Γιάννης Ρίτσος - Μέλπω Αξιώτη: Kαταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)

LifO Newsroom,14.10.2016

Εδώ αρχίζει να καλοκαιρεύει. Μα τί'ναι τούτο; Δεν αποκρίνομαι πια εύκολα στο φως, στα χρώματα, στα σχήματα της άνοιξης. Τι φταίει τάχα; Γεράματα; Πολλές δοκιμασίες, πολλές μνήμες; Πολύ σκύψαμε μέσα μας; Πολύ καθαρά βλέπουμε και μες στα σκοτεινά; Πού 'ναι κείνη η «άγια αφέλεια»; Μεγάλες εμπειρίες, αξιοθαύμαστες – ας μας λείπανε (ναι; – δε θα το 'θελα και δε θα το μπορούσα). Τί κάθομαι και σου λέω;
— Γ. Ρίτσος, Αθήνα, 14.V.64

Σε επιστολή του στη Μέλπω Αξιώτη στις 17 Απριλίου 1961, ο Ρίτσος, όταν μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει αποκατασταθεί ένας επιστολικός διάλογος μεταξύ τους, γράφει: «Πότε πια θα 'ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες – όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά – αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καη­μός μας κι η μεγάλη παρηγόρια μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτά­νουμε τ' άστρα, κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα;». Σ' αυτή την επώδυνη και γεμά­τη λαχτάρα ερώτηση-έκκληση οφείλεται ο τίτλος της παρούσας έκδοσης με τα επι­στολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, η οποία βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία από τις 22 Μαρτίου 1947.
Οι αντηχήσεις του λόγου της Αξιώτη στις επιστολές του Ρίτσου είναι ισχυρές, και η μορφή της αναπαρίσταται ζωηρά, ειδικά μετά την επίσκεψη του ποιητή στο Ανατολικό Βερολίνο και την ποθητή συνάντησή τους στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1962· έτσι, μέσα από τις ρωγμές του απαντητικού λόγου του Ρίτσου, μπορεί κανείς όχι μόνο να αφουγκραστεί τις πνιχτές κραυγές αγωνίας της σιωπηλής εξόριστης Μέλπως, για να βγει επι­τέλους από το μαύρο πηγάδι της απουσίας, αλλά και να αντιληφθεί τις εμμονές, τις αγκυλώσεις και τις δυσκολίες της όταν χρειάζεται να ξανοιχτεί και να μιλήσει.

Η Αξιώτη μοιάζει ωσεί παρούσα να στοιχειώνει τις σελίδες του παρηγορητικού, δυναμικού και ολόψυχα δοσμένου στην υπόθεσή της Ρίτσου. Ζει με αναμνήσεις, αντινομίες και κλυ­δωνισμούς, γράφει, σιωπά και αυτολογοκρίνεται, έχοντας στο μεταξύ βιώσει τις ιδιοτυ­πίες μιας σκληρής σχέσης ανάμεσα στην πολιτική κομμουνιστική εξουσία με τη λογοτε­χνία, την κριτική και την τέχνη γενικότερα.

 Kαταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)

Kαταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)

Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 360