ADVERTORIAL
Σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το πώς καταφέρνει να αναβιώνει την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’50 σε κάποια από τα βιβλία του («Οι φόνοι της κίσσας», «Ο φόνος του νυχτολούλουδου»), δεδομένου ότι δεν έχει βιώματα από εκείνη την περίοδο, ο Anthony Horowitz έχει απαντήσει ότι του είναι εύκολο: αφενός επειδή η εποχή έχει περάσει κάπως στο σύστημά του, εφόσον γεννήθηκε το 1955, αφετέρου επειδή απλώς αφαιρεί από την αφήγησή του οτιδήποτε έχει σχέση με τη σύγχρονη ζωή, π.χ. τα αεροπορικά ταξίδια και το Διαδίκτυο.
Πράγματι, η γραφή του και ο τρόπος που συνθέτει την πλοκή των μυθιστορημάτων του έχουν το χαρακτηριστικό του πηγαίου, του αυθόρμητου, του αποτελέσματος που προκύπτει χωρίς πολλή προσπάθεια, αλλά δεν υπάρχει τίποτα απλό στο πώς καταφέρνει να ζωντανέψει το πνεύμα και την εποχή της συγκεκριμένης δεκαετίας, και όχι μόνο. Η θητεία του στο σενάριο της τηλεοπτικής σειράς «Foyle’s War», με επίκεντρο έναν ντετέκτιβ που εξιχνιάζει εγκλήματα στο Λονδίνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποδεικνύει την ικανότητά του να μπαίνει στο κλίμα μιας εποχής, αναπαριστώντας την.
Αυτό το χαρακτηριστικό, σε συνδυασμό με την απόλυτη κατανόηση του μηχανισμού του αστυνομικού μυθιστορήματος και την ευελιξία που έχει στον χειρισμό των προσώπων και της πλοκής, είναι που τον έχει φέρει στην κορυφή του είδους του, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές από καταξιωμένους συγγραφείς, όπως ο Στίβεν Κινγκ, που χαρακτήρισε τους «Φόνους της Κίσσας» κορυφαίο μυθιστόρημα, «τόσο καλό, σαν να το έγραψε η Άγκαθα Κρίστι». Η αλήθεια είναι πως καταφέρνει να μιμείται με επιτυχία και κυρίως δημιουργικά κι άλλους μετρ του είδους, γι’ αυτό το ίδρυμα Arthur Conan Doyle του ανέθεσε να γράψει τα μυθιστορήματα «The House of Silk» και «Moriarty» με ήρωα τον Σέρλοκ Χολμς, τα οποία έγιναν best sellers. Έχει ασχοληθεί με ανάλογη επιτυχία με τον ήρωα του Ίαν Φλέμινγκ, Τζέιμς Μποντ, γράφοντας τα «Παγωμένη Σκανδάλη» και «Ο θάνατος του 007».
Στη νέα έκδοση του συγγραφέα που κυκλοφορεί από τη Διόπτρα, τους «Φόνους του νυχτολούλουδου», ξαναβρίσκουμε τον διάσημο λογοτεχνικό ντετέκτιβ Άττικους Πυντ και Σούζαν Ράιλαντ, τους ήρωες του παγκόσμιου best seller «Οι φόνοι της κίσσας». Η Σούζαν, έχοντας εγκαταλείψει πλέον τον χώρο των εκδόσεων, ζει όμορφα σε ένα ελληνικό νησί μαζί με τον Αντρέα, όπου διαχειρίζονται ένα μικρό ξενοδοχείο. Αν και θα έπρεπε να είναι αυτό που πάντα ονειρευόταν, έχει κουραστεί προσπαθώντας να κάνει τα πάντα να λειτουργήσουν εκεί όπου τίποτα δεν γίνεται όπως το περιμένεις.
Όταν όμως φτάνουν στο νησί οι Τρεχέρν όλα αλλάζουν, κυρίως όταν της διηγούνται την παράξενη ιστορία ενός φόνου που διαπράχθηκε την ημέρα του γάμου της κόρης τους, στο ξενοδοχείο όπου γινόταν η τελετή. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα και συναρπαστικά για τη βαριεστημένη Σούζαν, όταν το ζευγάρι την πληροφορεί πως η κόρη του, Σέσιλι, αγνοείται, αφού τους αποκάλυψε ότι βρήκε τον πραγματικό δράστη της δολοφονίας που έγινε προ οκτώ ετών στο ξενοδοχείο, διαβάζοντας το «Ακούσιος Μάρτυρας». Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο του μακαρίτη πια Άλαν Κόνγουεϊ, συγγραφέα του εκδοτικού όπου δούλευε η Σούζαν, ο οποίος βάσισε την πλοκή του μυθιστορήματός του ακριβώς σε αυτήν τη δολοφονία ‒ το θύμα, ο Φρανκ Πάρις, ήταν φίλος του, οπότε είχε ειδικό ενδιαφέρον για την υπόθεση.
Και κάπου εδώ, οι «Φόνοι του νυχτολούλουδου» βρίσκουν το κλίμα των «Φόνων της κίσσας», αφού η Σούζαν αποφασίζει να επιστρέψει στο Λονδίνο, και παράλληλα πίσω στον χρόνο, για να μάθει τι πραγματικά έχει συμβεί στη Σέσιλι. Για να το κάνει αυτό, πρέπει να ανατρέξει ‒κι εμείς μαζί της‒ στη δεκαετία του ’50 και στην απολαυστική έρευνα που έκανε ο Άττικους Πυντ για την εξιχνίαση του στραγγαλισμού νεαρής σταρ του Χόλιγουντ. Παίρνοντας στοιχεία από δύο φαινομενικά άσχετες υποθέσεις ενώνει τα κομμάτια του παζλ, καταφέρνοντας να διαλευκάνει και τις δύο υποθέσεις.
Η Σούζαν, ο Πυντ και Κόνγουεϊ πρωταγωνιστούν σε ένα μυθιστόρημα που μπλέκει το σημερινό, άμεσο και νευρώδες ύφος με αυτό του πιο κλασικού αστυνομικού, αντιμετωπίζουν πληθώρα υπόπτων και βιώνουν δεξιοτεχνικές ανατροπές που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Mια υποχθόνια, σκοτεινή ιστορία κλασικού αγγλικού μυστηρίου, στην οποία ο Anthony Horowitz επιδεικνύει για άλλη μια φορά τα χαρακτηριστικά που τον έχουν φέρει στην κορυφή του είδους: καταιγιστική πλοκή, υπέροχος πεζός λόγος, έντονη ενέργεια και, πάνω απ’ όλα, εκείνη η λαμπερή σπίθα απόλαυσης που πυροδοτεί την καλύτερη μυθοπλασία.
Δεν είναι τυχαίο που η «Washington Post» συνέκρινε τον Horowitz με τη Ruth Rendell και τον Dick Francis στα καλύτερά του, ενώ ο A.J. Finn, μεταξύ άλλων εγκωμιαστικών σχολίων που έκανε για το βιβλίο, κατέληξε: «Τα εκλεπτυσμένα, υψηλής λογοτεχνικής αξίας μυθιστορήματα υποτίθεται ότι δεν μπορεί να είναι τόσο διασκεδαστικά».