισθηματική της μαχαιριά!...
-Μωρ’ δεν αφήνεις τα σιρόπια να παραγγείλης καμμιά μπύρα;.. Στέγνωσε η γλώσσα μου, τραμπάκουλο… έ, τραμπάκουλο!...
Αθάνατη επαρχία! Σε χάρηκα και πάλι μια βραδυά… Τι μπάζα πιάνουν μπρός στα καφφωδεία σου όλες η «Φέμινες» των Αθηνών!...».
Το κείμενο έχει γραφτεί από τον δημοσιογράφο και σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα Αλέκο Λιδωρίκη.
Για περισσότερα δροσιστικά και νοσταλγικά βλέπε Παλιά Αθήνα.
σχόλια