Πρόσφατα διάβασα το Κανάλ Ντ' Αμούρ του Θωμά Κοροβίνη, από τις εκδόσεις Άγρα, που μιλάει για τις κακόφημες ερωτικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης, τη δεκαετία του '80. Ακολουθούν τρία κομμάτια του βιβλίου που μου άρεσαν πολύ:
"Μια καυτή νύχτα του Ιουλίου του '90 γύριζα για ύπνο πιωμένος και βαρύς μετά από μια στυφή παραβαρδάρια τσάρκα. Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα περνούσα έξω από τα Λαδάδικα. Στην κατεβασιά της μεγάλης οδού Δωδεκανήσου, που η στροφή της κόβοντας πλάγια την Τσιμισκή βγάζει ντουγρού στο λιμάνι, είδα μαζεμένα μπουλούκια νεαρών. Αλλά και κάμποσες γυναίκες. Στην αρχή νόμισα κανένας καβγάς, κανένα πατιρντί, παλιότερα η περιοχή τα συνήθιζε κάτι τέτοια. Αλλά εδώ κάτι άλλο συνέβαινε. Ο τόπος ήταν πήχτρα στην κούρσα. Όλες μπάνικες από μερσεντές μέχρι τζάγκουαρ. Απ' άκρου σ' άκρον σ' όλο το μήκος των παρκαρισμένων αμαξιών ήταν στημένοι ξεδιαλεγμένοι τροχονόμοι αλλά και δυό-τρεις καθεαυτού μπάτσοι με ύφος. Άρχισα να καλοεξετάζω τους συγκεντρωμένους. Έβαλα τις φωνές.
«Παναγιά μου», είπα, «τί γυρεύετε εσείς εδώ;»
«Άνοιξε ένα μαγαζί σούπερ», μου λένε·
«Καλά εδώ μέσα στο μπουρδελομάνι;», ρωτάω.
«Το μέρος άλλαξε φίλε. Τώρα εδώ συχνάζουνε σικάτοι»."
"Εκείνη τη βραδιά, μπήκε με παρέα στον «Παράδεισο» της οδού Νίκου Καζαντζάκη.
Και για να μη γίνεται σύγχυση, να πούμε δυο κουβέντες και για τον άλλο «Παράδεισο» του Καζάκου. Είναι ένα ευρύχωρο υπόγειο σ’ ένα δρομάκι του Βαρδαρίου, την οδό Οδυσσέως. Ο «Παράδεισος» περιέθαλπε από νωρίς το απόγευμα τα ποικίλα ναυάγια της σαλονικιώτικης αμαρτίας και ψευτοπαρανομίας: τοξικομανείς, μπεκρήδες, κλεφτρόνια, καραντάνες μεγαλοαδερφές, ρεπατζούδες, απόμαχες πόρνες, ξεπεσμένους νταβατζήδες, ανάπηρες λαχειοπώλισσες, κουλουρτζήδες και σαλεπτσήδες της Εγνατίας, μικροπωλητές του Βαρδαρίου και άλλα ρετάλια της ζωής, που αναζητούσαν απεγνωσμένα κοινωνικό καταφύγιο σ’ αυτό το στέκι κι ερωτικό λημέρι στο τζάμπα ή με φτηνό νοίκι στη συντροφιά ο ένας τ’ αλλουνού. Το παρδαλό χαρμάνι των τριτοκλασάτων της περιβαρδάριας ζωής έστελνε εκεί με το σούρουπο τους γνησιότερους εκπροσώπους του. Μια ζωντανή πινακοθήκη της ανθρώπινης κουρελαρίας, πρόσωπα παιδεμένα, φάτσες οργωμένες απ’ την ηθική διαφθορά, την ψυχική δηλητηρίαση, τη φτώχεια, την κατάχρηση και την ταπείνωση. Στο μαγνητόφωνο βογκούσαν ασταμάτητα τα πιο βαριά κι ασήκωτα λαϊκά και μπορούσες ακόμη και στις εφτά το απόγευμα να δεις εκεί αποστρατευμένους μαγκίτες και σιτεμένες οροσπούδες να φτιάχνονται με μια μπύρα και να ρίχνουν ξηγημένες σόλο ζεϊμπεκιές ή καρσιλαμάδες στα μωσαϊκά. Ο «Παράδεισος» του Καζάκου, ο οποίος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι ένα ανοιχτό και ελεύθερο θέατρο με πάμφθηνο εισιτήριο και με τον ίδιο τυραννισμένο θίασο πάντα επί σκηνής, βρίσκεται εν λειτουργία εδώ και ένα τέταρτο του εικοστού αιώνος.
Ο άλλος «Παράδεισος» της οδού Καζαντζάκη, που λέγαμε, έκλεισε εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια. Ήταν ένα λαϊκό κέντρο νυχτερινής αναψυχής, ερωτικής συνευρέσεως και συναισθηματικής ευδαιμονίας. Ένα ανώτερο φροντιστήριο λαϊκής ηθογραφίας και ένα ευεργετικό θεραπευτήριο για τους Βορειοελλαδίτες, τους λυσσασμένους από δαγκώματα ερωτικών δαιμονίων. Οι συναρπαστικοί χοροί του και τα γουστόζικα βίτσια του σφράγισαν μιαν εποχή. Στεγαζόταν σε μια τεράστια ισόγεια σάλα με πολλά τραπέζια στριμωγμένα μεταξύ τους, ώστε οι πελάτες να μπορούν να συναλλάσσονται και να σμίγουν με ευκολία. Στο βάθος είχε και ένα μακρόστενο μπαρ με ψηλά σκαμπό κι ένα μικρό πατάρι, που λειτουργούσε κάπως σαν ιδιαίτερο και σαν θεωρείο για τους πιο φιλήσυχους θαμώνες, που προτιμούσαν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην πίστα και στα τραπέζια χωρίς να δίνουν στόχο."
"Μα εγώ θα φτιάξω άλλα Λαδάδικα, θα ανοίξω ένα άλλο Κανάλ Ντ' Αμούρ, να φρεσκάρω τα αισθήματα μου, να ζωηρέψω τους πόθους μου, να κάνω φίλους σαν τα παλιά, να ξαναζεστάνω την αγάπη μου για τη Θεσσαλονίκη. Θα ανοίξω άλλο φλογισμένο και μπαρουτιασμένο Κανάλ Ντ' Αμούρ. Γιατί το Κανάλ Ντ' Αμούρ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο χώρος που φιλοξενούσε τις πυριτιδαποθήκες της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, είναι ο ίδιος ο Μπαρούτ-χανές και μπαρούτ στα σκέλια μας."
σχόλια