«Ποιος είσαι σύ που με ξυπνάς πρωί; Λέγει ο ποιητής. Κι' απαριθμεί την αργοσάλευτη της εκκλησίας καμπάνα και τα βαριά βήματα κάποιου άσωτου πού γυρίζει να κοιμηθή. Αυτά σήμερα εξέλιπον μαζί με την ποίηση. Σήμερα το πρώτο πουλί πού μας ξυπνά είνε ο πλανόδιος μανάβης.
Πριν ο ήλιος βγή οι λαχανόκηποι και τα περιβόλια γύρω στην Αθήνα στέλλουν εις την πρωτεύουσαν όλα τα αγαθά τους, φορτωμένα εις το γαϊδουράκι. Οι μανάβηδες εισέρχονται εις την πόλιν σαν κατακτηταί, αρχίζουν τα ξεφωνητά και αμέσως τα κοιμισμένα σπίτια το ένα μετά το άλλο ανοίγουν τα μάτια των-τα παράθυρα που βλέπουν προς το δρόμο και η νοικοκυρά προβάλλει.
Δεν υπάρχει κανένας ρωμαντισμός εις τας σκηνάς που εξελίσσονται κατά το πρωϊνον αυτό ξύπνημα. Τα κορίτσια τα οποία γύρισαν από τον κινηματογτάφο ή το θέατρο αργά, κοιμούνται βαθειά. Θα προβάλη η μαμά πίσω από τα σφαλιχτά παράθυρα. Αν το σπίτι έχη πεθερά θα προβάλη η πεθερά, διότι είνε η μόνη που ξέρει ν' αντιμετωπίση τον μανάβη.
Η γηραιά κυρία εμφανίζεται εις το παράθυρο του ισογείου, όπως είνε από το κρεββάτι, πράγμα το οποίον εις τας περισσοτέρας περιπτώσεις είνε φοβερόν. Ο μανάβης βλέπει ότι δεν βλέπει ίσως και ο καθρέπτης. Η γηραιά κυρία είνε με το νυχτικό της, μόλις αποσπασθείσα από τας αγκάλας του Μορφέως.
Ο μανάβης περιμένει στο πεζοδρόμιο εμπρός στο παράθυρο και αρχίζει η ιερά εξέτασις.
-Η μπάμιες χθές δεν άξιζαν τίποτε. Σπάγγοι. Η Λούλα μου ούτε της έβαλε στο στόμα της. Τι θα μου δώσεις σήμερα;
-Μελιτζάνες, ντομάτες ψελλίζει ο μανάβης.
-Τι να φάμε σήμερα; Λέγει η γηραιά κυρία.
Ο μανάβης σκέπτεται μια στιγμή.
Σκέπτεται και ο γάϊδαρος κυττάζοντας τη γή.
Επί τέλους λύεται το πρόβλημα του καθημερινού φαγητού. Ντομάτες παραγεμιστές. Και αρχίζει το παζάρεμα. Η κυρία δεν αφίνει ούτε την πεντάρα. Ο μανάβης ζυγίζει τις ντομάτες, δίνει και τον σχετικό μαϊντανό και έπειτα ο γάϊδαρος ο οποίος ευρίσκεται εις τελείαν συνεννόησιν με τον μανάβη χωρίς να περιμένη ν' ακούση λέξιν προχωρεί.
Παρακάτω μια συριστική, οξεία φωνή ακούεται καθώς ανοίγει γρήγορα ένα παράθυρο από το επάνω πατωμα. Είνε μια γρηά, η οποία παζαρεύει από κεί πάνω. Ο μανάβης ζυγίζει και έρχεται το δουλάκι να παραλάβη τα ψώνια. Η δούλα είνε αφράτη. Ο μανάβης σκοντάφτει πάνω στο πεζοδρόμιο, ο γάϊδαρος κυττάζει πονηρά μ' ένα μάτι, η δούλα χαμογελά εις τον νεαρόν χωρικόν και του λέει απλώνοντας τα χέρια της προς τα λαχανικά που κρατεί στην αγκαλιά του ο μανάβης.
-Φέρτα μέσα καϋμένε. Τι στέκεσαι αυτού;
Καμμιά φορά η κυρία δεν έχει ξυπνήσει. Ο μανάβης πλησιάζει προς το παράθυρο και αρχίζει η περίεργη πατινάδα. Τεντώνοντας το λαρύγγι του, με τα μάτια ψηλά αρχίζει να διαλαλή το εμπόρευμά του. Δεν καταλαβαίνετε τίποτα. Σας θυμίζει μουεζίνη όταν ανεβαίνη στο τζαμί και καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν. Το παραθύρι ανοίγει γρήγορα. Η κυρία με μισοκλεισμένα μάτια καθώς την χτυπά το φώς, με σιγανή φωνή λέγει: «Τι φωνάζεις; Θα ξυπνήσουν τα κορίτσια!»
