Λουίς Σεπούλβεδα: Ο μουγκός Ουζμπέκος
Στη Λατινική Αμερική του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα η πολιτική κατείχε κυρίαρχη θέση στο μυαλό και την ψυχή των νέων. Στη Χιλή και σε άλλες χώρες του νότιου ημισφαιρίου οι δεκαεφτάχρονοι ρίχνονταν στη μάχη κατά του καπιταλισμού χρησιμοποιώντας μεθόδους τραβηγμένες απ' τα μαλλιά και ελάχιστα απειλητικές για το σύστημα, πάντως ευρηματικές και έμπλεες ρομαντισμού: η ληστεία στην τράπεζα γίνεται (με τη συνοδεία μουσικής για να μην αγχωθούν οι πελάτες) προκειμένου ν' αποκτήσει φως και νερό ο καταυλισμός των αστέγων. Η άκρως συνωμοτική οργάνωση των νεαρών «ανταρτών πόλεων» θέτει όλη την επικοινωνιακή υποδομή της στην υπηρεσία της αναζήτησης ενός κουτιού με βρεφικό γάλα (πλήρες, σε σκόνη, με δύο πιπίλες) για το μωρό της νεαρής συντρόφισσας. Ο Χιλιανός «καρατέκα» επιστρατεύει περίστροφο για να κερδίσει τον αγώνα με τον Βορειοκορεάτη ομόλογό του. Η αμερικανική μουσική αποδεικνύεται πολύ πιο αποτελεσματική από τη μαρξιστική διαλεκτική τη στιγμή του φλερτ, κι ένα παλιό φορητό πικάπ γίνεται το απόλυτο όπλο στον σκληρό αγώνα για την κατάκτηση κάποιας πανέμορφης σοβιετικής συντρόφισσας.
Μία από τις πιο φωτεινές συγγραφικές στιγμές του ώριμου Σεπούλβεδα, σε εννέα τρυφερές ιστορίες με μεγάλες δόσεις λυτρωτικού χιούμορ, σπονδή σε μια εποχή όπου οι νέοι μοιράζονταν «το ωραίο όνειρο να είναι νέοι χωρίς να παίρνουν την άδεια κανενός».