Σέρχιο Άλβαρες: 35 νεκροί
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται μεταξύ Ιουνίου 1965 και αυγής της 1/1/2000. Η πρώτη σκηνή διαδραματίζεται στην Μπογκοτά, με τη δολοφονία του Μποτόνες, του «πλέον διαβόητου δολοφόνου της Κολομβίας», από τις δυνάμεις του στρατού, την ίδια μέρα που η ερωμένη του συλλαμβάνει τον γιο τους.
Λίγο καιρό αργότερα, η Νίδια, χήρα ενός σκοτωμένου στην ίδια εκείνη επιχείρηση στρατιώτη, συνδέεται με τον Φάμπιο Κοράλ. Εκείνη πεθαίνει στη γέννα, ο απαρηγόρητος σύζυγος το ρίχνει στο ποτό και αυτοκτονεί ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα να βγάλει άδεια εξόρυξης χρυσού, όταν ο γιος του είναι περίπου πέντε χρόνων.
Αυτός ο (ανώνυμος) γιος είναι ο βασικός αφηγητής του βιβλίου· από τη δική του βιογραφική αφήγηση ξεπηδούν –και διακλαδώνονται, διαπλέκονται ή και ενίοτε διατηρούν μια σχετική αυτονομία– σύντομα επεισόδια της ζωής πλήθους αφηγητών. Το άθροισμα επιχειρεί να ανασυνθέσει και να αποδώσει το πανόραμα της Κολομβίας στη διάρκεια αυτών των δεκαετιών: το αριστερό κίνημα –η «Πρώτη Επαναστατική Κομμούνα» της Κολομβίας, ένα διάστημα ουτοπίας και συντροφικότητας– θα δώσει σύντομα τη θέση του σε μια χαοτική χώρα και μια κοινωνία. Κάποιοι αριστεροί σύντροφοι της θείας που έχει υιοθετήσει τον ορφανό αφηγητή εξαφανίζονται. Ο ίδιος μπλέκει με μια συμμορία κλεφτρονιών από το σχολείο του. Κι όταν η θεία του πεθαίνει, η ζωή του θα μετατραπεί σε μια περιπλάνηση κατά τη διάρκεια της οποίας η επιβίωση είναι συνδεδεμένη πρωτίστως με τις γυναίκες που γνωρίζει κι ερωτεύεται.
Πέραν των εκάστοτε σκιωδών Προέδρων και πολιτικών της χώρας, το κοινό σημείο ανταρτών, αριστερών φοιτητών, στρατού, αστυνομίας, μαφίας, ακροδεξιών παραστρατιωτικών, μεγαλεμπόρων ναρκωτικών ή όπλων, ακόμα και θεατών σε ποδοσφαιρικό αγώνα, είναι ότι όλοι οπλοφορούν και όλοι χρησιμοποιούν τα όπλα τους εναντίον όλων, χωρίς να είναι καν διακριτά τα όρια μεταξύ των διαφόρων ομάδων – μια απέραντη συνενοχή. Κοινός παρονομαστής και μέγα διακύβευμα σ' αυτήν τη μακάβρια ρουλέτα: το χρήμα, η κοκαΐνη.
Ο πρωταγωνιστής-αφηγητής ακολουθεί το ρεύμα της Ιστορίας: εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο, ζητιανεύει, κατατάσσεται διά της βίας στον τακτικό στρατό, διαπράττει κλοπές, είναι παρών στη μάχη που δίνουν αντάρτες και στρατός όταν οι πρώτοι εισβάλλουν και καταλαμβάνουν το Δικαστικό Μέγαρο, κλέβει, βρίσκεται στο Μεντεγίν, γνωρίζεται με μαφιόζο, αργότερα κάνει έναν τακτοποιημένο γάμο και γίνεται πατέρας (όμως ο ευυπόληπτος πεθερός του, ο οποίος επιδίδεται σε ξέπλυμα χρήματος από εμπόριο ναρκωτικών, πέφτει σε δυσμένεια λόγω αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών), παρακολουθεί τις σφαγές που οργανώνουν οι παραστρατιωτικοί με σκοπό την ιδιοποίηση γαιών, και όταν αδυνατεί να σκοτώσει έναν συνδικαλιστή, που αποδεικνύεται γνώριμος από το πάλαι ποτέ αριστερό παρελθόν του, βρίσκεται με πλαστά έγγραφα στην Ισπανία, κάνει το βαποράκι, έρχεται σε επαφή με τους Κολομβιανούς εμιγκρέδες... Ποιο είναι το μοναδικό στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τους άλλους; Ότι δεν σκότωσε ποτέ του.
Και κάπου εκεί, παραμονή Πρωτοχρονιάς και εξαιτίας μιας στραβοτιμονιάς, βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν μεγαλέμπορο και προμηθευτή κοκαΐνης, ο οποίος του χαρίζει μια ζωή που πια δείχνει να μην τη θέλει. Μια ζωή τριάντα πέντε χρόνων με ισάριθμους αγαπημένους του, νεκρούς. Όμως, ο παρ' ολίγον δολοφόνος του τού λέει και μια ιστορία, από την οποία προκύπτει πως ο μεγαλέμπορος είναι ο γιος του Μποτόνες...