Κάποτε αντί γαϊδουριού, ο μανάβης χρησιμοποιεί σούστα. Αλλά το γαϊδούρι είνε ο συνηθέστερος συνεργάτης του πρωϊνού μανάβη. Αθόρυβος, σιωπηλός, απαθής, μη εκπλησσόμενος με τίποτε, δεν ανησυχεί κανένα.
Καμμιά φορά ο μανάβης, ιδίως όταν ντεμπουτάρει εις την γειτονιά,
προσπαθεί να προσελκύση την προσοχήν και το ενδιαφέρον των γυναικών εγκωμιάζων ποιητικώτατα τα λαχανικά και τα φρούτα του. Κάθε τόσο σταματά στη μέση του δρόμου, απόλυτος κύριος, ακουμβά την παλάμη του στη ράχη του γαιδάρου, ο οποίος σταματά αμέσως τεντώνει ψηλά το κεφάλι και αρχίζει με οξείαν φωνήν ύμνους προς τα σταφύλια «πούνε ζάχαρι», «απ' τ' αμπέλι», για τα πεπόνια που «ανασταίνουνε νεκρό», για τα «κρύα τα καρπούζια πούνε σαν παγωτό». Αλλά καμμιά φορά η φωνή του καλύπτεται καθώς από το αντίθετο μέρος της οδού προβάλλει άλλος γάϊδαρος φορτωμένος και μια φωνή μπάσου ακούεται:
-Ντομάτες, μπάμιες, μελιτζάνες...
Τα περισσότερα σπίτια προμηθεύονται τα λαχανικά και τα φρούτα των από τον πλανόδιον μανάβη. Και μ' αυτά καταρτίζεται της περισσότερες φορές το μενού της ημέρας. Πολλές φορές βλέπετε δύο παιδιά να κρατούν ένα καλάθι και να φωνάζουν:
-Κρύα σύκα!
Τι κρύα, τι αρωματισμένα, τι γλυκά, τι νόστιμα τα σύκα το πρωΐ. Θαρρεί κανείς πως έγιναν για να τρώγονται το πρωί.
Μετά τον μανάβη μέχρι του μεσημεριού αρχίζει η παρέλασις όλων των άλλων. Πρώτα ο ψαρράς, ο οποίος δεν είνε ως επί το πλείστον φθηνός, όπως ο μανάβης. Σήμερα το πρωΐ άκουσα τον εξής διάλογο:
-Είκοσι έξ δραχμές οι κολιοί; Δεν ντρέπεσαι; Στην αγορά έχουν δεκάξη!
Ο ψαρράς παρέλυσε καθώς η ογκώδης κυρία, μπρός εις το παράθυρο, ανοιχτό, διάπλατο τον εκύτταζε στα μάτια πού λές και τον έλυωναν, όπως λυώνει η φωτιά το κερί.
Έπειτα έχουμε το κουδουνάκι του σκουπιδιάρη:
-Μαρία! Γρήγορα! Τα σκουπίδια! Μαρία!
Η Μαρία πρέπει να γίνη δέκα κομμάτια γιατί ο σκουπιδιάρης δεν περιμένει. Ο σκουπιδιάρης έχει αριστοκρατικές συνήθειες. Εμφανίζεται μεταξύ της ογδόης και της ενάτης. Τότε έρχεται και ο κουλουρτζής.
-Κουλούρια ζεστά όλα!
Ο περιεργότερος όλων είνε ένας γέρος πρόσφυξ κουλουρτζής που δρά στα Εξάρχεια. Ποικίλλει το πέρασμά του με περίεργες φράσεις αναφερόμενες δήθεν εις κάποιο ειδύλλιο. Η φράσεις λέγονται μονορούφι και η βαρειά ανατολίτικη προφορά τις κάνει περιπαθέστερες και διασκεδαστικώτερες. Εκεί που διαλαλεί τα κουλούρια του σταματά και πετά την εξής φράσι:
-Και μούπε τι έγινες και σε χάσανε τα μάτια μου!
Τα κορίτσια τον ξέρουν, τα δουλικά τον προτιμούν, γιατί μαζί με το κουλούρι τους προσφέρει και μια φράσι πιο γλυκειά και τρυφερή από το κουλούρι.
Ακολουθούν έπειτα οι στρατιές των λοιπών επαγγελμάτων. Ρούχα, παληά παπούτσ' αγοράζω! Παληά μπουκάλια και σιδερικά. Παληά βιβλία! Διορθώνονται κλειδαριές κλπ. κλπ. Τέλος κατά τας 10 όλα τα εμπορικά συμπεριλαμβανομένων και των μεγαλειτέρων της οδού Ερμού κατεβαίνουν στους δρόμους.
Είνε ο πλανόδιος εμποράκος. Αλλά περί αυτού πρέπει να μιλήση κανείς ιδιαιτέρως. Εξελίχθη εις μέγαν παράγοντα. Τείνει ν' αντικαταστήση όλα τα καταστήματα».
(«Αθηναϊκά Νέα» 1931)
Μια επίσκεψη στην Παλιά Αθήνα τέρπει και μορφώνει
σχόλια