«(Η σκηνή εις την παραλίαν του Παλαιού Φαλήρου. Ώρα 10η εσπερινή. Πανσέληνος ...)
Εκείνος. Άχ!
Εκείνη. Άχ!
Εκείνος. (εν εκστάσει) Φεγγάρι!
Εκείνη. Βραδυά!
Εκείνος. (την βλέπει στα μάτια) Αιωνίως λοιπόν Μαρίκα μου;
Εκείνη (dolcissimo). Ναι!
Εκείνος (piano). Όσον κι' εγώ;
Εκείνη (a tempo). Μά μήπως ξέρω πόσον ...
Εκείνος. Πόσον σ' αγαπώ; Άπιστη! (εκβάλλει στεναγμόν βάθους πέντε μέτρων)
Εκείνη. Γιώργο!
Εκείνος. Μαρία!
Εκείνη. Άχ!
Εκείνος. Άωαα ... χ! (εξακολουθούν να περιπατούν εις την άμμον)
Εκείνη. Το φεγγάρι ... Για ιδές το φεγγάρι...
Εκείνος. (μελοδραματικώς) Και το κύμα;
Εκείνη. Ναι και το κύμα
Εκείνος (τραγουδεί σιγά):
Να μην έβγης απόψε σελήνη
Γιατί θάβγη και θάβγη εκείνη...
Εκείνη. Έλα Γιώργο
Εκείνος. Τι;
Εκείνη. Ξέρεις τι...
Εκείνος. Δεν ξέρω τίποτα
Εκείνη. Αυτό πού μου ζητάς πάντοτε
Εκείνος (γλείφων τα χείλη του). Φιλί;
Εκείνη. Ναι!
Εκείνος. Αγάπη μου... (ακούεται τρομερός ήχος φιλήματος. Το φίλημα εξακολουθεί υποδιαιρούμενον εις μικρότερα απαλώτερα και τρυφερώτερα φιλήματα. Εις ολίγον μέτρων απόστασιν διακρίνεται η σκιά ενός ευζώνου επί της άμμου. Οι ερωτευμένοι προχωρούν ανύποπτοι)
Ο εύζωνος (αναπηδών). Ουρέ;
Εκείνος και εκείνη ....
Ο εύζωνος. Ουρέ; Φλιέστι ουρέ παραθαλασσίους;
Εκείνη. (μισολιποθυμούσα) Άαααχ...
Εκείνος (της κάνει αέρα με το καπέλο του. Προς τον εύζωνον: Μά κυ..κυ...
Εκείνη (συνέρχεται)
Ο εύζωνος. Τι κύ..κύ... κί τουν κακόσ' τουν κιρό! Σε συνέλαβουν αλληλουφιλιούμενουν μετά θηλέους!
Εκείνος (Έξαλλος.) Να σού πώ...
Ο εύζωνος. Τι να μ' πής ουρέ; Εξουσία ειμί.. Μί γλέπ' ς για δε μί γλέπ' ς; Για του σπαθί! Για κι' η κουρώνα! Προύς τ' ν ιξουσίαν απουτίνισι!
Εκείνος (έξω φρενών). Τι αγαπάς κύριε;
Ο εύζωνος. Αγαπού ότι σινιλήφθης κατ' ίμπροσθέν μου να κάν' ς όργια! Πώς του φλείς ουρέ του θηλ' κό; Ά; Τι του πλανέβ' ς ουρέ του ζλαπάκι του κακόμ' ρου; Κρίνε ουρέ; Ποιος σούδωκι ουρέ την εξουσία να βαδίζης μιτά γυναίκας κί να την πειράζης διαφουρουτρόπους; Ουρέ δεν υπολογίσις τν αστυνομία; Τούν εύζουνουν δεν τούν έλαβις υπό σιμείουσιν; Γιατί κάθουμι γώ ιδώ κι περιφέρουμι; Ποια η υστουλή μ; Ποίον το καθήκου, μ;
(προς εκείνην) Ισί ουρέ ζλάπ, τ' διάολ' ιέμαθες κι τούν έρουτα νιά πράμα; Πού σί πααιν' ιτουτους ού χαμένους μουρή; Γυρβολιά σί φέρν; Πού ειν' η μάννα σ' ουρέ θηλκό; Πούν του σπιτ' ς; Πού πλανιέσι ουρέ κ'ι τι χαζ' β' ς ιδώ στν ερημίαν; Έτς φλιόντ ού κόσμους; Μάτς μούτς κουρίτς πράμμα; Κρίνι ουρέ διαουλόσπιρμα τ' διαόλ! (απλώνει το χέρι του) Κόπιασ' μέσα...
Εκείνη. Άχ (αποπειράται να λιποθυμήση).
Εκείνος. (Παρακλητικώς). Άφησε μας... Να χαρής ότι αγαπάς...
Ο εύζωνος. Στάκα. Μην επιμβαίν' ς στού καθήκουν μ' !
Εκείνος. Μά για όνομα Θεού.
Ο εύζωνος. Ουρέ στάκα. Ανήθικι τα' διαόλ ! Ιρουτάκια!
Εκείνη. Άχ Θεέ μου... (κλαίει)
Ο εύζωνος Κλιαίς ά; Κλιαίς κατσίκα τα' διαόλ. Αννουφελώς κλιαίς. Για τήρα φσταν. Για τήρα καπέλλου με φτιρά... Μί δαύτα σί ξιγέλασι ου ιρουτάκιας; Μί δαύτα ά!
Εκείνη. Έλεος... Έλεος...
Ο εύζωνος Να σας κάψου κί τσί δύο παλκουζάγαρα, Παένετε και μί σας ξανιδώ να φλιέστι παραθαλασσίους κι υπό τα όμματα τσ' εξουσίγιας. Ουρίστε.... ».
(«Πειρασμός» 1921)
Η Παλιά Αθήνα ανανεώθηκε για τον Γενάρη και περιμένει την επίσκεψι σας
Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ /
σχόλια