Νικήτας Μ. Παπακώστας: Καληνύχτα, καλούδια μου
«Έσφιξε τον κόμπο καλά. Έβαλε διπλή και τριπλή σακούλα, έκανε κι άλλους κόμπους, να μην μπορέσουν να το σκάσουν. Πώς να 'βγαιναν άλλωστε; Δεν είχαν νύχια, δεν είχαν ψυχή και δύναμη για κάτι τέτοιο. Αλλά έπρεπε να 'ναι σίγουρη.
Παραμόνευε για ώρες μέχρι που η νέα μάνα έφυγε να βρει κάτι να φάει και να κάνει γάλα. Και μόνο τότε η Μαριώ κλειδαμπάρωσε τις πόρτες και τα παράθυρα κι άνοιξε την ντουλάπα με τα ρούχα να βρει το καταφύγιο της γάτας, εκεί που 'χε γεννήσει τα μικρά της.
Ήταν ζεστά και μαλακά. Γι' αυτό είχε χωθεί εκεί. Εκεί άφησε τα μωρά και τον πλακούντα της. Δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει. Είχε νύχια και δόντια θηρίου. Ήξερε τι θα πει προστασία».
Σ' έναν τόπο στεγνό, γεμάτο βράχια και δεισιδαιμονίες, η δεκαπεντάχρονη Μαριώ παντρεύεται το νεαρό Φώτη και γίνεται η παπαδιά του. Θα κάνει μεγάλο κακό. Ασυγχώρητο. Στην αρχή την είπανε τρελή. Μετά την ονόμασαν Λευκή Αγία.