Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου (1910-1940) άρχισαν να εργάζονται και οι γυναίκες. Γραμματείς, ταμίες και υπάλληλοι άρχισαν να κερδίζουν τα προς το ζην δίπλα στις μοδίστρες τις καπελούδες και τις καπνεργάτριες που παραδοσιακά αποτελούσαν το γυναικείο εργατικό δυναμικό. Οι άρρενες αισθάνθηκαν απειλούμενοι αφού έχαναν πάγια διαμορφωμένα δικαιώματα. Έτσι άρχισαν να γράφονται στις εφημερίδες δηκτικά σχόλια, να δημοσιεύονται ευθυμογραφήματα με τυποποιημένα υπονοούμενα, όπως και αυτό που ακολουθεί από την εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» (1933).
«Εζήτησε δια των εφημερίδων μίαν δακτυλογράφον δια τας προσωπικάς του υποθέσεις. Ήτο διανοούμενος, έγραφε απειρίαν πραγμάτων την ημέραν και δεν επρόφθανε. Συνεπώς η ανάγκη της δακτυλογράφου ήτο πραγματική και ειλικρινής και δεν υπηγορεύετο ποσώς από κακοήθη ελατήρια.
Φαίνεται όμως ότι αι διακτυλογράφοι γενικώς δεν λαμβάνουν ποτέ υπ’ όψει παρομοίας συνθήκας, εθισμέναι εις άλλον τρόπον εργασίας.
Διότι το απόγευμα της ιδίας ημέρας, καθ’ ην εδημοσιεύθη η αγγελία, συνέβησαν τα εξής πράγματα:
Ο κ.Ν.Ν. παρακαλώ;
-Εγώ μαμζέλ.
-Εσείς ζητάτε δακτυλογράφο;
-Εγώ μαμζέλ.
Το θηλυκόν το οποίον παρουσιάσθη πρώτον, ήτο φλογερόν, ωραίον και προκλητικόν.
-Καθήστε μαμζέλ.
Εκάθισε σε μίαν καρέκλαν, έβαλε το πόδι επάνω στο πόδι και ήρχισε τας διαπραγματεύσεις.
-Πόσες ώρες θα δουλεύω, αν σας κάνω εγώ, κύριε;
-Μα… τρεις-τέσσαρες την ημέρα.
-Μπιέν. Τι γραφομηχανή έχετε;
-Άντλερ. Ξέρετε;
-Πώς. Ξέρω όλες τις μάρκες. Και με τι μισθό αν επιτρέπετε;
-Χίλιες δραχμές, μαμζέλ.
Η δακτυλογράφος ησθάνθη ελαφράν απογοήτευσιν, εσήκωσε ελαφρώς την φούσταν της εις τρόπον ώστε να δη ο μέλλων προϊστάμενός της ότι άξιζε περισσότερα, έβγαλε από το τσαντάκι της μια κομψή ταμπακερούλα και του προσέφερε σιγαρέττο.
-Πάρτε. Τίποτε περισσότερο… θα έπρεπε. Η ώρες είνε πολλές.
-Μερσί. Ατυχώς, μαμζέλ, για περισσότερα δεν μπορώ.
Επειδή τα επιχειρήματα δεν εφαίνοντο να είχαν επίδρασιν επί του ανθρώπου, το θηλυκόν έβαλε εις ενέργειαν άλλα, περισσότερον ακαταμάχητα.
-Παρντόν… μου επιτρέπετε; Κάνει λιγάκι ζέστη εδώ μέσα.
-Ελεύθερα μαμζέλ.
Και η δακτυλογράφος έβγαλε το παλτό και το καπέλλο της. Ήτο μέγας πειρασμός.
-Να αν μου δίνατε τουλάχιστο δυο χιλιάδες…
Ο υποψήφιος προϊστάμενος ήρχισε να ζαλίζεται ελαφρώς.
-Ναι… να σας πω… το συζητάμε. Διότι…
Το θηλυκόν τον εκυττούσε κατά τρόπον σκανδαλώδη.
-Α, μα είσαστε… είσαστε τρέλλα δεσποινίς. Παρντόν δηλαδή… αλλά.
Και επειδή ο προϊστάμενος δεν είχε την σκληρότητα σιδήρου έκανε ότι θα έκανε πας άνθρωπος με καρδιά, αισθήσεις και αισθήματα.
-Δυο χιλιάδες… χαλάλι μαμζέλ!
**
Μετά ολίγας ημέρας εδημοσιεύετο εις τας εφημερίδας νέα αγγελία.
«Ζητείται δακτυλογράφος άσχημη, δι’ωρισμένας ώρας. Γράψατε Ν.Ν.»
Διότι η ωραία δακτυλογράφος ως απεκαλύφθη δεν εγνώριζε γραφομηχανήν…»
Αν κι’ εσείς ψάχνετε δακτυλογράφο με αρχές, ίσως την βρείτε στην Παλιά Αθήνα.
σχόλια